Πρός τό τέλος κάθε ἡμερολογιακοῦ ἔτους ἡ σκέψη μας στρέφεται στήν ἔννοια τῆς ροῆς τοῦ χρόνου καί στήν ἐπίδρασή της, ἤ ὀρθότερα στή λειτουργία της, στή ζωή μας. Πράγματι, πρόκειται γιά ἔννοια πού ἀπασχόλησε, ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα, μέ διάφορους τρόπους, τόν ἄνθρωπο, κυρίως βέβαια, σέ σχέση μέ τόν θάνατο, τή γήρανση καί τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἐπί τῆς γῆς βίου του.
Μέ τή βιβλική, ἰδιαιτέρως μέ τήν καινοδιαθηκική, παράδοση εἰσάγεται ἡ ἔννοια τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου (τῆς πληρώσεώς του), ἡ ὁποία, κατά παράδοξο τρόπο, λειτουργεῖ καί στίς τρεῖς διαστάσεις τοῦ χρόνου: ὡς παρελθόν/ἱστορία, π.χ. ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς παρόν, ἡ δυνατότητα πού ἔχουμε νά ζοῦμε ὡς ἑνιαία πραγματικότητα τόν χρόνο μέσα στή λειτουργική παράδοση καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, καί ὡς μέλλον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὁλοκληρώσεως αὐτοῦ πού ἤδη ζοῦμε, στά ἔσχατα.
Αὐτός ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τοῦ χρόνου ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι παράδοξος καθώς, σέ ἀντίθεση μέ τή ρεαλιστική ἐμπειρική στάση ἀπέναντι στό φαινόμενο χρόνος, ἐπιμένει νά τόν βλέπει ἑνιαία καί ὄχι διασπασμένα. Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἔννοια χρόνος πρέπει νά ἔχουμε στόν νοῦ μας ὅτι καί αὐτή εἶναι κομμάτι τῆς δημιουργίας καί συνεπῶς συμπεριφέρεται ἀναλόγως: ἑνιαία πρίν τήν πτώση· σέ διάσπαση μετά ἀπό αὐτή. Καί αὐτή τή διάσπαση θεραπεύει ὁ λειτουργικός χρόνος τῆς λατρείας, ὅπως τόν ζοῦμε στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς λειτουργοῦν αὐτές οἱ ἔννοιες ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ὡς ἀπάντηση θά ἀναφέρουμε μόνο τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη, πού ἀντιλαμβανόταν τόν χρόνο ὡς ἀέναη κυκλικότητα, καί τήν ἰουδαϊκή, ἡ ὁποία, προσέβλεπε στή μελλοντική ἔλευση τοῦ Μεσσία, πού θά ἄλλαζε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί ἰδιαιτέρως τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ στάση αὐτή τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀναγκαστικά, μποροῦμε νά ποῦμε, ὁδήγησε στήν υἱοθέτηση μιᾶς εὐθύγραμμης πορείας πρός τό μέλλον, ἡ ὁποία στρεφόταν διαρκῶς πρός τά ἔσχατα, χωρίς, ὅμως, νά ἐντοπίζονται στοιχεῖα ἐκπλήρωσης ἤ ὁλοκλήρωσής της.
Ὁ χρόνος γιά τήν Ἐκκλησία λειτουργεῖ ἐντελῶς διαφορετικά. Ὁ Μεσσίας δέν εἶναι προσδοκώμενος, ἀλλά ἔχει πλέον εἰσέλθει στήν ἱστορία, ἡ ὁποία ὑπ᾿ αὐτή τήν ἔννοια γίνεται Ἱστορία τῆς Σωτηρίας. Ὁ Χριστός δέν γεννήθηκε ἁπλῶς κάπου, κάποτε, ἀλλά μέ τήν εἴσοδό του στήν ἱστορία μετατοπίζει τό κέντρο της, τό κέντρο βάρους τῶν γεγονότων, ἀπό τό ἐπαναλαμβανόμενο, ἐν εἴδει βρόγχου, παρελθόν (ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη) ἤ τό προσδοκώμενο, ὁλοένα ἀπομακρυνόμενο ὅμως, μέλλον (ἰουδαϊκή ἀντίληψη) στό πρόσωπό του καί γίνεται Αὐτός τό κέντρο τῆς ἱστορίας.
Τά ἔσχατα εἶναι παρόντα πλέον, δέν εἶναι μελλοντική κατάσταση, ἀλλά οὔτε καί ἀπολύτως ἐκπληρωθεῖσα. Στήν παράδοσή μας ὁμιλοῦμε γιά ἀρραβῶνα καί γιά πρόγευση, συνδυάζοντας τό «νῦν» τοῦ παρόντος μέ τό «ἀεί» τοῦ μέλλοντος (καί ὄχι μόνο) αἰῶνος, τά ὁποῖα πλέον λειτουργοῦν ὡς ἕνα διαρκές παρόν, τό ὁποῖο ζοῦμε συμμετέχοντας στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί ζώντας τή θαυμαστή λειτουργική ἑνότητα τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἑνιαῖος ἐκτείνεται διαστελλόμενος καί στίς τρεῖς διαστάσεις.
Βέβαια, πολύ συχνά διαπιστώνουμε ὅτι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί θεολόγοι κ.λπ., ἀσχολοῦνται ἐμμονικά μέ τόν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, προσπαθοῦν νά τόν προσδιορίσουν, νά μάθουν πότε θά γίνει καί ἐρευνοῦν τό μυστήριο τῶν ἐσχάτων μέ ἄκρως φιλοπερίεργη διάθεση, ἡ ὁποία στρέφει -ὅπως δέν θά ἔπρεπε καί δίχως νά τό συνειδητοποιοῦμε- σέ ἕναν ἰδιότυπο ἰουδαϊκό τρόπο σκέψεως: ἀντί νά ἀπολαμβάνουμε τό γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τή θριαμβευτική, ἐν ἀπολύτῳ ταπεινώσει, εἴσοδό Του στήν ἱστορία, μεριμνοῦμε καί ἀναλωνόμαστε γιά τό πότε τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του…
Ἀποδίδοντας στήν Παλαιά Διαθήκη τόν σεβασμό καί τήν προσοχή πού τῆς ὀφείλεται θά ἰσορροπήσουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον μέσα στό πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τόν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη προφητεύει, προτυπώνει καί προετοιμάζει ὅλα ὅσα θά συμβοῦν στό μέλλον (γιά τήν ἐποχή πού γράφτηκε), ὅλα ὅσα συνέβησαν μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία (παρελθόν γιά τήν Ἐκκλησία).
Εἶναι πραγματικά ἐξοργιστικό καί ἀκατανόητο γιά τόν τρόπο σκέψεως καί ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπάρχουν φωνές πού στρέφονται ἐνάντια στήν Παλαιά Διαθήκη, ἤ ἀκόμη πού ζητοῦν τόν ἐξοβελισμό της ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἀρχικά δέν ὑπήρχαν καί ἀργότερα, τούς πρώτους αἰῶνες, δέν εἶχαν ἀκόμη συγκροτηθεῖ σέ σῶμα τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε, ἀδιάκοπα, τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς. Αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο οὔτε ἀνεξήγητο οὔτε, φυσικά, λάθος. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλοῦσε γι᾿ αὐτά πού ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τίς πρῶτες ἤδη ἡμέρες ζοῦσε καί ἀπολάμβανε. Προφήτευε αὐτά πού ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν πραγματοποιηθεῖ, πού τά ἔβλεπαν μέ τά μάτια τους οἱ πιστοί, πού τά ψηλαφοῦσαν μέ τά χέρια τους.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο κατανοεῖ ἡ Ἐκκλησία τά παλαιοδιαθηκικά κείμενα, καί ὄχι ὡς μία ἠθική διδασκαλία, ἤ ὡς παράδειγμα πρός μίμηση (ἤ πρός ἀποφυγή ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι). Τό παράδειγμα πρός μίμηση ἦταν, εἶναι καί θά παραμείνει πάντοτε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς μεταφέρει αὐτή τήν ἀντίληψη μέ τόν τρόπο καί τή γλῶσσα τῆς ἐποχῆς πού γράφεται κάθε κείμενό της, καί μέσα στίς ἱστορικές συνθῆκες καί τά κοινωνικά καί πολιτικά δεδομένα πού τότε κυριαρχοῦσαν. Ἄν εἴχαμε τή δυνατότητα νά ἀφαιρέσουμε ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τά βιβλία της θά βλέπαμε ὅτι στήν καρδιά τους, ὡς σταθερό πλέγμα καί ἀσφαλής βάση, ὑπάρχει ἡ προσδοκία τοῦ Μεσσία, τό Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου καί τοῦ Κόσμου.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ μοναδική ἀναφορά πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό νά διδάσκει σέ συναγωγή, καί μάλιστα στόν τόπο του, στό χωριό στό ὁποῖο εἶχε ἀνατραφεῖ, τή Ναζαρέτ, τόν παρουσιάζει, ὅπως καταγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, νά ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, νά διαβάζει «πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ οὗ εἴνεκεν ἔχρισέν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἀπέσταλκέν με, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκᾶ κεφ. 4, στίχοι 16-30 χρησιμοποιεῖ τό Ἠσαΐου κεφ. 61, στίχοι 1-2), νά κλείνει τό βιβλίο καί νά τό δίνει στόν ὑπηρέτη τῆς συναγωγῆς, νά κάθεται στή θέση του καί μέ μεγάλη ἁπλότητα, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τήν εὐαγγελική ἀναφορά, νά ἀρχίσει νά λέγει «πρός αὐτούς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς ὠσίν ὑμῶν» (Λουκᾶ κεφ. 4, στίχος 21).
Αὐτή ἡ ἐντυπωσιακή σκηνή βοηθᾶ νά ἐντοπίσουμε τό κέντρο τοῦ βάρους καί τήν οὐσία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: προαναγγέλει καί μᾶς προετοιμάζει γιά τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου κατά τήν ὁποία πολλά θά ἀλλάξουν. Καί μποροῦμε νά σημειώσουμε ὅτι αὐτό τό κείμενο συμπληρώνεται τέλεια μέ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στό ὁποῖο περιγράφεται τί συνέβη «ὅτε δέ ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλάτας κεφ. 4, στίχοι 4-7, ἐδῶ ἡ ἀρχή τῆς περικοπῆς).
Αὐτό τό πλήρωμα, τήν ὁλοκλήρωση καί ἐκπλήρωση, τοῦ χρόνου ζοῦμε στήν Ἐκκλησία· καί τά πρῶτα χρόνια καί σήμερα καί στό μέλλον. Γι᾿ αὐτό εἶναι τελείως περιττή κάθε συζήτηση γιά τόν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί γι᾿ αὐτό δέν ἀπαντοῦσε ἐπί τῆς οὐσίας ὁ Χριστός σέ κάθε σχετική ἐρώτηση τῶν μαθητῶν, γι᾿ αὐτό οἱ διάφορες προσπάθειες ὑπολογισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας αὐτῆς πού ἔγιναν κατά τό παρελθόν καί συνεχίζουν νά γίνονται δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της, ἀλλά κινοῦνται σέ χώρους ἀλλότριους καί ἐπικίνδυνους γιά τήν πνευματική πορεία τῶν πιστῶν.
Τό φιλοπερίεργο πνεῦμα καί ἡ ἄκρατη ἐπιθυμία νά γνωρίζουμε τά μέλλοντα μᾶς στεροῦν τή χαρά νά ζοῦμε ὡς υἱοί τοῦ Θεοῦ («ὅτι δέ ἔστε υἱοί» γράφει στήν πρός Γαλάτας ὁ Ἀπ. Παῦλος, κεφ. 4, στ. 6) πρός χάριν τῶν ὁποίων μέ ἀγάπη μεγάλη καί συγκατάβαση πολλή «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» (Γαλ. κεφ. 4, στ. 6) γιά νά μᾶς σώσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου.
πηγή:https://amoustakis.wordpress.
Αγαπητε κ.Μουστακη μας λειψατε…
χρονια πολλα -καλη χρονια με υγεια σε εσας και την οικογενεια σας!!