Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Όσιος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Ὁ δίαυλος ἐπικοινωνίας τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου μὲ τὸν οὐρανὸ ἦταν συνεχῶς ἀνοικτός. Ὁ Ὅσιος Γέροντας παρέμενε συνδεδεμένος μὲ τὰ οὐράνια σκηνώματα «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ».
Ζοῦσε στὴν γῆ, ἀλλὰ εἶχε τὸ πολίτευμα στὸν οὐρανό. Ζοῦσε τὸ θαῦμα, ἕνα διαρκὲς θαῦμα, καὶ μαζί του ζούσαμε καὶ ἐμεῖς κοντά του θαυμαστὰ σημεῖα. Ζοῦσε ἀγγελικὰ καὶ ἔβλεπε καὶ συνομιλοῦσε μὲ Ἀγγέλους.
Καὶ ὅταν μᾶς διηγεῖτο κάποιες θαυμαστὲς προσωπικές του ἱστορίες τὶς ἔλεγε μὲ τόση φυσικότητα, σὰν νὰ μὴν παραξενευόταν γι’ αὐτὰ τὰ βιώματα του. Ὅσα γιὰ ἐμᾶς φαίνονταν παράδοξα καὶ θαυμαστὰ γιὰ ἐκεῖνον ἦταν φυσιολογικά, ἦταν μέρος τῆς καθημερινῆς του ζωῆς.
Ἐμεῖς ἀκούγαμε καὶ μὲ τὴν φαντασία προσπαθούσαμε νὰ ζήσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔλεγε καὶ ποὺ μέσῶ αὐτῶν μᾶς μετέφερε σὲ ἄλλες σφαῖρες, σὲ ἄλλες καταστάσεις καὶ μάλιστα μὲ τὴν εὐγένεια τῶν λόγων του καὶ τὴν μοναδικὴ ἁπλότητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε.
Ἡ φράση «Μὲ συγχωρεῖτε» προηγεῖτο σὲ κάθε συνομιλία του, στὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδινε σὲ κάθε ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπευθυνόταν.
Ἦταν συνόμιλος Ἀγγέλων
Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων στὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Γέροντος, γιὰ ἐμᾶς ἀκατανόητη, γιὰ ἐκεῖνον φυσιολογική, προεμήνυε τὴν συνύπαρξή του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους μετὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ κοινοῦ του χρέους, τὴν μεταδημότευσή του γιὰ τὴν γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων.
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ οἱ πανένδοξοι Ταξιάρχες δείχνουν τὴν παρουσία τους στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγνοὺς φίλους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀκόμη καὶ στὴν δυσχείμερη ἐποχή μας. Ἄλλωστε, εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α΄ 14)
Μὲ τὴν χριστομιμησία του, ὁ πιστὸς καὶ σεμνὸς ἀσκητὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ὁ Ὅσιος Ἰακωβος, κατάφερε νὰ συναντήσει τὸν Σωτῆρα του, γιὰ νὰ προσκολληθεῖ σὲ Αὐτόν, νὰ συνδεθεῖ ὑπαρκτικὰ μαζί του, νὰ γίνει ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματός Του. Προοδευτικὰ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωή του μεταποιήθηκε σὲ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ὁποία συνοψίσθηκε στὴν παύλεια ἀναφώνηση: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνιζόταν πνευματικῶς καὶ ζοῦσε τὴν πνευματέμφορη ἐκκλησιαστικὴ πολιτεία. Βίωνε ἐσχατολογικὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του, τὴν θωράκιζε μὲ τὴν στίλβη τῆς ἀφθορίας καὶ τῆς ἀθανασίας, προγευόμενος τὴν δόξα τῆς Βασιλείας, ἀφοῦ πρόγευση τῆς Βασιλείας ἦταν ἡ ἰσαγγελικὴ ζωή του, ἡ ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ νοητοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας στερεώματος.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος δὲν ἀξιώθηκε μόνο νὰ βλέπει ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους στὴν ἁγία Τράπεζα. Εἶδε καὶ ἐκτὸς Λειτουργίας τὸν ἀρχιστράτηγο Μιχαὴλ νὰ τοῦ δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ κτίσιμο ναοῦ του. Καὶ αὐτὸ πρὶν ἀκόμη γίνει ἡγούμενος δείχνοντας ὅτι αὐτὸς εἶχε ἤδη φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ εἶχε θεοσημεῖες ἀπὸ τὸ πρῶτα ἀσκητικά του χρόνια, γιατὶ ὄχι καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά!
Τὸ 1961 ὁ πατὴρ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν τότε ἡγούμενο ἀπεφάσισαν νὰ κτίσουν ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ὁ ἡγούμενος ἐπέλεξε τὸν τόπο καὶ ὁριοθέτησε τὴν περιοχή. Τὴν νύχτα, ὅμως, ἐμφανίσθηκε στὸν πατέρα Ἰάκωβο ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ χρυσὸ σπαθί, ὑψηλός, ξανθὸς καὶ ὡραῖος, ὅπως ὁ Γεροντας μᾶς τὸ διηγήθηκε, καὶ τοῦ εἶπε:
-Εἶμαι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κτισθεῖ ὁ ναός μου ἐκεῖ ποὺ σημαδέψατε, ἀλλὰ ἐδῶ ποὺ θὰ σᾶς δείξω.
Καὶ ἀμέσως ἔσκυψε, πῆρε τὰ πασσαλάκια ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὁ ἡγούμενος καὶ τὰ μετέφερε σὲ ἄλλη περιοχή, ὅπου καὶ τὰ βρῆκε τὸ πρωῒ ὁ ὅσιος Γέροντας. Μάλιστα μὲ ὑπόδειξη πάλι τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ποὺ ἐμφανίσθηκαν ξανὰ στὸν πατέρα Ἰάκωβο, ὁ ναὸς κτίσθηκε μὲ ὑλικά, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, ἀλλὰ ποὺ μὲ τὴν μεσολάβησή του, δωρήθηκαν ἄφθονα ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀπαιτούμενη ἄμμο ὁ παρακείμενος ποταμὸς πλημμύρισε καὶ κατέβασε τόση, ὅση χρειαζόταν γιὰ τὸ κτίσιμο καὶ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τιμᾶται στὸ Μοναστήρι κάθε χρόνο στὶς 6 Σεπτεμβρίου, μαζὶ μὲ τὸ «ἐν Χώναις θαῦμα» τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ μάλιστα μὲ εἰδικὴ πρὸς τοῦτο Ἀκολουθία κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ διαδόχου τοῦ Ὁσίου, χαριτωμένου καὶ αὐτοῦ, Γέροντος Κυρίλλου.
Ἄγγελοι τοῦ φώτιζαν τὸν δρόμο.
Ἕνα χειμωνιάτικο ἀπομεσήμερο μὲ βαριὰ καταχνιὰ ὁ Γέροντας κατὰ τὴν συνήθειά του τελείωσε νωρὶς τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν οἱ ἄλλοι συμμοναστές του ἔφυγε ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ. Ἐκεῖ σύχναζε καὶ προσευχόταν ὅλο τὸ βράδυ. Τὸ πρωῒ πρὶν ξημερώσει ξεκινοῦσε πάλι γιὰ νὰ εἶναι στὴν ὥρα του στὸ Μοναστήρι γιὰ τὶς πρωϊνὲς Ἀκολουθίες χωρὶς νὰ δίνει στόχο στοὺς συμμοναστές του γιὰ τὶς βραδυνὲς πνευματικές του ἐπιδόσεις.
Μᾶς διηγήθηκε ἐντελῶς ἁπλᾶ ὅτι ξεκίνησε ἕνα χειμανιάτικο δειλινὸ γιὰ τὴν συνηθισμένη του πορεία πρὸς τὸ σπηλαιῶδες ἀσκητήριο.
-Μὲ συγχωρεῖτε, μόλις ἀπομακρύνθηκα, μᾶς εἶπε, λίγο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ἡ καταχνιὰ ἔγινε τόσο πυκνὴ ποὺ δὲν ἔβλεπα μπροστά μου. Τὸ πευκόδασος ἦταν ἐπίσης πυκνὸ καὶ περπατοῦσα μὲ τὰ χέρια μπροστά, γιὰ νὰ μὴν κτυπήσω πουθενά. Ἔλεγα τὴν εὐχὴ καὶ παρακαλοῦσα τὸν Ἅγιο Δαβὶδ νὰ μοῦ φωτίσει τὸν δρόμο. Σὲ λίγο, ὅμως, μὲ ἔπιασε ἀγωνία. Οὔτε νὰ ἐπιστρέψω πίσω μποροῦσα, γιατὶ δὲν ἔβλεπα τίποτα. Προχωρώντας προσεκτικὰ κτύπησα σὲ ἕνα δένδρο. Ἄλλαξα λίγο πορεία, ἀλλὰ ἄλλο δένδρο βρέθηκε μπροστά μου. Ἀπόκαμα. Γονάτισα καὶ προσευχήθηκα. Ἅγιε Δαβίδ μου, εἶπα, θὰ μὲ ἀφήσεις μόνο μου μέσα στὴν νύχτα. Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράστασή σου στὸν ἀγώνα μου;
Τότε ἦρθε ἡ ἐξ ὕψους βοήθεια. Ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι ἄναψε μπροστά μου καὶ μοῦ φώτιζε τὸν δρόμο μέχρι ποὺ ἔφθασα στὸν προορισμό μου. Περπατοῦσα «ἐπὶ πτερύγων ἀγγέλων». Ὅπως ἄλλοτε στὸν ὁδοιπόρο Τωβία ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελο Ραφαὴλ νὰ συνοδοιπορήσει, ἔτσι καὶ τότε μοῦ ἔστειλε φωτόμορφο ἄγγελο νὰ μοῦ φωτίζει τὸν δρόμο καὶ νὰ διαλύσει τὴν καταχνιὰ τόσο τῆς χειμωνιάτικης ἡμέρας ὅσο καὶ τῆς ὀλιγοπιστίας μου.
Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Γέροντας μεμφόταν τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν φανεῖ στὰ μάτια μας ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ἄγγελος κτυποῦσε τὸν ὤμο του.
Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων στὴν ζωὴ τοῦ Γέροντος ἦταν μέρος τῆς καθημερινότητός του. Τοὺς ἔβλεπε παρόντες στὴν Θεία Λειτουργία, νὰ τὸν ἐγγίζουν.
Μιὰ φορὰ μᾶς ἀποκάλυψε στὴν ρήμη τοῦ λόγου καὶ χωρὶς ἐπιτήδευση ὅτι Ἄγγελος Κυρίου ἦταν τόσο κοντά του, ὥστε κτυποῦσε τὰ φτερά του στὸν ὤμο του. Ζοῦσε οὐράνιες καταστάσεις μὲ μιὰ ἁπλότητα, μιὰ φυσικότητα μοναδική.
Συλλειτουργία μὲ Ἀγγέλους
Κάποτε ἐπισκέφθηκαν τὸ Γέροντα Ἰάκωβο μερικοὶ φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μὲ τὸν Καθηγητή τους, τὸν πατέρα Γεώργιο.
Ἦθελαν νὰ ἀπολαύσουν πνευματικὰ τὸν Γέροντα καὶ νὰ τοῦ ὑποβάλλουν κάποιες ἐρωτήσεις σχετικὲς μὲ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν.
Στὸ μικρὸ καὶ ἀπέριττο ἀρχονταρίκι ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ ἀπὸ τὸ μακρὺ φιλόξενο τραπέζι πῆραν οἱ φοιτητὲς τὶς θέσεις τους καὶ ἄφησαν τὸ κεφαλλάρι γιὰ τὸν Γέροντα.
Ὅταν αὐτὸς ἦλθε μὲ τὸ εὐγενικό του ὕφος τοὺς καλωσώρισε καὶ ἄρχισε τὸν ἐποικοδομητικό του λόγο, ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ πλούσιο κέρασμα λέγοντας:
-Παιδιά μου κουρασθήκατε νὰ φθάσετε ἐδῶ. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ πρέπει νὰ ἀνταμείψει τὸν κόπο σας καὶ ὑλικὰ καὶ πνευματικά.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλοξενία τοῦ Γέροντα ἦταν μοναδική, ἀνυπέρβλητη. Μετὰ κάποιος φοιτητὴς τοῦ ἔθεσε τὸ ἐρώτημα:
– Γέροντα, τί εἶναι πίστη;
Ἐκεῖνος μὲ μιὰ εὐχέρια, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ χάρη τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, αὐτὴ ποὺ ἐνοικοῦσε μέσα του καὶ ἀναπληροῦσε τὴν ἐλλείπουσα θύραθεν παιδεία του, μὲ εὐθύτητα καὶ θεολογικὴ γνώση ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν μακροχρόνια ἄσκηση καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν, τοῦ ἀπάντησε:
-Μά, ὁ Παῦλος δίνει τὴν ἀπάντηση στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή του: «Ἔστι πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1). Λέει, ἀγαπητά μου παιδιά, ὁ οὐρανοβάμονας Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἔλεγχος πραγμάτων ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε. Συγχωρέσατέ με, ὅμως, γιατὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν συμφωνῶ μὲ τὸν μεγάλο Ἀπόστολο!
Οἱ φοιτητὲς ταράχθηκαν. Πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ Ἅγιος Γέροντας νὰ μὴν συμφωνεῖ μὲ τὸν κήρυκα τῶν ἐθνῶν; Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν ἀπορία ζωγραφισμένη στὰ μάτια τους τόλμησαν νὰ ρωτήσουν:
-Πῶς εἶναι δυνατόν, Γέροντα, νὰ μὴν συμφωνεῖτε μὲ τὸν θεόπνευστο Παῦλο;
Καὶ ὁ Γέροντας μὲ κατεβασμένο, λὲς ἀπὸ ντροπή, κεφάλι συνέχισε:
-Μά, ἀγαπητά μου παιδιά, ἐγὼ δὲν τὸν καταλαβαίνω ἐδῶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιατὶ γιὰ μένα ἡ πίστη εἶναι ἔλεγχος πραγμάτων βλεπομένων. Πόσες φορὲς τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν βλέπω Ἀγγέλους τὰ περιΐπτανται γύρω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ νὰ μὲ κυκλώνουν καὶ τὰ Ἑξαπτέρυγα νὰ καλύπτουν τὸ πρόσωπό τους μὲ τὶς φτεροῦγες τους, σεβόμενοι τὸ ἐσφαγμένο Ἀρνίο, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, μέσα στὸ Ἅγιο Δισκάριο, μελιζόμενο καὶ μὴ διαιρούμενο, ἐσθιόμενο καὶ μηδέποτε δαπανώμενο! Τί γίνεται μέσα στὸ Ἱερὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας!!.. Μερικὲς φορὲς δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω καὶ κάθομαι στὴν καρέκλα…..Τί φτερουγίσματα, παιδιά μου, οἱ Ἄγγελοι!»!
Εἶχε, βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὁ Γέροντας φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς, ἔβλεπε φωτόμορφους Ἀγγέλους καὶ εἶχε φθάσει σὲ θεωρίες οὐράνιες, συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ἁγίους μας καὶ ἰδίως μὲ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ, ὅπως ἐμεῖς συνομιλοῦμε μὲ τοὺς φίλους μας, καὶ εἶχε δεῖ πράγματα, «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 4).
romfea.gr