Είχε ξαφνιάσει το 2000 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, όταν ζήτησε απο τους πιστούς, αντί να τιμούν τον Άγιο Βαλεντίνο, να τιμήσουν τους αγίους Ακύλα και Πρίσκιλλα, που με τη ζωή και τα έργα τους έγιναν σύμβολα της πραγματικής αγάπης.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος πρότεινε στη νεολαία να τιμά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ζευγαριού που σε όλη τη ζωή του πορεύτηκε με βάση τον αλληλοσεβασμό και αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς και να απορρίψει την εμπορευματοποίηση που επέβαλαν πολυεθνικές αναδεικνύοντας τον Άγιο Βαλεντίνο ως τον άγιο του έρωτα.
Ο Ακύλας και η Πρίκσιλλα ηταν εβραϊκής καταγωγής και ζούσαν αρχικά στη Ρώμη, όπου κατασκεύαζαν ειδικά υφάσματα για σκηνές. Το 49 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) εξεδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη με την αιτιολογία ότι φιλονικούσαν για κάποιον «Χριστό». Το ζευγάρι των Εβραίων οι οποίοι είχαν δείξει οτι συμπαθούσαν τους Χριστιανούς εγκατέλειψαν τη Ρώμη και βρέθηκαν στην Κόρινθο συνεχίζοντας το επάγγελμα του σκηνοποιού. Το 51 μ.Χ. Έφτασε στην Κόρινθο ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος συναντήθηκε με το ζευγάρι, που επί 18 μήνες τον φιλοξενούσε στο σπίτι του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν οι πρώτοι που βαπτίστηκαν, ενώ ο απόστολος άρχισε να εργάζεται μαζί τους. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα εξελίχτηκαν σε σημαντικούς υποστηρικτές της νέας θρησκείας αλλά και του Απόστολου Παύλου στην Κόρινθο, ο οποίος μέσω αυτών γνωρίστηκε και κατήχησε τους Ιουδαίους της Πόλεως, δημιουργώντας μια από τις πιο ισχυρές εκκλησίες της εποχής εκείνης.
Οταν ο Απόστολος Παύλος αναχώρησε από την Κόρινθο, το ζευγάρι μετανάστευσε και αυτό, επιλέγοντας για επόμενο σταθμό της ζωής του την Έφεσο της Μ. Ασίας, η οποία ήταν κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και και χώρος όπου η ειδωλολατρία κυριαρχούσε, λόγω της λατρείας της Αρτέμιδος. Μυημένοι όπως ήταν στον Χριστιανισμό, αποφάσισαν να γίνουν κήρυκες της «νέας θρησκείας» όπως την διδάχτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Από μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 16,3) φαίνεται πως στην Έφεσο το ζευγάρι υπέφερε από τη μανία των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων.
Το 68 μ. Χ. ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα γύρισαν στη Ρώμη, όπου εντάχθηκαν στην Εκκλησία με σκοπό να την υπηρετήσουν. Δεν έπαυαν να κηρύττουν με θέρμη και ζήλο, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός των Ιουδαίων να πιστέψει στον Χριστό. Το πρωτοχριστιανικό κείμενο «Αποστολικαί Διαταγαί» αναφέρει πως ο Ακύλας χειροτονήθηκε από τον Παύλο επίσκοπος «των παροικιών της Ασίας», χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής πόλη. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στις επιστολές του με σεβασμό και αγάπη για τους δύο. Παρακαλεί, δε, τους Χριστιανούς της Ρώμης να χαιρετίσουν ιδιαιτέρως το ιερό ζευγάρι: «᾿Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ ᾿Ακύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἷς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν» (Ρωμ. 16,3-4).
Στην Καινή Διαθήκη οι αναφορές στο όνομά τους έχουν αποτελέσει θέμα έρευνας για τους θεολόγους, καθώς όσες φορές αναφέρεται πρώτο το όνομα του Ακύλα, άλλες τόσες αναφέρεται και της Πρίσκιλλας, γεγονός που οδήγησε αρκετούς θεολόγους να ισχυριστούν πως, παρόλο που η θέση της γυναίκας ήταν τότε υποδεέστερη, το αποστολικό τους έργο εθεωρείτο ισάξιο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα βρήκαν φρικτό θάνατο από τους διώκτες τους υπερασπιζόμενοι την πίστη τους και για τον λόγο αυτό κατατάχτηκαν στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αντίθετα για τους καθολικούς, η 14η Φεβρουαρίου είναι η μέρα των ερωτευμένων, ημερομηνία κατά την οποία τιμάται η μνήμη του Βαλεντίνου, ενός καθολικού ιερέα που μαρτύρησε για την πίστη του την ίδια ημερομηνία, το 270 μ.Χ., στους διωγμούς του αυτοκράτορα Κλαύδιου.
Ο Βαλεντίνος καταδικάστηκε σε θάνατο, λόγω του ότι τελούσε γάμους ανάμεσα σε ζευγάρια, διαδίδοντας και στερεώνοντας έτσι τη χριστιανική πίστη.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι όσο καιρό ο Βαλεντίνος ήταν στη φυλακή, αρνούμενος να αποκηρύξει την πίστη του, ερωτεύτηκε την τυφλή κόρη του δεσμοφύλακά του, στην οποία μάλιστα έστειλε κι ένα γράμμα με την υπογραφή: «Με αγάπη από τον Βαλεντίνο σου».
Η Καθολική Εκκλησία αναγνώρισε αργότερα τον Βαλεντίνο ως άγιο, που κατέστη προστάτης των ερωτευμένων.
Η γιορτή ορίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου, συμπίπτοντας σχεδόν (15 Φεβρουαρίου) και αντικαθιστώντας μια παγανιστική τελετή γονιμότητας, που διαρκούσε αιώνες, από την προ Χριστού εποχή κιόλας. Με το πέρασμα του χρόνου, η γιορτή πέρασε από την Ιταλία στην Ευρώπη και από τη Βρετανία στην Αμερική.
Ο Άγιος Βαλεντίνος, όπως είναι φυσικό, δεν μνημονεύεται πουθενά στο ορθόδοξο εορτολόγιο. Αλλά και η Καθολική Εκκλησία στην αναθεώρηση του γενικού εορτολογίου της το 1969 υποβίβασε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου σε τοπική εορτή, επειδή δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για τον βίο του, παρά μόνο ότι ετάφη στη Βία Φλαμίνια της Ρώμης στις 14 Φεβρουαρίου.
Ο Άγιος Βαλεντίνος στη χώρα μας άρχισε να τιμάται από τους ερωτευμένους προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με πρωτοβουλία των ανθοπωλών.
Οσα ακολούθησαν την ημέρα των ερωτευμένων (λουλούδια, δώρα, εκδηλώσεις κ.λπ.) ανάγκασαν πολλούς να αναζητήσουν αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι οποίοι με τη ζωή τους ανέδειξαν τις σχέσεις άνδρα-γυναίκας με σεβασμό στην ανθρώπινη φύση.
Ανεξάρτητα από την τιμή που πρέπει να αποδίδουμε στους αγίους προστάτες του έρωτα, είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια καταναλωτική έκρηξη, στην οποία έχουν επενδύσει έμποροι, βιοτέχνες, εστιατόρια και κυρίως τα ανθοπωλεία, γεγονός που είναι αντίθετο με τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Υάκινθος
Το 1994, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου, Γιάννης Χατζηφώτης, πρότεινε να καθιερωθεί ως ημέρα των ερωτευμένων η γιορτή του Αγίου Υακίνθου, που τιμάται στις 3 Ιουλίου.
Ο Άγιος Υάκινθος υπήρξε, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, θαλαμηπόλος του αυτοκράτορα Τραϊανού, ο οποίος του ζήτησε να απαρνηθεί τον Χριστό. Εκείνος αρνήθηκε και φυλακίστηκε 12 χιλιόμετρα νότια από τα Ανώγεια της Κρήτης, στην ορεινή περιοχή Φούρνοι, όπου του έδιναν φαγητά ποτισμένα με το αίμα ζώων που είχαν θυσιαστεί σε είδωλα.
Ο Άγιος αρνήθηκε το φαγητό επί σαράντα ημέρες και τελικά πέθανε από ασιτία το 98 μ.Χ., σε ηλικία 20 ετών. Οι φρουροί του βρήκαν στο κελί του αγγέλους που κρατούσαν λαμπάδες να τον στεφανώνουν. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός, κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση, έδωσε εντολή να πετάξουν το λείψανό του στα θηρία, αλλά το φύλασσαν άγγελοι και τα θηρία δεν το πείραξαν. Τελικά, το λείψανο ετάφη στην πατρίδα του, την Καισάρεια, από έναν συγκλητικό που του ξαναέδωσε το φως του.
Παράλληλα, το όνομα Υάκινθος είναι συνυφασμένο και με τα πανάρχαια ήθη. Προς τιμήν του γίνονταν κάθε χρόνο γιορτές στην Τύλισσο, στη Μεσσηνία και τη Σπάρτη. Γιόρταζαν τον θάνατο και την ανάστασή του, καθώς θεωρούνταν ένας προελληνικός θεός της βλάστησης και της γονιμότητας.
Η σύγχρονη λατρεία του Αγίου ξεκινά από τα Ανώγεια της Κρήτης, με τα Υακίνθεια, και εξαπλώνεται σιγά-σιγά σε όλη την Ελλάδα. Θεωρείται ο άγιος του έρωτα, των αγνών αισθημάτων, της δημιουργίας και της έμπνευσης. Ειδικότερα, όσοι προτιμούν να γιορτάζουν τον, κατά την κρητική παράδοση, Έλληνα άγιο της αγάπης επισκέπτονται τον ναό του Αγίου Υακίνθου, έναν λιτό, κυκλικό, πέτρινο κρητικό ναό που είναι κτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μ., στον Ψηλορείτη.
Πηγή: ikivotos.gr