Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στίς σελίδες 22-25 τοῦ 48ου τεύχους τοῦ ἠλεκτρονικοῦ (πλέον) περιοδικοῦ τοῦ Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nήσος Κως), ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐργατικότητα πού τόν διακρίνει ξεπερνᾶ πολλές δυσκολίες καί μέ τό φιλοπρόοδο πνεῦμα του χαράσσει νέους δρόμους στήν ἐνημέρωση.
Ἡ Κῶς εἶναι ἕνα νησί μέ πλούσια ἱστορία καί ζωντανή παράδοση καί ἀποτελεῖ ἕναν μικρό παράδεισο γιά τόν ἀρχαιολόγο καί ἰδιαίτερα τόν θεράποντα τοῦ κλάδου τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας.
Στό νησί ὑπάρχει πλῆθος μνημείων! Ὅπου καί νά σκάψεις θά βρεῖς κάτι ἐνδιαφέρον. Τό νησί γνώρισε μεγάλη ἀκμή κατά τήν ἑλληνιστική καί τή ρωμαϊκή περίοδο, ἀλλά καί κατά τήν παλαιοχριστιανική καί ἰδιαιτέρως ἀνάμεσα στούς δύο μεγάλους σεισμούς τοῦ 469 καί 556 μ.Χ., οἱ ὁποῖοι κατέστρεψαν τά περισσότερα παλαιοχριστιανικά μνημεῖα του. Ἀνάμεσα σέ αὐτά πρέπει νά ἀναφέρουμε δεκάδες βασιλικές, πολλά βαπτιστήρια, βοηθητικά κτήρια, πολυτελές ἐπισκοπεῖο κ.ἄ.
Παρόμοιες στιγμές μέ αὐτές πού ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας, ζήσαμε καί ἐμεῖς πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἐξαιτίας τοῦ καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ τῆς 21ης Ἰουλίου 2017, ὁ ὁποῖος προκάλεσε πολλά προβλήματα στό νησί, σέ σύγχρονα καί παλαιά κτίσματα, σέ μνημεῖα καί κατοικίες, στό λιμάνι καί σέ ἐπιχειρήσεις, στό Κάστρο τῆς Νεραντζιᾶς, σέ νεώτερους καί παλαιότερους ναούς.
Ἀπό τήν ἑπομένη τοῦ σεισμοῦ ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου, μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐπικεφαλής, ξεκίνησε τό ἐργῶδες καί δυσχερές ἔργο τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ζημιῶν στούς ἱερούς ναούς, ὥστε νά ἐπαναλειτουργήσουν τό συντομότερο δυνατό καί τά προβλήματα νά ἀντιμετωπιστοῦν κατά τόν ἀρτιότερο τρόπο. Αὐτή ἡ μεγάλη καί δυναμική προσπάθεια ἔστρεψε τή σκέψη μας σέ μία ἀναδρομή στήν ἐξέλιξη τῶν ναῶν στήν χριστιανική παράδοση.
Ὁ πρῶτος ναός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό δωμάτιο πού τελέστηκε τό Μυστικό Δεῖπνο, τό λεγόμενο ἀπό τούς Εὐαγγελιστές «ὑπερῶο» πού βρισκόταν στήν Ἰερουσαλήμ καί ἦταν τό ἐπίσημο δωμάτιο μιᾶς διώροφης κατοικίας κάποιου εὐκατάστατου μαθητή τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτόν τόν χῶρο ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές συγκεντρώθηκαν γιά νά τελέσουν τό Πασχαλινό Δεῖπνο καί ὁ Κύριος παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σέ αὐτό τό δωμάτιο ὁ Χριστός ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, ἀπό αὐτό τό δωμάτιο ξεκίνησε ὁ Ἰούδας γιά νά προδώσει τόν διδάσκαλό του καί ἀπό αὐτό βάδισαν ὁ Χριστός καί οἱ λοιποί μαθητές πρός τή Γεθσημανή ὅπου προσευχήθηκε πρός τόν Πατέρα Του.
Σέ αὐτό βρισκόταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές ὅταν πληροφορήθηκαν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί σέ αὐτό ἐμφανίστηκε πολλές φορές ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ἐπίσης, ἐκεῖ ἔγινε ἡ Ψηλάφιση τοῦ Θωμᾶ καί ἡ Πεντηκοστή.
Βέβαια, στήν Ἰερουσαλήμ ὑπῆρχε καί ὁ Ναός πού ἔκτισε γιά πρώτη φορά ὁ βασιλιάς Σολομών, ξαναέκτισε ὁ Ζοροβάβελ καί, τέλος, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἔκτισε γιά τρίτη φορά ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας. Σέ αὐτόν δίδασκε ὁ Χριστός καί συνέβησαν πολλά περιστατικά πού περιγράφονται στά εὐαγγέλια. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί πήγαιναν συχνά νά προσευχηθοῦν σέ αὐτόν, ἀλλά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό τελοῦσαν ἀρχικά στό «ὑπερῶο» καί ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ἄρχισαν νά πληθαίνουν οἱ πιστοί, καί σέ ἄλλα σπίτια μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν καί ἔδειχναν σεβασμό στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι σαφές ὅτι σέ αὐτόν πήγαιναν «ὁμοθυμαδόν», ὅλοι μαζί, ὡς μία ἑνιαία ὁμάδα πού διέφερε ἀπό τούς Ἰουδαίους εἶχε διαφορετική πίστη καί δέν συμμετεῖχε στήν καθιερωμένη ἰουδαϊκή λατρεία.
Σπίτια χρησιμοποιοῦνταν ὡς ναοί καί στίς πόλεις (π.χ. Δαμασκός, Ἰόππη, Ἀντιόχεια, Ἔφεσος, Ἀντιόχεια Πισιδίας, Πάφος καί Σαλαμίνα στήν Κύπρο, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ἀθήνα Κόρινθος, Ρώμη) στίς ὁποῖες σέ λίγα χρόνια ἐξαπλώθηκε ὁ χριστιανισμός.
Ἀπό τόν 2ο αἰῶνα καί ἔπειτα, ἰδιαίτερα στίς περιοχές τῆς Ἰταλίας, ὡς τόποι συγκέντρωσης τῶν πιστῶν καί τελέσεως τῶν μυστηρίων ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται οἱ κατακόμβες καί τά λεγόμενα «μαρτύρια», ὀκταγωνικά πολυτελῆ ταφικά μνημεῖα, πού βρίσκονταν κοντά στίς πόλεις καί στά ὁποῖα ἦταν ἐνταφιασμένοι μάρτυρες τῆς πίστεως.
Μέ κέντρο τόν τάφο τοῦ μάρτυρος ἀναπτύχθηκε σιγά σιγά τό ἐτήσιο πρόγραμμα τιμῆς καί μνήμης του μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἡμέρας τοῦ μαρτυρίου καί τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπάνω σέ αὐτόν, περίπου ὅπως σήμερα χρησιμοποιοῦμε τήν Ἁγία Τράπεζα.
Παράλληλα, καθώς μέχρι καί τόν 3ο αἰῶνα συνεχίζονταν οἱ διωγμοί, οἱ πιστοί συγκεντρώνονταν σέ μεγαλύτερα ἤ μικρότερα κτήρια, στίς πόλεις ἤ στήν ὕπαιθρο ἀκούγοντας τή διδαχή τῶν Ἀποστόλων καί ἀργότερα τῶν ποιμένων, διαβάζοντας κείμενα ἀπό τίς Γραφές, προσευχόμενοι καί δοξολογώντας τόν Θεό μέ ὕμνους καί, φυσικά, τελώντας τά μυστήρια.
Τό κεντρικό δωμάτιο αὐτῶν τῶν κατοικιῶν ἦταν εὐρύχωρο, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ ἰδιοκτῆτες ἦταν εὐκατάστατοι, εἶχε σχῆμα ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου καί ἀποτελεῖ, κατά κάποιον τρόπο τόν πρόγονο τοῦ ρυθμοῦ τῆς βασιλικῆς, πού κυριαρχεῖ κατά τήν παλαιοχριστιανική ἐποχή (4ος-7ος αἰ.).
Ἀπό τήν λήξη τῶν διωγμῶν καί ἔπειτα οἱ τόποι συγκεντρώσεως τῶν πιστῶν ἄρχισαν νά οἰκοδομοῦνται ἀποκλειστικά γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Διατηρήθηκε τό μακρόστενο σχῆμα (ἄν καί συναντᾶμε καί περίκεντρα κτήρια ὅπως τό Πάνθεο στή Ρώμη καί ἡ Ροτόντα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Θεσσαλονίκη), χωρίστηκαν σέ τρία κλίτη μέ κολῶνες καί στό ἀνατολικό τμῆμα τους διαμορφώθηκε σιγά σιγά αὐτό πού σήμερα καλοῦμε Ἱερό Βῆμα, δηλαδή ὁ χῶρος πού βρισκόταν ὁ κλῆρος.
Ἐπειδή ἐκείνη τήν ἐποχή πολλοί προσέρχονταν στόν χριστιανισμό σέ μεγάλη ἡλικία, δίπλα στόν ναό οἰκοδομοῦνταν τό Βαπτιστήριο, ἀπό τό ὁποῖο οἱ νεοφώτιστοι, κυρίως τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως καί τίς ἄλλες ἡμέρες πού πραγματοποιοῦνταν βαπτίσεις, μέ ἐπικεφαλής τόν ἐπίσκοπο, περνοῦσαν στόν κυρίως ναό γιά νά συμμετάσχουν γιά πρώτη φορά στή Θεία Εὐχαριστία.
Σιγά σιγά γύρω ἀπό τόν ναό ἄρχισαν νά προστίθενται καί ἄλλα βοηθητικά κτίσματα, ὅπως στόν Δυτικό Ἀρχαιολογικό χῶρο τῆς πόλεως τῆς Κῶ πού σέ μία ἔκταση 150 ἐπί 50 μέτρων, περίπου, συναντᾶμε πολυτελές Ἐπισκοπεῖο, Βαπτιστήριο, δύο μεγάλες βασιλικές μέ ἀξιόλογα ψηφιδωτά καί χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας τῶν πιστῶν (οἱ φωτογραφίες πού ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπό ἐκεῖ).
Πολλές βασιλικές σέ ὅλη τή Μεσόγειο ἀποτελοῦν ὁλόκληρα οἰκοδομικά συγκροτήματα καθώς ἐκτός από τόν ναό καί το Βαπτιστήριο περιλαμβάνουν αἴθριο, στοές, φιάλη καί βοηθητικούς χώρους.
Ὁ ρυθμός τῆς βασιλικῆς, πού εἶναι σέ χρήση μέχρι σήμερα, σύντομα πλουτίστηκε μέ περισσότερα στοιχεῖα, ὅπως τροῦλο, γυναικωνίτη, νάρθηκα, ἐνῶ τό Ἱερό Βῆμα αὐτονομήθηκε ἀποτελώντας ξεχωριστό τμῆμα, τό ὁποῖο ἀρχικά ὁριοθετοῦνταν μέ χαμηλό κιγκλίδωμα ἤ θωράκια καί ἀργότερα μέ τό γνωστό μας εἰκονοστάσι (τέμπλο), τό ὁποῖο ἔχει μερικά μέτρα ὕψος καί ξεχωρίζει πλήρως τόν κυρίως ναό ἀπό τό Ἱερό.
Σκιαγραφώντας, μέ κάθε συντομία, τά πρῶτα βήματα τῆς ἐξελίξεως τῆς ναοδομίας διαπιστώνουμε ἀφ᾿ ἑνός πόσο σημαντικό θεωρήθηκε ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπάρχει ἰδιαίτερος χῶρος γιά νά τελοῦνται τά μυστήρια καί νά γίνεται ἡ κοινή προσευχή καί ἀφ᾿ ἑτέρου πόσο ἁπλή, ἀνάλογη μέ τίς δυνατότητες καί τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἦταν αὐτή ἡ ἐξέλιξη.
Ἡ Ἐκκλησία, πάντοτε πρακτική, ἀξιοποιεῖ τήν ὕλη, τήν παράδοση κάθε τόπου, τά ὑλικά πού ὑπάρχουν, τίς καλλιτεχνικές τάσεις καί τήν οἰκοδομική ἐμπειρία γιά ὅ,τι χρειάζεται γιά τή λατρεία.
Ἡ διαμόρφωση τῶν χώρων τοῦ ναοῦ βασίζεται στίς ὑπάρχουσες ἀνάγκες: π.χ. ὁ τριμερής χωρισμός τοῦ ναοῦ (νάρθηκας – κυρίως ναός – ἱερό) προέκυψε ἀπό τό σχῆμα κατηχούμενοι – πιστοί – ἱερεῖς. Ἡ προσθήκη κτισμάτων ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς λατρείας: π.χ. στό σκευοφυλάκιο φυλάσσονταν τά σκεύη, στό διακονικό τά ἄμφια. Τό Βαπτιστήριο ἔπρεπε νά εἶναι δίπλα στόν ναό διότι ἀμέσως μετά τή βάπτιση οἱ νεόφυτοι συμμετεῖχαν στή Θεία Εὐχαριστία. Ἡ φιάλη κάλυπτε τίς ἀνάγκες σέ νερό καί ἐξασφάλιζε τήν καθαριότητα, στόν χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας μποροῦσαν νά μείνουν γιά λίγο οἱ πιστοί πού ἔφθαναν ἀπό μακριά, στό αἴθριο καί στίς στοές μποροῦσαν νά συγκεντρωθοῦν, νά συζητήσουν, νά μελετήσουν, φύλασσαν διάφορα ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ, ἀρχεῖα, βιβλία κ.λπ.
Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ μορφή τῶν ναῶν ἄρχισε νά παγιώνεται καί νά τυποποιεῖται σέ διάφορους ρυθμούς, ἡ λατρεία κατεγράφη καί ἔλαβε μία συγκεκριμένη μορφή καί τά τελούμενα στόν ναό, γιά ποιμαντικούς καί διδακτικούς κυρίως λόγους ἔλαβαν διάφορους ἐνδιαφέροντες συμβολισμούς, οἱ ὁποῖοι, σέ περιόδους πού τά βιβλία ἦταν σπάνια καί οἱ ἐγγράμματοι ἐλάχιστοι, βοηθοῦσαν τούς πιστούς νά κατανοοῦν πολλά ἀπό αὐτά πού τελοῦνταν στή λατρεία καί νά συμμετέχουν σέ αὐτή.
Ἡ Ἐκκλησία ζώντας στόν κόσμο, ἀλλά χωρίς νά περιορίζει τήν ὑπαρξή της στήν κτίση, φροντίζει, χωρίς νά ἐγκλωβίζεται ἀπό τήν ὕλη καί τά δεδομένα της, νά ἀξιοποιεῖ κάθε δυνατότητα ὥστε οἱ πιστοί κάθε ἐποχῆς νά λατρεύουν καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό πού μέ τή σάρκωση ἔλαβε καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί μέ τά μυστήρια νά ἀνακαινίζεται ἡ Δημιουργία.