Στο Λαγούδι βρέθηκε ο Μητροπολίτης κ.κ. Ναθαναήλ, όπου χοροστάτησε στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, με τον εφημέριο παπά Κυριάκο Παρασκευαδάκη. Με την ευκαιρία της γιορτής της Γεννήσεως της Παναγία μας, ο Μητροπολίτης, τίμησε την Εκκλησία του Λαγουδιού, που γιόρτασε στις 8 Σεπτεμβρίου.Ανηφορίζω το πλακόστρωτο που θα με οδηγήσει στην Εκκλησιά της Παναγιάς.
Την πρωινή ησυχία, διακόπτει ο γλυκός ήχος της καμπάνας, από το πέτρινο καμπαναριό.
Αντικρίζω την επιβλητική Βυζαντινή Εκκλησία, καθισμένη στο ύψωμα εδώ και 100 χρόνια.
Το θαύμα αυτό της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, χτίσθηκε στο 1913 και αφιερώθηκε στην Γέννηση της Παναγίας.
Όσο διαρκεί η Θεια Λειτουργία, οι προσκυνητές ακουμπούν μαζί με τα αναμμένα κεριά, τις προσευχές και τις παρακλήσεις τους, στην Μητέρα του Κυρίου την Παναγία.
Η Εκκλησία τελειώνει και ο επί 38 χρόνια, άοκνος υπηρέτης του Ιερού Ναού, εφημέριος παπά Κυριάκος Παρασκευαδάκης, μαζί με την Ενοριακή Αδελφότητα, προσφέρουν νόστιμο πρωινό και καφέ, στο Δεσπότη και σε όλους τους προσκυνητές.
Κάτω από το πλατύφυλλο δένδρο, έξω στην πλακόστρωτη αυλή της Εκκλησιάς, πρωταγωνιστούν οι πράσινες τσακιστές ελιές, από τους απέραντους ελαιώνες του Ασφενδιού, το κόκκινο τυρί της πόσσας ή το κρασσοτύρι, η παραδοσιακή μαγειριά και το ολόφρεσκο χοντρό ή άκουνο σταφύλι.
Αποφασίζω για πολλοστή φορά να σεργιανίσω, στα πέτρινα σοκάκια του χωριού Λαγούδι.
Παντού ανθισμένες αυλές, παντού ευωδιές, λες και το χωριό αυτό φτιάχτηκε με βασιλικό και δυόσμο. Πολύχρωμα γεράνια ή τσαρδέλλες και γιασεμιά, που σκαρφαλώνουν στους πετρόχτιστους τοίχους και φιλοξενούν μυριάδες εργατικές μέλισσες και αεικίνητες πεταλούδες. Γύρω μου χαρούμενα κοτόπουλα, κακαρίζουν, συντροφιά με τα πρωινά ωδικά πουλιά, που κρυμμένα στις φυλλωσιές της μουριάς και της ροδακινιάς, υμνούν τον Δημιουργό τους.
Κάτω από την σκιά του πανύψηλου βουνού Δίκαιος, βρίσκονται τα χαμηλόκτιστα σπίτια του χωριού. Τα περισσότερα ανακαινισμένα, διηγούνται τον παραδοσιακό φιλόξενο τρόπο της ζωής των χωρικών. Αλλά και μερικά ερειπωμένα, περιμένουν με παράπονο τους ξενιτεμένους να επιστρέψουν και να τα φροντίσουν. Αυτούς που άρπαξε η λαίλαπα της μεταπολεμικής μετανάστευσης, την δεκαετία του 50 και 60.
Περιπλανιέμαι για λίγο ακόμα στις όμορφες και ζεστές γειτονίες του χωριού Λαγούδι.
Εκεί που οι ατέλειωτες αποσπερίδες, γίνονταν κάτω από την πυκνόφυλλη κληματαριά και οι καλοκάγαθοι χωρικοί, αντάλλασσαν ειδησούλες για το μαξούλι τους, δηλαδη τη σοδειά τους, ενώ παράλληλα ψιθύριζαν και μερικά κουτσομπολιά. Αντικρίζω κλειστό τον κυρίως ανδρικό καφενέ του μπάρμπα Γιάννη του Κιάρη.
Πόσα κρυμμένα οικογενειακά και επαγγελματικά μυστικά, πόσες συζητήσεις και πόση ντόπια ιστορία, κλείνουν μέσα τους οι ξεθωριασμένοι τοίχοι αυτού του παλιού παραδοσιακού καφενείου.
Στέκομαι σε ένα ύψωμα, όπου η γενναιόδωρη φύση με αποζημιώνει και μου προσφέρει στο πιάτο την συναρπαστική, ατέλειωτη θέα. Η θάλασσα αγκαλιάζει στοργικά το νησί, και η πυκνοκατοικημένη πόλη, ξεχωρίζει ανάμεσα στο πράσινο.
Αποχαιρετώ το φιλόξενο Λαγούδι, με τους εκατό περίπου μόνιμους κατοίκους και κατεβαίνω για την πόλη. Όσο οδηγώ, η ματιά μου χορταίνει από ατέλειωτους ασημόχρωμους, ελαιώνες, και καταπράσινους αμπελώνες.
Στην διαδρομή, με ξεκουράζει η μοναδική ομορφιά του τοπίου, που συνδυάζει αρμονικά, βουνό, κάμπο και καταγάλανη θάλασσα.
Αυτά είναι τα πανέμορφα νησιά μας, με τα όμορφα χωριά μας, γιατί η ομορφιά κρύβεται στην απλότητα και η ανθρωπιά στην φιλοξενία και από αυτά διαθέτει το χωριό Λαγούδι στον μέγιστο βαθμό.