Κύριε διευθυντά
Με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν στο ξακουστό Παρίσι, αλλά κυρίως με αφορμή μια-δυο εξαίρετες επιστολές που εδημοσίευσε η «Κ» σχετικές με το εν λόγω θέμα, στέλλω αυτό το σημείωμα. Οι ανωτέρω επιστολές περιέγραφαν με πληρότητα και παραστατικότητα τον θεσμό των τότε Ολυμπιακών Αγώνων. Μόνον η ανθρώπινη παρουσία εξέλιπεν. Αυτό ακριβώς το ζωντανό σκηνικό μας διασώζει ο πολύς Πλούταρχος στα αποφθέγματά του. Σε αντίθεση με τον σημερινό τρόπο αναβίωσης των Ολυμπιακών που περιορίζεται μόνο στην ανταγωνιστικότητα των μελών του ανθρωπίνου σώματος, ο Πλούταρχος μας ανεβάζει και στο ήθος των παρευρισκομένων θεατών αναφερόμενος στο σέβας προς το γήρας με το στιγμιότυπο που μας διασώζει. Το παραθέτω: Πρεσβύτης εν Ολυμπία συντελουμένου του αγώνος προθυμούμενος θεάσασθαι, καθέδρας ηπόρει. Πολλούς δ’ επιπορευόμενος τόπους, υβρίζετο και εσκώπτετο, μηδενός αυτόν παραδεχομένου. Ως δε κατά τους Λακεδαιμονίους ήκεν, ανέστησαν πάντες οι παίδες και πολλοί των ανδρών, του τόπου εκχωρούντες. Των δε Πανελλήνων επισημειωσαμένων κρότω το ήθος και υπερεπαινούντων, ο πρεσβύτης κινήσας πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον, και δακρύσας, οίμοι των κακών, φησίν, ως άπαντες μεν οι Ελληνες επίστανται τα καλά, χρώνται δ’ αυτοίς μόνοι Λακεδαιμόνιοι*.
Δεν θα το μεταγράψω στη νέα ελληνική, γιατί δεν μπορώ να παραβιάσω την επαγγελματική μου συνείδηση. Πιστεύω απόλυτα πως η γνώση της ελληνικής γλώσσας από τις απαρχές της όπως εμφανίζεται στις Μυκηναϊκές πινακίδες με τη λεγόμενη Γραμμική Γραφή Β΄ μέχρι σήμερα, αν για τους ξένους θεωρείται μεγίστη τιμή, για μας τους Έλληνες αποτελεί παμμέγιστο χρέος.
*