Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα – Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο

0
54

Οι σταθεροί από την περασμένη δεκαετία: Ραχμί Κοτς και ο Μουσταφά Κιουτσούκ – Και οι νέοι: Ο Τουργκάι Τζινέρ, που μετέφερε στη Γλυφάδα την έδρα της μεγαλύτερης ναυτιλιακής της Τουρκίας, ο Τζεμ Χάκο της Vakko, με την επένδυση στο Κολωνάκι, ο Ινάν και η Ιπέκ Κιράτς που μετείχαν στην προμήθεια 200 νέων λεωφορείων φυσικού αερίου

Παρότι ο σκληρός γεωπολιτικός ανταγωνισμός Ελλάδας και Τουρκίας συνεχίζεται σχεδόν αδιάκοπα, άλλοτε με εξάρσεις, άλλοτε με υφέσεις, το ίδιο αδιαμφισβήτητο είναι ότι η οικονομική, εμπορική και επιχειρηματική συνεργασία των δυο γειτόνων διανύουν μία από τις θερμότερες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών.

Πράγματι, για δύο χώρες που είναι «καταδικασμένες» να πορεύονται μέσα από αυτή τη διαρκή και ενίοτε θυελλώδη σχέση αντιπαλότητας, με την υπόθεση της περίφημης ελληνοτουρκικής προσέγγισης να περνάει από Συμπληγάδες, είναι παρήγορο το ότι ο ρόλος της οικονομίας στον «κατευνασμό των παθών» ακόμα και ανάμεσα σε προαιώνιους εχθρούς παραμένει ενεργός και γίνεται ολοένα πιο ουσιαστικός.

Και δεν είναι μόνο το ότι οι άμεσες τουρκικές επενδύσεις έφτασαν το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, στα επίπεδα των 548 εκατ. ευρώ, από σχεδόν μηδενικές το 2015.

Ένας αστερίσκος άλλωστε εδώ περιλαμβάνει ότι ένας πυλώνας αυτών των επενδύσεων είναι η αγορά ακινήτων, όπου αφενός το πραγματικό αναπτυξιακό τους αποτύπωμα αμφισβητείται, ενώ έχουν εγερθεί και σοβαρές ανησυχίες για την πραγματική προέλευση και στόχευση του κύματος αγορών ακινήτων στη Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από Τούρκους πολίτες και εταιρείες.

Είναι κυρίως το γεγονός ότι εμβληματικοί τουρκικοί όμιλοι, στους οποίους ηγούνται ορισμένοι από τους πλέον επιφανείς Τούρκους επιχειρηματίες, αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες στον προορισμό «Ελλάδα» και μόλις τις βρίσκουν, αμέσως τις αξιοποιούν, δίνοντας το σήμα και σε συναδέλφους τους.

Μόνο αυτή την περίοδο ξεχωρίζουν δύο νέες σημαντικές τουρκικές επιχειρηματικές αφίξεις στην ελληνική αγορά, αυτές της Ciner Shipping, ενός γίγαντα της τουρκικής ναυτιλίας, που ανήκει στον Τουργκάι Τζινέρ, και της Vakko, κορυφαίας εταιρείας στον χώρο των luxury προϊόντων ένδυσης, καλλυντικών και αξεσουάρ, ιδιοκτησίας του Τζεμ Χάκο.

Το σύνθημα είχαν δώσει από την περασμένη δεκαετία, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, οι όμιλοι Koç και Dogus, που ανήκουν σε δύο από τις πλουσιότερες οικογένειες της Τουρκίας, των Κοτς και Σαχένκ. Τις ακολούθησε, το 2018, η αλυσίδα λιανικής LC Waikiki, ενός ακόμα δισεκατομμυριούχου, του Μουσταφά Κιουτσούκ. Πιο πρόσφατα, η Karsan, του μεγιστάνα Ινάν Κιράτς και της κόρης του Ιπέκ, μεγαλομέτοχος στην εταιρεία από την οποία η ΟΣΥ προμηθεύτηκε 200 νέα λεωφορεία για τις συγκοινωνιακές ανάγκες της πρωτεύουσας.

Και όλοι αυτοί με τις κινήσεις τους δίνουν ανάλογα ενθαρρυντικά για την Ελλάδα επενδυτικά μηνύματα σε συναδέλφους τους ανάλογου βεληνεκούς, όπως ο όμιλος Polat Holding του μεγιστάνα Αντνάν Πολάτ, πρώην ιδιοκτήτη της Γαλατάσαραϊ, που ενδιαφέρεται να επενδύσει στις ΑΠΕ στη χώρα μας είτε και σε μικρότερους «παίκτες» σε διάφορους κλάδους.

Ενώ υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι που κινούνται προσώρας άκρως ανταγωνιστικά, όπως ο όμιλος Kazanci του Τζεμίλ Καζαντζί, που διεκδικεί σωρηδόν μεγάλα ενεργειακά projects στην περιοχή και νομοτελειακά θα έρθει σε σύγκρουση με αντίστοιχες ελληνικές εταιρείες.

Τουργκάι Τζινέρ

Ο πλανώδιος πωλητής που έχτισε μια αυτοκρατορία

Στις νέες εισόδους Τούρκων δισεκατομμυριούχων-επενδυτών στην Ελλάδα ο Τουργκάι Τζινέρ ασφαλώς ξεχωρίζει. Πρόκειται για τον ορισμό του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Ξεκίνησε σερβίροντας τσάι ως πλανόδιος πωλητής για να εξελιχθεί σε μεγιστάνα, επικεφαλής του κολοσσού Ciner Holdings, του οποίου τα «πλοκάμια» απλώνονται σε σειρά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με 10.000 εργαζομένους. Κορυφαίος σήμερα εφοπλιστής της γείτονος, με εκτιμώμενη προσωπική περιουσία στα 1,3 δισ. δολάρια.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Τουργκάι Τζινέρ: Ναυτιλία
Η ναυτιλιακή εταιρεία του Ciner Shipping μεταφέρει την έδρα της στη Γλυφάδα. Με διευθύνοντα σύμβουλο τον Βασίλειο Παπακαλοδούκα, που για μια 15ετία εργαζόταν στην έδρα της στην Κωνσταντινούπολη.

Η Ciner Shipping διαχειρίζεται έναν σύγχρονο στόλο 24 πλοίων με συνολική χωρητικότητα νεκρού βάρους (DWT) περίπου 2 εκατομμυρίων μετρικών τόνων, που την καθιστά τη μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία της Τουρκίας σε μεταφορική ικανότητα, ολική και καθαρή χωρητικότητα. Πρόκειται για 20 πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου, συνολικής χωρητικότητας 1,4 εκατομμυρίων τόνων και 4 δεξαμενόπλοια αργού πετρελαίου Suezmax, 635.000 τόνων. Επιπλέον, η εταιρεία υλοποιεί ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα νεότευκτων, με 28 bulkers σε κινεζικά ναυπηγεία.

Κορυφαίες εταιρείες μισθώνουν πλοία της Ciner. Οπως η αμερικανική Cargill, ο γερμανικός ενεργειακός κολοσσός της RWE, η ελβετική SwissMarine κ.ά. Τα δεξαμενόπλοιά της εξυπηρετούν τις σπουδαιότερες πετρελαϊκές, ανάμεσά τους BP, Chevron, Shell, ExxonMobil, Repsol, Total κ.ά.

Και γιατί η μεταφορά της έδρας; Για να αξιοποιήσει η εταιρεία το άφθονο ανθρώπινο δυναμικό και τα περιφερειακά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως δήλωσε ο κ. Παπακαλοδούκας στο TradeWinds. Και φαίνεται ότι ο τουρκικός όμιλος σχεδιάζει και περαιτέρω επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς τον περασμένο Οκτώβριο ίδρυσε στον Πειραιά την Ciner Properties Α.Ε., με αντικείμενο, πέραν της ναυτιλίας, τις κατασκευές και την αγορά ακινήτων.

Ο 69χρονος Τζινέρ μεγαλούργησε επιχειρηματικά, αξιοποιώντας στο έπακρο κάθε ευκαιρία που βρήκε μπροστά του. Ξεκίνησε το 1978, εισάγοντας από τη Γερμανία αυτοκίνητα και ανταλλακτικά της Μερσέντες, για να φτάσει σήμερα να ηγείται ενός κολοσσού με δραστηριότητες σε βιομηχανία, ενέργεια, εξόρυξη και ναυτιλία.

Η Kew Soda Ltd, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος παραγωγός φυσικής ανθρακικής σόδας. Ενώ η Ciner Glass από τους σημαντικότερους παραγωγούς γυαλιού. Από το 1990, η Ciner εισήλθε στην εξόρυξη χαλκού και αργότερα απέκτησε χαρτοφυλάκιο σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο. Κατείχε δύο τηλεοπτικά κανάλια, τα Habertürk TV και Show TV, όπως και τα δικαιώματα μετάδοσης του Bloomberg. Τα πούλησε τον Δεκέμβριο στον όμιλο Can Holding. Ο Τζινέρ είναι ιδιοκτήτης και του ποδοσφαιρικού συλλόγου Κασίμπασα, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Η σύζυγός του Ντιντέμ Τζινέρ ασχολείται ενεργά με τις δραστηριότητες εταιρειών του ομίλου ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των Kew Soda Ltd και Ciner Glass.

Τζεμ Χάκο

Business στα Βαλκάνια από τον μεγάλο ανταγωνιστή

Πέρυσι, τέτοια εποχή, πολλοί μιλούσαν για ναυάγιο της mega-επένδυσης που είχε προαναγγείλει ότι θα πραγματοποιήσει στην Αθήνα ο Τζεμ Χάκο, ιδιοκτήτης του ομίλου Vakko, που φιλοδοξεί να αποτελέσει την τουρκική απάντηση στα μεγάλα ευρωπαϊκά ονόματα ως ένας κορυφαίος οίκος μόδας και luxury προϊόντων, ιδίως στον τομέα των πολυτελών ενδυμάτων, καλλυντικών και αξεσουάρ.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Τζεμ Χάκο: Μόδα – Luxury Προϊόντα

Τα σχέδια του 69χρονου Βιτάλι Χάκο, ιδρυτή της εταιρείας και στυλοβάτη της μέχρι τον θάνατό του, το 2007, προχωρούσαν κανονικά. Και μετά από 3 χρόνια προετοιμασίας, το πρώτο κατάστημα της Vakko στην Αθήνα, που σηματοδοτεί και το πρώτο βήμα στην προσπάθεια επέκτασής της στις ευρωπαϊκές αγορές είναι γεγονός. Ανοιξε πριν από λίγες ημέρες τις πόρτες του στο Κολωνάκι, στο σπίτι που κάποτε ανήκε στην κορυφαία ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη. Εκτείνεται σε πέντε επίπεδα, ακολουθώντας τα πρότυπα των μεγάλων καταστημάτων των ευρωπαϊκών οίκων. Η επιτυχία του θα κρίνει και τους ρυθμούς με τους οποίους η εταιρεία, με σύμβουλο τον Λάκη Γαβαλά, θα προχωρήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου.

Η Vakko είναι δημιούργημα του πατέρα του Τζεμ, Βιτάλι Χάκο. Ξεκίνησε το 1934 ως ένα μικρό κατάστημα πιλοποιίας με την επωνυμία Sen Sapka (χαρούμενα καπέλα). Στη συνέχεια υιοθέτησε το όνομα Vakko και ξεκίνησε να παράγει μαντίλια από τουρκικό μετάξι. Σταδιακά επεκτάθηκε στα μαντίλια, στα φουλάρια, στα κασκόλ και τα υφάσματα.

Το πρώτο κατάστημα Vakko άνοιξε το 1962 στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Οκταώροφο, εξοπλισμένο με καφέ και γκαλερί, το μεγαλύτερο του είδους του στην Τουρκία τότε. Ακολούθησαν δύο παρόμοια σε Αγκυρα και Σμύρνη και περαιτέρω επέκταση στην υπόλοιπη χώρα. Το 1969 η Vakko έχτισε το δικό της εργοστάσιο, με εργαστήρια εκτύπωσης μεταξιού, καθώς και εγκαταστάσεις για την παραγωγή γυναικείων και ανδρικών έτοιμων ενδυμάτων και υποδημάτων. Ηταν ο πρώτος οίκος μόδας στην Τουρκία με τα αρώματα που είχαν την υπογραφή του. Σήμερα εξειδικεύεται σε high-fashion luxury προϊόντα. Μεταξύ άλλων, έχει σχεδιάσει τις στολές των αεροσυνοδών της Turkish Airlines και της Εθνικής ποδοσφαίρου της Τουρκίας.

Ακόμη διαθέτει δύο πολυτελή ξενοδοχεία στην Κωνσταντινούπολη, μέσω της Vakko Hotels & Residences. To «Nişantaşı Istanbul» εγκαινιάστηκε στις αρχές του 2023, στην πολιτιστική και εμπορική καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Ενώ σε ένα ακίνητο-ορόσημο στην παραλιακή περιοχή στη γειτονιά Çengelköy στην ασιατική πλευρά, άνοιξε το «Vakko Hotel & Residence Sumahan Bosphorus».

Σύμφωνα με το ΓΕΜΗ, η ελληνική θυγατρική της Vakko δραστηριοποιείται στην αγοραπωλησία ιδιόκτητων ακινήτων και την ενοικίαση ακινήτων μη προοριζομένων για κατοικία. Ακόμη στην εισαγωγή, εξαγωγή και εμπορία κάθε είδους ένδυσης, υπόδησης, δερμάτινων ειδών, τσαντών και στολισμού, αρωμάτων, καλλυντικών, ειδών καλλωπισμού και προσωπικής φροντίδας, ρολογιών και κοσμημάτων, νημάτων, υφασμάτων, επίπλων και ειδών οικιακού εξοπλισμού.

Ο Χάκο σπούδασε στο Παρίσι και στο Πανεπιστήμιο του Φρίμπουργκ στην Ελβετία. Εγραψε το βιβλίο με τίτλο «The Fashion Concept», όπου ανέλυσε την εμφάνιση και τις φάσεις ανάπτυξης της μόδας, καθώς και τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που την επηρεάζουν.

Ανέλαβε επικεφαλής του ομίλου το 2004, τριπλασιάζοντας τα έσοδα και τον αριθμό των εμπορικών σημάτων του. Η εταιρεία μετεγκαταστάθηκε στο Vakko Fashion Center. Ιδρυσε τη βιβλιοθήκη Vitali Hakko Creative Industries Library στο Atatürk Cultural Center στην Κωνσταντινούπολη, με 12.000 βιβλία σε τομείς όπως η μόδα, η αρχιτεκτονική, η φωτογραφία, ζωγραφική κ.λπ.

Ο Χάκο συνέβαλε, επίσης, στη δημιουργία της πίστας και των συνοδών εγκαταστάσεων που φιλοξενούν το Γκραν Πρι της Formula 1 στην Κωνσταντινούπολη. Λάτρης της μουσικής, δημιούργησε την Power Group, που συμπεριλαμβάνει τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς -τον πρώτο μάλιστα ιδιωτικό- ψυχαγωγικού περιεχομένου. Δεν αγαπάει απλά την Αθήνα, τη χαρακτηρίζει «δεύτερο σπίτι» του και την επισκέπτεται συχνά. Θεωρεί την ελληνική πρωτεύουσα μια πόλη-μείγμα μοντερνισμού και παραδοσιακής τέχνης, που ευθυγραμμίζεται με την αντίληψη της αυθεντικότητας της Vakko.

Ραχμί Κοτς

Με περιουσία 2,8 δισ. δολάρια και 130.000 εργαζομένους

Ο όμιλος Koç, υπό τον αειθαλή Μουσταφά Ραχμί Κοτς, ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2010 και έριξε άγκυρα. Μεταξύ άλλων, απέκτησε την Avis Greece στα τέλη του 2017 αντί 318,1 εκατ. ευρώ (80,6 εκατ. ευρώ μετρητά, τα υπόλοιπα δανειακές υποχρεώσεις της), εταιρεία με ηγετική θέση στον κλάδο και στόλο μεγαλύτερο των 60.000 οχημάτων.

Τα κέρδη του έκτοτε είναι εντυπωσιακά. Ο συνολικός κύκλος εργασιών της εταιρείας εκτοξεύτηκε τo 2023 στα 308,3 εκατ. ευρώ έναντι 234,9 εκατ. το 2022 (+31,2%) με κέρδη προ φόρων 37,2 εκατ. έναντι 35,4 εκατ. (+5,7%) αντιστοίχως.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Ραχμί Κοτς: Διυλιστήρια – Αυτοκίνητα – Τουρισμός – Ναυτιλία

Πρόκειται για μία από τις ισχυρότερες οικογένειες της Τουρκίας. Η περιουσία του 94χρονου πατριάρχη της δυναστείας αποτιμάται στα 2,8 δισ. δολάρια, που τον φέρνουν στο Νο 1305 της λίστας «Forbes». Η δε συνολική περιουσία της οικογένειας ξεπερνάει τα 6 δισ. δολάρια. Ο όμιλος Koç Holdings έχει πάνω από 130.000 εργαζομένους και πάνω από 100 εταιρείες (διυλιστήρια, την αυτοκινητοβιομηχανία Tofas, άλλες σε λιανεμπόριο, τουρισμό, ναυτιλία κ.ά.) κάτω από την ομπρέλα του, ενώ κατέχει την τέταρτη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Τουρκίας.

Στην ιδιοκτησία του και η μαρίνα Μυτιλήνης, μέσω της Setur Marinas (σε κοινοπραξία με την FF Group), εταιρεία που ελέγχει 11 μαρίνες στην Τουρκία. Ο Κοτς έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τη Λέσβο, έχοντας και ιδιωτική κατοικία. Αναπαλαίωσε επίσης ένα παλιό ελαιοτριβείο, που το μετέτρεψε σε χώρο πολιτισμού. Επί της θητείας του ως πρόεδρος του Ελληνοτουρκικού Επιμελητηρίου, οι οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο κρατών τριπλασιάστηκαν, φτάνοντας στα 900 εκατ. δολάρια. Το 2003 άφησε το τιμόνι της Koç Holdings στον μεγαλύτερο γιο του Μουσταφά, ο οποίος όμως απεβίωσε μόλις 56 ετών, από καρδιακό επεισόδιο, το 2016. Τότε ανέλαβε την ηγεσία ο αδερφός του Ομέρ.

Ο ίδιος παραμένει, πάντως, επίτιμος πρόεδρος του ομίλου.

Το παιδικό του όνειρο ήταν να γυρίσει ταξιδεύοντας όλο τον κόσμο. Το 2006, συμπλήρωσε δύο χρόνια ενός τέτοιου συνεχούς ταξιδιού με το ιστιοφόρο του «Nazenin IV». Ζει σε μια παραθαλάσσια έπαυλη στον Βόσπορο, που πήρε το όνομά της από τον Πολωνό κόμη Λέον Οστρορόγκ, ειδικευμένο στο Ισλαμικό Δίκαιο.

Φερίτ Σαχένκ

Αποχώρησε λόγω οικονομικών προβλημάτων

Η οικογένεια Σαχένκ, ιδιοκτήτρια της Dogus, ήρθε σχεδόν παράλληλα με τον Κοτς στην Ελλάδα, πραγματοποίησε μεγάλες επενδύσεις, αλλά τελικά απήλθε. Ο όμιλος, υπό την ηγεσία του επίσης δισεκατομμυριούχου Φερίτ Σαχένκ, είχε παρουσία στον κατασκευαστικό κλάδο, τουριστικά projects και μαρίνες στη χώρα μας, κατέχοντας το μισό «Hilton», τον μισό «Αστέρα» και τις μαρίνες Βουλιαγμένης, Φλοίσβου, Γουβιών Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζέας. Σήμερα, όμως, έχει μειώσει στο ελάχιστο το ελληνικό επενδυτικό του αποτύπωμα μόλις σε μία εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, ισχνής λειτουργίας.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Ο όμιλος Dogus του Φερίτ Σαχένκ πραγματοποίησε μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα, όμως αποχώρησε κάτω υπό την πίεση μεγάλων οικονομικών προβλημάτων

Δεν της έφταιγε η Ελλάδα γι’ αυτό. Η αυτοκρατορία της Dogus άρχισε να κλυδωνίζεται από το 2017-18, όταν βγήκαν στην επιφάνεια πολύ υψηλές και τελικά δυσβάστακτες δανειακές υποχρεώσεις, που εκτινάχτηκαν τότε στα 5,1 δισ. δολάρια. Για να τις εξυπηρετήσει, προχώρησε σε μια δύσκολη συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους της με τις δανείστριες τράπεζες, η υλοποίηση της οποίας ανάγκασε τον Σαχένκ να επιδοθεί σε αθρόες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. Αποεπενδύοντας πρωτίστως από ιδιοκτησίες και συμμετοχές της στο εξωτερικό, όπως πολυτελή ξενοδοχεία και τουριστικά συγκροτήματα και εγκαταστάσεις σε Ελλάδα («Astir Palace», «Athens Hilton», μαρίνες) και Ιταλία («Capri Palace», «Aldrovandi Villa Borghese»). Ενώ πούλησε στην ισπανική BBVA το μερίδιό του στην τράπεζα Garanti Bank αντί 5 δισ. δολαρίων.

Η Dogus συνεχίζει απτόητη πάντως, έχοντας μετατοπίσει τις επενδύσεις της σε ξενοδοχεία, μαρίνες και εστιατόρια εντός Τουρκίας. Αλλά και τα προβλήματα συνεχίζονται. Πρόσφατα, λόγω χρέους 1,02 δισ. ευρώ, κινδύνευσε να χάσει το Galataport της Κωνσταντινούπολης. Το δάνειο, έκδοσης 2016, προοριζόταν για την κατασκευή του. Ενα τεράστιο συγκρότημα μεικτής χρήσης 400.000 τ.μ., στην ακτή Karakoy, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, κοντά στον Κεράτιο Κόλπο. Περιλαμβάνει τον τερματικό σταθμό κρουαζιερόπλοιων της Κωνσταντινούπολης, 250 καταστήματα και εστιατόρια, ένα ξενοδοχείο, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και πολιτιστικούς και ψυχαγωγικούς χώρους. Παρά την προνομιακή θέση, το Galataport δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις προβλέψεις εσόδων και ταμειακών ροών του, που απαιτούν 25 εκατομμύρια επισκέπτες και 1,5 εκατομμύριο επιβάτες κρουαζιέρας ετησίως.

Παρ’ όλα τα προβλήματα, ο 61χρονος αφοσιωμένος οπαδός της Φενέρμπαχτσε Φερίτ Σαχένκ παραμένει σήμερα ο 7ος πλουσιότερος άνθρωπος στην Τουρκία, και νο 1305 στη λίστα Forbes, με περιουσία 2,8 δισ. δολαρίων. Και να ήταν μόνο αυτός;… Στους 30 Τούρκους billionaires της λίστας υπάρχουν τρεις της οικογένειας Σαχένκ. Τον Φερίτ πλαισιώνει η 58χρονη αδερφή του Φιλίζ, με ίδια ακριβώς περιουσία. Ηγείται του τουριστικού και του πυλώνα μόδας του ομίλου. Και η 79χρονη μητέρα τους Ντενίζ, χήρα του ιδρυτή της Dogus, Αϊχάν Σαχένκ με περιουσία 1,5 δισ.

Ινάν και Ιπέκ Κιράτς

Είσοδος με… λεωφορεία στην ελληνική αγορά

Πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησαν να φτάνουν στην Αθήνα, στο αμαξοστάσιο της ΟΣΥ στο Ρέντη, τα πρώτα -από τα συνολικά 200- 12μετρα λεωφορεία φυσικού αερίου της εταιρείας Menarini. Η εν λόγω εταιρεία είναι η πρώην Industria Italiana Autobus (IIA), στην οποία συμμετείχαν η Ιnvitalia, ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο με 42,76%, η κρατική Leonardo με 28,65%, και η τουρκική Karsan, ιδιοκτησίας του μεγιστάνα Ινάν Κιράτς με 28,6%. Αυτή ήταν η μετοχική σύνθεση της εταιρείας, όταν η σύμβαση για τα 200 λεωφορεία φυσικού αερίου υπογραφόταν τον Ιανουάριο του 2024. Σηματοδοτώντας έτσι την έμμεση είσοδο και της οικογένειας Κιράτς στην ελληνική αγορά. Βεβαίως, εδώ και λίγους μήνες η IIA πέρασε στα χέρια της ιταλικής βιομηχανίας Seri Industrial. O Ινάν Κιράτς απέκτησε τεράστια οικονομική ισχύ μέσω του γάμου του με την κόρη του Βεχμπί Κοτς, πατριάρχη του ομώνυμου ομίλου. Δούλευε σε αυτόν, ανέβηκε στην ιεραρχία και το 1998 ίδρυσε την Kiraç Holdings, εξαγοράζοντας τα πλειοψηφικά πακέτα μετοχών των Karsan και Kiprart, ενώ παρέμεινε σε καίριες θέσεις στην Koç Holding. Η Kiraç δραστηριοποιείται στην αυτοκινητοβιομηχανία και την ενέργεια. Η δε Karsan τροφοδοτεί με ηλεκτρικά λεωφορεία πολλές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Ουκρανία). Και στο μέλλον «βλέπει» και την Ελλάδα.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Ινάν και Ιπέκ Κιράτς: Οχήματα – Ενέργεια

Βέβαια, η επιτυχία του, σύμφωνα με το σουηδικό Nordic Research Monitoring Network, δεν είναι προϊόν μόνο καθαρών επιχειρηματικών μεθόδων, αλλά και περίεργων «σκιωδών τακτικών», με το όνομά του να εμπλέκεται σε παρασκηνιακές πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, ενώ έχει εμφανιστεί και στα Pandora Papers.

Τα ηνία της αυτοκρατορίας του ήδη έχουν περάσει στη θετή του κόρη από τον πρώτο του γάμο, την 40χρονη Ιπέκ Κιράτς, πλουσιότερη γυναίκα σήμερα στην Τουρκία, με περιουσία 3,2 δισ. δολαρίων. Βρίσκονται και σε αντιδικία μεταξύ τους, καθώς ο 87χρονος Ινάν παντρεύτηκε πρόσφατα την Εμινέ Αλανγκόγια, στέλεχος επί 52 χρόνια στο οικονομικό τμήμα της εταιρείας.

Μουσταφά Κιουτσούκ

Η τουρκική «Zara» που στοχεύει στην κορυφή

Ανάμεσα στις τουρκικές αλυσίδες του retail που ήδη δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ξεχωρίζει -και επί του παρόντος ηγείται- η LC Waikiki, γνωστή και ως η «τουρκική Zara». Διαθέτει 13 καταστήματα διασπαρμένα σε όλη τη χώρα (Αθήνα, Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα κ.α.), έχοντας ξεκινήσει από την Ξάνθη το 2018, με πλάνο ανάπτυξης έως και 30 μέχρι το 2026. Εχει συνολικά 1.300 καταστήματα σε 61 χώρες.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Μουσταφά Κιουτσούκ: Ενδυση -Υπόδηση – Αξεσουάρ

Ιδιοκτήτης της είναι ο δισεκατομμυριούχος Μουσταφά Κιουτσούκ, με περιουσία 2 δισ. δολαρίων, ο οποίος φιλοδοξεί να φτάσει την εταιρεία στην πρώτη τριάδα της Ευρώπης σε λιανική ένδυση, υπόδηση και αξεσουάρ, ανταγωνιζόμενη ευθέως την ισπανική Inditex (Zara κ.ά.) και τη σουηδική της H&M. Το μότο της είναι: «Ολοι αξίζουν να ντύνονται καλά». Το 2023 ο τζίρος της αλυσίδας διαμορφώθηκε σε 33,2 εκατ. ευρώ, με αύξηση 43,7% σε σχέση με το 2022 όπου οι πωλήσεις είχαν ανέλθει σε 23,1 εκατ. Η μάρκα συνδυάζει το όνομα της διάσημης παραλίας της Χαβάης με το «LC», όπως στο «Les Copains» (φίλοι στα γαλλικά). Ο Κιουτσούκ την απέκτησε το 1997, ύστερα από 12 χρόνια λειτουργίας της από τον σχεδιαστή και ιδρυτή της Ζορζ Αμουγιάλ, στη Γαλλία.

Τζεμίλ Καζαντζί

Business στα Βαλκάνια από τον μεγάλο ανταγωνιστή

Ενας ακόμη Τούρκος μεγιστάνας, ακριβέστερα ο 2ος πλουσιότερος Τούρκος, με περιουσία 4,3 δισ. δολαρίων, ο 64χρονος Σαμπάν Τζεμίλ Καζαντζί, ιδιοκτήτης του ενεργειακού κολοσσού της Kazanci Holdings, που κυριαρχεί εντός της χώρας, αλλά και με διεθνείς δραστηριότητες, όπως στα κατεχόμενα της Κύπρου και στη Βόρεια Μακεδονία, εμφανίζεται ως ένας δυνητικός πανίσχυρος αντίπαλος των αντίστοιχων ελληνικών ομίλων, ιδιαίτερα σε ο,τι αφορά διάφορα projects στα Βαλκάνια.

Αν και είναι πρόωρο κάθε συμπέρασμα, εντούτοις η αλληλουχία κάποιων γεγονότων στο ενεργειακό τοπίο της Βόρειας Μακεδονίας δεν μοιάζει τυχαία. Οπως η απρόσμενη ματαίωση τελικά, στις αρχές Ιανουαρίου 2024, του διαγωνισμού για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού εργοστασίου Chebren. Ενα project προϋπολογισμού 1 δισ. ευρώ, στο οποίο είχε επικρατήσει η κοινοπραξία ΔΕΗ – Αρχιρόδον και ενώ στην πρώτη φάση είχαν πάρει μέρος 9 σχήματα, εκ των οποίων δύο τουρκικές κοινοπραξίες.

Οι Τούρκοι billionaires που επενδύουν στην Ελλάδα - Πάνω από 500 εκατ. ευρώ σε έναν χρόνο
Ο Τζεμίλ Καζαντζί πραγματοποιεί επενδύσεις σε μεγάλα projects στα Βαλκάνια και είναι μεγάλος ανταγωνιστής των ελληνικών ομίλων

Το ίδιο αιφνίδια ήταν και η προ μηνός ανακοίνωση του πρωθυπουργού Χρίστιαν Μίτσκοσκι, παρόντος του Καζαντζί, για το ότι o τουρκικός ενεργειακός όμιλος θα αναλάβει την κατασκευή θερμοηλεκτρικού εργοστασίου, με εγκατεστημένη ισχύ 500 MW, project ύψους επίσης 1 δισ. Ο Καζαντζί επιβεβαίωσε ότι ο όμιλος μέσω του πυλώνα της AKSA ενδιαφέρεται να προχωρήσει και σε άλλες ενεργειακές επενδύσεις στη Βόρεια Μακεδονία.

Η AKSA δεν είχε συμμετάσχει στον διαγωνισμό για το υδροηλεκτρικό έργο Chebren που κέρδισε η ΔΕΗ, αλλά ακυρώθηκε. Τώρα, όμως, που το έργο θα επαναπροκηρυχθεί -για 15η φορά!- θα πάρει μέρος και θα είναι το φαβορί για να το κερδίσει, προφανώς υπό το βάρος διπλωματικών σκοπιμοτήτων.

Ειδήσεις σήμερα:

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ