Το μπαράζ δυσοίωνων εκτιμήσεων για τις προοπτικές της Ευρωζώνης συνεχίζεται αλλά φαίνεται πως το αφτί των Ευρωπαίων δεν ιδρώνει.
Η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και το συνεπακόλουθο τσουνάμι ανατιμήσεων σε συνδυασμό με τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, οδηγούν σε στραγγαλισμό οικονομίες και πολίτες, ωστόσο οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών παραμένουν εν υπνώσει, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως είναι περιορισμένων δυνατοτήτων και ικανοτήτων.
Εδώ και περίπου ένα χρόνο απλώς παρακολουθούν την Ευρώπη να βυθίζεται σε μία κρίση που, όπως εκτιμούν οικονομολόγοι, ίσως αποδειχθεί πιο καταστροφική σε σχέση με την κρίση χρέους του 2009. Και όχι μόνο δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης αλλά εξακολουθούν να στρουθοκαμηλίζουν, μη λαμβάνοντας τις γενναίες αποφάσεις για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Επώδυνη ύφεση
Αίσθηση έχει προκαλέσει η εκτίμηση του Bloomberg Economics ότι αντίκτυπος για την Ευρώπη από τη διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου θα είναι πολύ μεγαλύτερος και σοβαρότερος σε σχέση με εκείνον της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του Bloomberg Economics η ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 1% φέτος, με την ύφεση να ξεκινά το δ’ τρίμηνο.
Στην περίπτωση όμως, που η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα καταφέρει να αντιμετωπίζει την ενεργειακή κρίση και οι επιδεινωθούν οι συνθήκες της κατανομή των προμηθειών καυσίμων, η πτώση του ΑΕΠ θα μπορούσε να φθάσει το 5%, όσο ήταν η συρρίκνωση το 2009. Ακόμα και να μην φτάσει σε αυτό το επίπεδο η ύφεση, η οικονομία της ευρωζώνης δύναται να βρεθεί αντιμέτωπη το 2023 με την τρίτη μεγαλύτερη συρρίκνωση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μάλιστα μεταξύ των χωρών που θα πληγούν περισσότερο είναι η Γερμανία. «Η Ευρώπη οδεύει ξεκάθαρα προς μια αρκετά βαθιά ύφεση», δήλωσε ο Maurice Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, ο οποίος τώρα είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Peterson για τα Διεθνή Οικονομικά στην Ουάσιγκτον.
Προειδοποίηση από ΠΟΕ και ΟΟΣΑ
Την ίδια στιγμή η γενική διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου προέβλεψε «παγκόσμια ύφεση» ενώ ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με «πολυάριθμες κρίσεις». Μιλώντας στην έναρξη του ετήσιου φόρουμ του ΠΟΕ στη Γενεύη, η Νγκόζι Οκόντζο-Ιουεάλα υπογράμμισε ότι ο Οργανισμός ανέμενε προηγουμένως μια «ανάκαμψη μετά την πανδημία». «Αλλά τώρα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό που μοιάζει με ύφεση που πλησιάζει», δήλωσε η ίδια, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για «παγκόσμια ύφεση».
Σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων η γενική διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου επεσήμανες ότι οι «κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πραγματικά άλλη επιλογή» από το να τα αυξήσουν λόγω του πληθωρισμού. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι οι αυξήσεις αυτές έχουν «αρκετά σοβαρές» επιπτώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες που θα δουν να επιβαρύνεται η εξυπηρέτηση χρέους τους.
Σε δυσοίωνες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία, προχώρησε και ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). Σε σχετική του έκθεση σημειώνει ότι η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας ανακόπηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 και ότι το 2023 θα είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν πριν από ένα έτος. Ο οργανισμός εκτιμά ότι τα πραγματικά εισοδήματα μπορεί να είναι χαμηλότερα κατά περίπου 2,8 τρισ. δολάρια σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν ένα χρόνο πριν, ποσό που αντιστοιχεί στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.
Το τίμημα θα είναι μεγαλύτερο για την Ευρωζώνη, για την οποία προβλέπεται απότομη μείωση της ανάπτυξης σε μόλις 0,3% το 2023 και ότι ο πληθωρισμός σε μέσα επίπεδα θα μειωθεί στο 6,2% από 8,1% φέτος. Επίσης θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος ύφεσης σε αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες κατά τους χειμερινούς μήνες και ότι μία μεγαλύτερη μείωση των προμηθειών ενέργειας από τη Ρωσία θα οδηγήσει σε σημαντικά μεγαλύτερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Με την πλάτη στον τοίχο η ΕΚΤ
Kομβικός είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων αυξάνουν τις πιθανότητες η ύφεση να χτυπήσει την πόρτα της Γηραιάς Ηπείρου. Πάντως η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε πως τα επιτόκια θα συνεχίζουν να αυξάνονται παρά την αναμενόμενη σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας.«Αναμένουμε ότι θα αυξήσουμε τα επιτόκια περαιτέρω στις επόμενες αρκετές συνεδριάσεις για να μειώσουμε τη ζήτηση και να φυλαχθούμε από τον κίνδυνο μίας συνεχούς αύξησης των πληθωριστικών προσδοκιών», είπε, προσθέτοντας:
«Οι μελλοντικές αποφάσεις μας για τη νομισματική πολιτική θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τα οικονομικά στοιχεία και να λαμβάνονται κατά συνεδρίαση».
Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs προβλέπουν μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζαστις δύο επόμενες συνεδριάσεις της τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο, των 75 μονάδων βάσης η κάθε μία. Ο αμερικανικός οίκος ανέμενε προηγουμένως μικρότερη αύξηση, της τάξης των 50 μ.β., τον Δεκέμβριο, αλλά πλέον πιστεύει ότι η αύξηση του πληθωρισμού στο τέταρτο τρίμηνο δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο. Η ΕΚΤ έχει αυξήσει ήδη τα επιτόκια κατά 125 μ.β. στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις, με την αύξηση που έκανε στις αρχές Σεπτεμβρίου να φθάνει στο ιστορικά υψηλό επίπεδο των 75 μ.β.