Η Arcadia Group περιλαμβάνει διάσημες μάρκες που βρίσκονται σε πολλά καταστήματα και εμπορικά σε όλη την Βρετανία, συμπεριλαμβανομένου και των Topshop, Topman, Dorothy Perkins και Burton.
Η εταιρεία θα μπει σε καθεστώς διαχείρισης που θα επιτρέψει στην εταιρεία να αναζητήσει προστασία από τους πιστωτές της ενώ θα μπορεί να διατηρήσει ανοιχτά τα καταστήματα και τον έλεγχο ενώ θα βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις Αρχές.
Πριν από μια δεκαετία ο Φίλιπ Γκριν αποκάλυπτε την παγκόσμια φιλοδοξία του.
Ανοίγοντας το πρώτο κατάστημα Topshop στη Νέα Υόρκη το 2009 με την Κείτ Μος και διάσημους σταρ να παρευρίσκονται στα εγκαίνια.
Αυτό ήταν και η αρχή για την κατηφόρα που παρέσυρε την βρετανική αυτοκρατορία ενδυμάτων.
Την ίδια ώρα που οι ανταγωνιστές επένδυαν στις διαδικτυακές πωλήσεις και τα ηλεκτρονικά τους καταστήματα, ο Γκριν έδειχνε δύσπιστος απέναντι στη δύναμη του ίντερνετ.
Τώρα με την πανδημία του κορονοϊού η Arcadia Group του Φίλιπ Γκριν δείχνει να καταρρέει εξαιτίας της υποεπένδυσης στο ηλεκτρονικό εμπόριο και την υπερβολική εξάρτηση από τα φυσικά καταστήματα.
Ο 68χρονος ιδιοκτήτης της Arcadia Group Φιλιπ Γκριν έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο της κριτικής, και είχε πάντα επικριτική στάση απέναντι στη τεχνολογία.
Αυτή η αδυναμία του να δει μπροστά και να κατανοήσει ότι το ίντερνετ αποτελεί το μέλλον για τα καταστήματα, οδηγεί την Arcadia να καταρρεύσει μετά το τελειωτικό χτύπημα που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού και τα αναγκαστικά lockdown.
Αν και οι πωλήσεις αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, δεν κατάφεραν να φτάσουν τον ανταγωνισμό των Asos, Boohoo.com και Zara ενώ βρίσκονταν ακόμα και πίσω από την Primark, που δεν έχει καν διαδικτυακό ιστότοπο.
Μετά το άνοιγμα του καταστήματος Topshop στη Νέα Υόρκη, η Arcadia βυθίστηκε από τις 200 εκατ. λίρες κέρδη προ φόρων το 2009 στις ζημίες ύψους 177 εκατ. λιρών το 2018 σύμφωνα με υπολογισμούς.
Η παρούσα οικονομική κατάσταση της εταιρείας συνεχίζει να γίνεται χειρότερη καθώς οι πελάτες την εγκατέλειπαν.
Πριν από 5 χρόνια η Arcadia ήταν η 4η μεγαλύτερη εταιρεία ρούχων στη Βρετανία όμως πλέον κατέχει μόλις το 2,7% της αγοράς σύμφωνα με την GlobalData.
Η Arcadia όπως και οι ανταγωνιστές είδε να πιέζεται από τα υψηλά ενοίκια και την φορολογία, περιορίζοντας έτσι τις επενδύσεις σε καταστήματα, και ηλεκτρονικές σελίδες.
Πέρυσι η εταιρεία είχε βρεθεί και πάλι σε ένα καθεστώς ειδικής διαχείρισης εθελοντικά, ώστε να κλείσει κάποια καταστήματα, να μειώσει τα ενοίκια και να περιορίσει τα κόστη. Δεν ήταν όμως ούτε αυτό αρκετό για να απαλύνει τις πωλήσεις που συνεχώς έφθιναν.
Από το Λονδίνο, ο Φίλιπ Γκριν ξεκίνησε στην βιομηχανία ενδυαμάτων αγοράζοντας το εμπόρευμα που είχε ξεμείνει σε εταιρείες που έβαζαν λουκετό.
Στην αρχή της χιλιετίας έγινε σημαντικό όνομα στο εμπόριο καθώς κατάφερε να αγοράσει την BHS και την Arcadia ενώ προσπάθησε δυο φορές ανεπιτυχώς να αποκτήσει και την Marks & Spencer.
Το 2005 ο Φίλιπ Γκριν αποφάσισε να δώσει στη σύζυγο του Τίνα Γκριν που ήταν και η μοναδική κάτοχος της Arcadia, μέρισμα ύψους 1,2 δισ. λιρών που ήταν και η μεγαλύτερη πληρωμή στην ιστορία της βρετανικής βιομηχανίας.
Τα συνεχή λάθη του στη διαχείριση των καταστημάτων, επιστεγάστηκαν με την αποτυχία του να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που είχε για να πουλήσει την BHS που είχε μια συνεχή πτωτική πορεία πριν τελικά την ξεπουλήσει το 2015. Η αλυσίδα τελικά έκλεισε το 2016.
Από τότε ο Γκριν βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τον βρετανικό Τύπο, ενώ υπήρξαν βουλευτές που ζήτησαν να του αφαιρεθούν οι τίτλοι ιπποσύνης που του είχαν απονεμηθεί.
Ο Γκριν συνέχιζε να διακινδυνεύει τις συντάξεις χιλιάδων πρώην και νυν εργαζομένων της BHS ενώ ο ίδιος ζούσε μια πολυτελή ζωή.
Δυστυχώς όμως για εκείνον, η αποτυχία της BHS συνέπεσε με την πτωτική πορεία της Topshop. Όταν ο Γκριν παρέδωσε τα στοιχεία στους βουλευτές ανέφερε πως «δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να ανατρέψω το παρελθόν.
Δεν μπορείς να προχωράς πίσω μόνο μπροστά».
Ο Φρανκ Φιλντ, Βρετανός νομοθέτης που οδήγησε στο να αφαιρεθεί ο τίτλος του ιππότη από τον Γκριν σημείωσε πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της απληστίας του Βρετανού επιχειρηματία.
«Ήθελε να αποκτήσει πλούτο για εκείνον και την οικογένεια του, παρά να επενδύσει στις επιχειρήσεις του ώστε να της διατηρήσει βιώσιμες, και τώρα πληρώνει το τίμημα».