Ευρωπαϊκή οικονομία: … at the end, the Germans win
Του Αργύρη Αργυριάδη*
Το ποδόσφαιρο είναι απλό άθλημα, έλεγε ο Βρετανός ποδοσφαιριστής Γκάρι Λίνεκερ. Είκοσι δύο παίκτες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά και στο τέλος κερδίζουν … οι Γερμανοί. Η Ευρωπαϊκή οικονομία αποδεικνύεται στην πράξη ότι έχει πολλές ομοιότητες με το ποδόσφαιρο. Και τα 27 κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βίωσαν μια πρωτόγνωρη πανδημία που οδηγεί σε ραγδαία ύφεση, αλλά στο κέρδος κερδισμένοι βγαίνουν μόνον … οι Γερμανοί. Οι τελευταίοι ξέχασαν τους βαρύγδουπους και στομφώδεις φαρφανορισμούς στους οποίους αρέσκονταν πριν μόλις 10 έτη, όταν ο Ευρωπαϊκός νότος είχε χτυπηθεί από το «δίδυμο φονικό ιό» των υψηλών ελλειμάτων και του υψηλού δημόσιου χρέους. Μπροστά στη νέα κρίση που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό και τον κλονισμό των μεγάλων γερμανικών εταιριών, οι ευρωπαϊκοί κανόνες έπρεπε να τεθούν – και ορθώς – στον πάγο. Κατόπιν τούτου ανεστάλη προσωρινά, η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Κάθε κράτος – μέλος μπορεί με τους δικούς του όρους να στηρίξει (ακόμη και με χρήματα που είτε δανείζεται είτε λαμβάνει στο πλαίσιο των μεταβιβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση) τις εταιρίες που εδρεύουν στην επικράτειά του. Οι μόνοι όροι που τέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις υποψήφιες προς χρηματοδότηση επιχειρήσεις εξαντλούνται στην απαγόρευση επαναγοράς μετοχών, καταβολής μερίσματος στους μετόχους, καταβολής bonus στα υψηλόβαθμα στελέχη και υιοθέτησης πολιτικής διατήρησης των μισθών. Το αποτέλεσμα είναι ήδη οι Γερμανικές επιχειρήσεις να έχουν λάβει το 52% των κρατικών ενισχύσεων οδηγώντας σε μια βίαιη αναδιάταξη του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού χάρτη, καθόσον το imperium των γερμανικών επιχειρήσεων σε όλους τους τομείς είναι ante portas…
Πράγματι, ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος. Η Lufthansa θα λάβει 9,7 δις ευρώ, o γερμανικός κολοσσός της χαλυβουργίας ThyssenKrupp 1 δις ευρώ, ο παντοκράτωρ tour operator TUI 3,2 δις ευρώ, η αεροπορική εταιρία Condor 1,2 δις ευρώ. Μέχρι και οι εταιρίες αθλητικών υποδημάτων Adidas και Puma θα ενισχυθούν με 2,4 και 1 δις ευρώ περίπου, αντίστοιχα. Όλες οι ανωτέρω ενισχύσεις έχουν και δύο επιπρόσθετα χαρακτηριστικά πέραν τους ύψους τους. Ότι εκταμιεύονται ταχύτατα και διαμεσολαβητής στην τραπεζική αγορά δεν είναι διάφορες εμπορικές τράπεζες, αλλά μόνον μια. Η KfW, η οποία με τη σειρά της έχει τη δική της ιδιαιτερότητα: είναι κρατική.
Στη χώρα μας, οι αντίστοιχες κρατικές ενισχύσεις – όσες έχουν συγκεκριμενοποιηθεί μέχρι σήμερα, καθώς οι περισσότερες παραμένουν χαμένες στη … μετάφραση – περνάνε μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Η τελευταία, όμως, δεν είναι τράπεζα υπό την έννοια ότι παρέχει αδειοδοτημένες τραπεζικές εργασίες. Στην ουσία σύμφωνα με το Ν. 4608/2019 είναι ένα κρατικό ταμείο που στοχεύει στην υποβοήθηση της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Μέχρι την έλευση της πανδημικής κρίσης, πεδίο δράσης της αποτελούσαν αποκλειστικά μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ μόλις τον προηγούμενο μήνα, οι δικαιούχοι στήριξης διευρύνθηκαν. Η ανωτέρω ιδιαιτερότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες στερούνται σήμερα σημαντικών ιδίων κεφαλαίων και δεν έχουν απαλλαγεί από το βραχνά των κόκκινων δανείων αποτελεί σημαντική δύναμη ανάσχεσης στην υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτου μεγέθους.
Ήδη, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, ελάχιστοι επιχειρηματίες εμφανίζονται στα γκισέ των τραπεζών για να προχωρήσουν στις εκταμιεύσεις των ποθητών ενισχύσεων. Το «μπαλάκι ευθυνών» δεν άργησε να μονοπωλεί το δημόσιο λόγο. «Φταίνε οι κακοί τραπεζουπάλληλοι που δεν προωθούν τις χρηματοδοτήσεις» ακούστηκε από υπεύθυνα χείλη υπουργού. Κάποια άλλα μέσα ενημέρωσης ανακάλυψαν μια ημεδαπή επιχειρηματική τάξη παραδομένη στην ….ευμάρεια. «Δεν φαίνεται να χρειάζονται ενίσχυση» οι Έλληνες επιχειρηματίες, έγραψαν. Έχουμε τόση ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και δεν το πήραμε χαμπάρι; Μήπως νικήσαμε πρώτοι την πανδημία πέραν του υγειονομικού τομέα και στην οικονομία; Προφανώς τίποτα από τα ανωτέρω δεν ισχύει. Όσοι πράγματι κατευθύνθηκαν στα αρμόδια τραπεζικά στελέχη ζητώντας χρηματοδότηση του 50% του τζίρου τους με επιδότηση των τόκων για 2 έτη – ως πληττόμενες από το COVID 19 επιχειρήσεις – δεν εισέπραξαν ρητή άρνηση (εφόσον πληρούσαν βέβαια τις τυπικές προϋποθέσεις). Ωστόσο, οι περισσότερες είτε δεν ικανοποιούνται από την «οροφή χρηματοδότησης» που έχει το συγκεκριμένο πρόγραμμα (500.000€) είτε δεν έχουν νέες εξασφαλίσεις να δώσουν στις τράπεζες (η ακίνητη περιουσία είναι ήδη προσημειωμένη για παλαιότερες χρηματοδοτήσεις). Τέλος, αρκετές αποθαρρύνονται από το περιοριστικό πλαίσιο της ανωτέρω χρηματοδότησης (κάλυψη μόνον λειτουργικών αναγκών και όχι τυχόν επενδυτικών που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της κρίσης). Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Το χρήμα δεν φθάνει γρήγορα στις επιχειρήσεις και ιδίως στην περίπτωση έλλειψης δυνατότητας παροχής νέων εξασφαλίσεων δεν θα φθάσει ποτέ, ακόμη και σε εκείνες που μέχρι σήμερα παρέμειναν υγιείς.
Στο συγκεκριμένο τομέα κάνουμε πολύ λίγα και εξαιρετικά αργά. Κριτήριο επιτυχίας οποιασδήποτε κρατικής ενίσχυσης είναι η ταχύτητα με την οποία το «ζεστό χρήμα» θα κατευθυνθεί στην αγορά και η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης χρηματοδότησης (ο προσδοκώμενος πολλαπλασιαστής). Συγκρίνοντας τα ανωτέρω δύο μοντέλα (Ελλάδας και Γερμανίας) ίσως γίνεται κατανοητή περισσότερο από ποτέ, η ανάγκη ίδρυσης ενός ευέλικτου κρατικού τραπεζικού πυλώνα. Χθες μπορεί να ήταν νωρίς, αλλά αύριο θα είναι αργά…
* Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω – Φορολογικού Συμβούλου & Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή