Τράπεζες και Εισπρακτικές εταιρείες καταδικάστηκαν με πρόστιμα για παράνομες “παρενοχλήσεις”
Χρηματικά πρόστιμα επιβλήθηκαν, με δικαστικές αποφάσεις, σε δύο Τράπεζες, καθώς παράνομα μεταβίβασαν προσωπικά δεδομένα «κόκκινων» δανειοληπτών σε εισπρακτικές εταιρείες.
Σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις, παράνομα οι εισπρακτικές εταιρείες τηλεφωνούν στους εκπρόθεσμους δανειολήπτες (και κατόχους πιστωτικών καρτών), εάν προηγουμένως οι Τράπεζες δεν έχουν ενημερώσει γραπτώς ότι μεταβιβάζουν τα προσωπικά τους δεδομένα σε συγκεκριμένη εισπρακτική εταιρεία και εάν οι τελευταίες δεν έχουν ενημερώσει τους δανειολήπτες ότι έχουν στην κατοχή τους τα προσωπικά τους δεδομένα.
Εάν δεν έχει προηγηθεί αυτή η διαδικασία ο δανειολήπτης μπορεί να διεκδικήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση για ηθική βλάβη η οποία το λιγότερο ανέρχεται στα 5.870 ευρώ.
Ειδικότερα, η πρώτη περίπτωση που απασχόλησε τα δικαστήρια αφορούσε πιστωτική κάρτα της οποίας ο κάτοχος της στην τυποποιημένη αίτηση που υπέγραψε για τη χορήγηση της, αναγραφόταν ότι συναινούσε να διαβιβαστούν τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτική εταιρεία. Όμως, ο κάτοχος της κάρτας καθυστέρησε μερικές δόσεις και ξεκίνησαν καθημερινά τηλεφωνήματα στο σταθερό και κινητό του τηλέφωνο από εισπρακτική εταιρεία στην οποία η Τράπεζα είχε διαβιβάσει τα προσωπικά δυσμενή οικονομικά στοιχεία του.
Ο κάτοχος της κάρτας, παραπονέθηκε κατ΄ επανάληψη για τη μεταβίβαση των δεδομένων του και επισήμανε ότι τα κατέχει παράνομα. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση η διαρροή των απόρρητων προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση, του προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή και στράφηκε κατά της Τράπεζας διεκδικώντας το ποσό των 15.000 ευρώ γι την ηθική βλάβη που υπέστη.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ΄ αριθμ. 3428/2016 απόφασή του επισημαίνει ότι ο όρος που αναφέρεται στην έντυπη τυποποιημένη αίτηση χορήγησης δανείου ή πιστωτικής κάρτας για μεταβίβαση των οικονομικών και άλλων δεδομένων του, δεν σημαίνει ότι παρέχει στην Τράπεζα «τη ρητή συγκατάθεσή του για τη μεταβίβαση» των δυσμενών, κ.λπ. προσωπικών σε εισπρακτική εταιρεία. Για να γίνει η μεταβίβαση των δεδομένων, πρέπει πρώτα η Τράπεζα να ενημερώσει για την πρόθεσή της αυτή το δανειολήπτη ή τον κάτοχο κάρτας και αυτός να συναινέσει για τη μεταβίβασή τους. Στη συνέχεια η εισπρακτική εταιρεία οφείλει να ενημερώσει εγγράφως το δανειολήπτη ότι προτίθεται να κάνει χρήση των δεδομένων του και για το σκοπό που θα τα χρησιμοποιήσει.
Στη δικαστική απόφαση σημειώνεται ότι ο όρος που περιλαμβάνεται στην αίτηση έκδοσης δανείου ή πιστωτικής κάρτας ότι ο αυτών συναινεί στη διαβίβαση των δεδομένων του, δεν σημαίνει τη «συγκατάθεση του δανειολήπτη για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών» και συνεχίζει: «Η Τράπεζα «είναι υποχρεωμένη να τον ενημερώσει για την πρόθεσή της να κάνει χρήση των δεδομένων, για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λπ.), κάτι όμως που δεν έγινε.
Ως «συγκατάθεση» τονίζεται στη δικαστική απόφαση ορίζεται «η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούν». Έτσι, επιδικάστηκε υπέρ του κατόχου της κάρτας το ποσό των 5.870 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά καταναλωτικό δάνειο 5.200 ευρώ, όπου η δανειολήπτρια, μόλις είχε χειρουργηθεί λόγω αιμαγγειώματος εγκεφάλου, σε συνέπεια να έχει κρίσεις επιληψίας και «ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις» και μετά από κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δόσεις του δανείου. Και στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα χωρίς να την ενημέρωση και χωρίς η δανειολήπτρια να συναινέσει μεταβίβασε τα δεδομένα της σε εισπρακτική εταιρεία, η οποία άρχισε να τη βομβαρδίζει με κλήσεις στο σταθερό και κινητό τηλέφωνο για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων. Τελικά, το Ειρηνοδικείο Αθηνών (απόφαση υπ΄ αριθμ. 273/2016) να επιδικάσει στη δανειολήπτρια 6.000 ευρώ για την ηθική βλάβη.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Μαν. Α. Μπεντενιώτης: «Πρέπει να καταργηθούν οι εισπρακτικές εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τραπεζών»
Με δήλωσή του στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» ο πρώην υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Μανώλης Μπεντενιώτης, ένας έγκριτος νομικός δημοσίου δικαίου, καθηγητής και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, με την ιδιότητα και του επικεφαλής του «Δικτύου για τη Διαφάνεια κατά της Διαπλοκής και της Διαφθοράς» επισημαίνει με έμφαση, μάλιστα, ότι «οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις των τραπεζών πρέπει να καταργηθούν, γιατί έχουν παρεκκλίνει του σκοπού για τον οποίο θεσμοθετήθηκαν, παραβιάζοντας κατάφωρα τον ιδρυτικό τους νόμο».
Όπως επισημαίνει, μάλιστα, ο κ. Μπεντενιώτης, «έχουν μετατραπεί αυθαίρετα και ετσιθελικά σε εισπρακτικές εταιρείες. Γιατί, όπως προκύπτει και από εκατοντάδες καταγγελίες, αλλά και από δικαστικές αποφάσεις, είναι το άγος και η αγανάκτηση χιλιάδων δανειοληπτών των οποίων παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα κατ’ εξακολούθηση, ενώ ισοπεδώνεται και η προσωπική ζωή. Οι εταιρείες επικοινωνούν με τους δανειολήπτες και σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται ως υπηρεσίες της Τράπεζας, σε άλλες ως εισπρακτικές και σε άλλες αποφεύγουν να παρέχουν όποιες πληροφορίες ζητούν οι δανειολήπτες σε σχέση με την εταιρεία και τα πρόσωπα που την διοικούν. Αποδεικτικά στοιχεία αυτών των συμπεριφορών είναι οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, με τις οποίες καταδικάζονται οι εταιρείες, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και οι τράπεζες που συνεργούν ενίοτε σε παραλήψεις και παραβιάσεις των κανόνων δικαίου. Ενδεικτική είναι και πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν τόσο η Τράπεζα όσο και η εισπρακτική εταιρεία να καταβάλουν ‘αλληλεγγύως και εις ολόκληρον’ αποζημίωση –νομιμοτόκως, μάλιστα– για την παραβίαση των διατάξεων που ισχύουν για τη λειτουργία των «εταιρειών ενημέρωσης. Και αυτό γιατί η τράπεζα παραχώρησε δεδομένα του δανειολήπτη χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει εγγράφως τον ίδιο, ως όφειλε, και η εταιρεία ως αποδέκτρια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μέσω των υπαλλήλων της καταχώρησε στο προσωπικό αρχείο της χωρίς ουδέποτε να ενημερώσει τον δανειολήπτη ότι τα είχε λάβει».
Στη δήλωση ακόμα ο κ. Μπεντενιώτης θέτει τρία κρίσιμα ερωτηματικά:
- Πόσες είναι πράγματι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται, πόσο στοιχίζουν, πώς και πότε εισπράττουν τις αμοιβές τους γι’ αυτές τις παροχές υπηρεσιών;
- Γιατί δεν μπορούν οι υπηρεσίες των τραπεζών να είναι υπηρεσίες ενημέρωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών;
- Ποιοι μετά από αυτή τη θεσμοθέτηση αισχροκερδούν σε βάρους του λαού και υπονομεύουν παράλληλα και την οικονομία;
Για να υπογραμμίσει καταληκτικά: «Για τους λόγους αυτούς και αφού δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τις δικαστικές αποφάσεις η εκτράχυνση αυτή, αλλά και επειδή οι δανειολήπτες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, η κυβέρνηση και η Βουλή πρέπει με διάταξη νόμου να καταργήσουν αυτό το έκτρωμα, όπως έχει εξελιχθεί ένας ‘θεσμός’, που ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επωφελής».
Από το ρεπορτάζ του δημοσιεύματος προκύπτει ότι με «δικαστικές αποφάσεις-κόλαφος σε βάρος των αμαρτωλών εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών», για παραβάσεις των κανόνων δικαίου «έχουν επιβληθεί από το 2012 συνολικά πρόστιμα που κυμαίνονται στα 850.000 με 900.000 ευρώ (το ποσό για το 2015-2016 φθάνει μέχρι στιγμής τα 475.000 ευρώ), κανείς όμως δεν ξέρει πόσα από τα χρήματα αυτά έχουν καταβληθεί…»
Όπως, μάλιστα, εξηγεί, συμπληρωματικά στη δήλωσή του ο κ. Μπεντενιώτης, σύμφωνα και με τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης (αρ. 96/2016 και 272/2016 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών) αναγνωρίζεται ότι οι τράπεζες αλλά και οι εταιρείες ενημέρωσης οφείλουν να ενημερώσουν εγγράφως τον δανειολήπτη πριν τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων για την οποία διαβίβαση απαιτείται ρητά και σαφώς συγκατάθεση του πολίτη».