Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΑΙ…… ‘Τα ποκινήματα’ Τότε που η μεταπολεμική λαίλαπα της ξενιτιάς, άδειασε τα χωριά μας

2
1375
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΑΙ…… ‘Τα ποκινήματα’

Τότε  που η μεταπολεμική λαίλαπα της ξενιτιάς, άδειασε τα χωριά μας

 

(Ένα διήγημα αφιερωμένο στους ξενιτεμένους μας)

Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

 

‘Αχ, η ξενιτιά τον χαίρεται τζιβαέρι μου’……Τραγουδούσε με τη μελωδική φωνή της, η δική μας,  η Άννα  Σαρρή -Καραμπεσίνη, ένα από τα πολλά τραγούδια, της πικρής ξενιτιάς.

Αρχές της δεκαετίας του 60, στο σπίτι της κυρά Μερόπης, έχουν χαρές,  έχουν και λύπη. Όλη η γειτονιά, είναι μαζεμένη στο  χαμηλόκτιστο αγροτόσπιτο, για  να βοηθήσουν στο ποκίνημα, δηλαδή  στο  καταβόδιο της νύφης.  Πρώτα θα δουν και θα  φτιάξουν τα ‘καλά’ της, στο μεγάλο  ξύλινο μπαούλο. Χρόνια και χρόνια, κεντούσε  η Ζαχαρώ, τα προικιά της. Καθισμένη σε ένα χαμηλό σκαμνί, κάτω από τον ίσκιο της δασύφυλλης μουριάς, στην ανθισμένη αυλή της, κεντούσε με την μεταξωτή κλωστή  στη  βελόνα, κάθε απόγευμα,  μυρωδάτα,  ανεβατά ανθάκια, πάνω στα θαυμάσια ασπροκεντήματα.

Με συντροφιά της, ένα μικρό φορητό ραδιόφωνο-τρανζίστορ και μερικά δανικά περιοδικά εποχής, η  Ζαχαρώ, περνούσε έτσι απλά τα μοναχικά, ελευθέρα απογεύματα της.  Το  Ρομάντζο,  το Ντόμινο,  ο Θησαυρός  και το Φαντάζιο, έκαναν βόλτα στη γειτονιά και όταν τα διάβαζαν όλες οι λεύτερες, ερχόταν και η σειρά της Ζαχαρώς.

Αφού πια, θα έχει μαζευτεί και θα έχει θαυμάσει όλη η γειτονιά την προίκα, την ‘ασπρική’ και τα εργόχειρα  της, όλα θα καταχωνιαστούν στο βαθύ  μπαούλο και στην μεγάλη βαλίτσα, που θα την συνοδέψουν, στο μακρινό ταξίδι της ξενιτιάς.

Βρέθηκε γαμπρός, με προξενιό για την Ζαχαρώ. Η προξενήτρα και συγχρόνως η μαμή,  η κυρά Καλλιρρόη, της άνοιξε την τύχη της. Αυτή  η καπάτσα, ξέρει όλα τα άπλυτα, τα μυστικά και αφανέρωτα της μικρής κοινωνίας του χωριού της.  Όλους τους έχει φακελώσει, στην μνήμη της, σαν κινητό Ληξιαρχείο. Εκτός από το να ξεγεννάει αγελάδες και προβατίνες, στα δύσκολα,  τα καταφέρνει να ξεγεννάει και τις γυναίκες,  που την εμπιστεύονται.

 

Κρατώντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, του υποψήφιου γαμπρού και ελπίζοντας να αποσπάσει μαζί με την συγκατάθεση της νύφης  και κανένα χρυσό μισόλιρο, χτύπησε το σπίτι του κυρ Σταμάτη, για να ‘μαγειρέψει’ το προξενιό.  Από  την συμπαθητική φωτογραφία, που  δείχνει  τον υποψήφιο γαμπρό συμπαθητικό, νεοσύλλεκτο φαντάρο, στον ένδοξο Ελληνικό  Στρατό, συμπέραναν ότι πρέπει να του εμπιστευθούν την θυγατέρα τους.

Η οικογένεια του κυρ Σταμάτη, έχει πέντε λεύτερες κόρες και πρέπει μια, μια  να αρχίσει να στήνει το δικό της το σπιτικό. Να πάρει σειρά και ο αδελφός  ο Μανόλης, γιατί  βαριά το φέρνει, που δεν κατάφερε να παντρέψει πρώτα τις αδερφές του, ώστε   να μπορέσει να παντρευτεί και εκείνος.  Έχει  και την αγαπητικιά την Κατερινιώ, που τον περιμένει στη γωνία, για να της βάλει δακτυλίδι και αρραβώνα. Μέχρι  τώρα, ανταμώνουν κρυφά στις απόμερες καλαμιές, εκεί  στο ποτάμι,  όταν η Κατερινιώ, πάει την κατουμάδα του σπιτιού με τα άπλυτα, για να τα νεροπλύνει και να τα απλώσει στους γύρω θάμνους από αστυφές και θυμάρι.

 

Τυχερή η Ζαχαρώ, λένε στις γειτονιές, οι κουσελούδες του χωριού. Θα περάσει ζωή, ζάχαρη και θα γνωρίσει και άλλα μέρη.  Θα  μπει και θα βγει σε μεγάλα καράβια και αυτοκίνητα, θα δει μεγάλους δρόμους,  στολισμένους  με χιλιάδες μαγαζιά, θα περπατήσει σε φαρδιές πλατείες, με πολυκοσμία και θα πάρει τον λεβέντη τον Βαγγέλη, που εδώ και λίγα χρόνια μαζί με τον αδελφό του, πήραν τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς.

Εκεί τ’ αδέλφια πρόκοψαν,  γιατί δούλεψαν σκληρά και τίμια.

Έπλυναν  στοίβες  πιάτα, καθάριζαν τζάμια, έβαφαν πολυώροφα κτήρια και να που τώρα βρέθηκαν αφεντικά, με δικό τους συνεργείο καθαρισμού.

Έπιασε και τα τριάντα η Ζαχαρώ,  να μην μείνει  ανύπαντρη  και ξέμπαρκη και την κουβεντιάζουν στα πέτρινα στενοσόκακα,  οι φαρμακόγλωσσες κουτσομπόλες,  για  άχρηστη γεροντοκόρη, που ξώμεινε στο ράφι.

Για αυτό πήραν την πικρή απόφαση, οι γονείς και τα αδέλφια της, να την αποχωριστούν. Θα πάει να παντρευτεί, πολύ μακριά τους, στην Αυστραλία.

Εκεί που η αξέχαστη Γεωργία Βασιλιάδου, στην ανάλογη ταινία της, υποστήριζε πως από την  ‘Αστρα-λία’! τα άστρα είναι πιο κοντά και φαίνονται πιο πολλά και πιο καθαρά!

Στην ξένη χώρα, η  Ζαχαρώ,   θα παλέψει και θα  προκόψει.  Βέβαια θα δουλεύει ολημερίς, στη φάμπρικα. Σάμπως και τώρα δεν δουλεύει ολημερίς, στα χωράφια;  Μόνο αργά το απόγευμα, ξεκουράζεται και βρίσκει λίγη ώρα, να νοιαστεί για τα κεντήματα και τα προικιά της.  Αν τα καταφέρει,  ίσως να  μπορέσει να ‘ρίξει  πρόσκληση’ και στα υπόλοιπα αδέλφια της, για να τα πάρει κοντά της.

Θα ξενιτευτούν όλοι και θα αφήσουν πίσω τους, την φτώχεια και την μιζέρια, που κληρονόμησε στην  πληγωμένη χώρα τους, η σκληρή κατοχική Γερμανική μπότα, του τελευταίου καταστροφικού πολέμου.

Φυσικά ο δρόμος του ξενιτεμού, δεν είναι  ποτέ στρωμένος με ρόδα. Μοιάζει  σαν αυτόν τον ανηφορικό τον ξεροτράχαλο, που κάθε πρωί και βράδυ, με ένα καλαθάκι με το κολατσιό στο χέρι,  τον ανεβοκατεβαίνει η Ζαχαρώ. Το Φθινόπωρο και πριν να πιάσει καλά το κρύο και η βροχή,  μαζεύει τις ελιές. Το  καυτό καλοκαίρι, με την ανυπόφορη ζέστη, μαζεύει ολημερίς τις ντομάτες, κάτω στους κάμπους. Εργατίνα, σε ξένα αμπέλια, με ένα ψάθινο καπέλο, ξενοδουλεύει και όλο τον Αύγουστο,  για το μάζεμα των σταφυλιών.

 

Έχουν φτάσει πια τα πουζουνίκια και οι γεωργοί μάζεψαν και τα τελευταία υπολείμματα, από τα κηπευτικά. Χαρές  και νυφιάτικα τραγούδια ακούγονται, στο φτωχικό σπίτι,  της Ζαχαρώς.

Μαζί με όλα τα καλά μαζί με το εικόνισμα του Χριστού και της Παναγίας, θα  μπει και το πολύτιμο δαντελένιο νυφικό,  που χώθηκε και αυτό μέσα στη βαλίτσα,  της πικρής ξενιτιάς.

Το νυφικό, το  ονειρεμένο φόρεμα,  κάθε κοπέλας, φορέθηκε από τη γιαγιά, ήλθε στη μάνα και τώρα θα το χαρούν με τη σειρά τους όλες οι αδελφές. Κρυμμένο  στο βάθος του σεντουκιού, με ένα σακουλάκι ναφθαλίνη, φαρδαίνει, στενεύει, κονταίνει και μακραίνει, ανάλογα με την κορμοστασιά, της υποψήφιας νύφης, που θα το βάλει στη χαρά της.

Ο εφημέριος  της Παναγιάς στη γειτονιά, ο παπά  Κυριάκος,  ήλθε για  να Αγιάσει με Αγιασμό, τα καλά ποκινήματα και τα προικιά της νύφης.

Μαζί με αυτά θα ποκινήσουν και τη Ζαχαρώ, για τα μακρινά ξένα.

Από μακριά από την Αμερική ήλθε και η θεία της, η Φιλιά (από το Τριανταφυλλιά).

Σαν την είδε ο παπάς  του χωριού,  πασαλειμμένη κοκκινάδια με  σουλουμάδες και κρυμμένη κάτω από ένα μεγάλο καπέλο, φορτωμένο φτερά και λούλουδα, με δυσκολία την αναγνώρισε και της είπε.

-Καλή μου εσύ δεν είσαι η Τριανταφυλλιά, από την Πέρα Γειτονιά;

Το καπέλο τι το φοράς, μέσα στο σπιτικό; Φοβάσαι να μην σε κάψει ο ήλιος και μαυρίσεις;  Γιατί  τα αλαφάκια και οι καμουζέλλες, τις  Απόκριες  πέρασαν πια.

Και η γλωσσοκοπάνα η  Φιλιά, η αθυρόστομη Αμερικάνα, απάντησε.

-Εσύ παπά γιατί φοράς  καπέλο;

Προφανώς η ανίδεη, εννοούσε το καλυμμαύχι του ιερέα.

Σε μια δεύτερη συζήτηση, πάλι πρωταγωνίστησε η Αμερικάνα η Φιλιά, με τα παρδαλά Ελληνο-Εγγλέζικα και τους άφησε όλους άναυδους. Αφού τους περιέγραψε το μεγάλο κάρο, δηλαδή,  το αυτοκίνητο,  που την πηγαινοφέρνει από την φάμπρικα της ξενιτιάς, ζήτησε να βγάλουν τον ‘κατ’  έξω από το σπίτι, γιατί είχε αλλεργία στις γάτες.

Πετάχτηκε ο συμπέθερος και τη ρώτησε.

-Γιατί  συμπεθέρα  λες τον κάτη,  ‘κατ’  και το πετσόκοψες το ζωντανό;

Τόσο πολύ πεινάτε, εκεί στην Αμέρικα και τρώτε ακόμη και τις λέξεις;

Πολλά και άλλα ευτράπελα, συνέβαιναν  στις  σπάνιες, αλλά σημαντικές συναντήσεις των ομογενών μας της ξενιτιάς,  με τους συγγενείς τους,  στα χωριά. Βέβαια  όποτε ήταν αυτοί καλεσμένοι σε οικογενειακές χαρές, όπως αρραβώνες, γάμους,  Βαπτίσια και λοιπές γιορτές.

Τον γάμο της Ζαχαρώς, θα τον δουν οι γονείς, τα αδέλφια και  οι συγγενείς,  μετά από ένα μήνα, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αυτές θα κοσμούν για πάντα, τους ασπρισμένους τοίχους,  του πατρικού της  σπιτιού. Αυτές  θα παρηγορούν την μάνα της, που θα πικραίνεται για τον αποχωρισμό της πρωτοκόρης. Μοναδικό της γιατροσόφι, η χαρά,  πως η κόρη της δεν έμεινε στο ράφι και θα της χαρίσει εγγόνια, για να τα καμαρώνει και ας μην τα γνωρίσει ποτέ.

Η ευλογημένη ώρα έφτασε, εκείνο το στενάχωρο απόγευμα που ο ήλιος έβαζε φωτιά στη Δύση  και ο ορίζοντας ήταν βαμμένος,  με ένα μεθυστικό, πορφυρό χρώμα. Όλο το χωριό μαζεύτηκε και ποκίνησε, δηλαδή,  κατευώδωσε, την μέλλουσα νύφη.

‘Είναι  μια ώρα δύσκολη του χωρισμού η ώρα’, λέει το λαϊκό άσμα.

Η Ζαχαρώ, αφού αγκάλιασε, φίλησε και αποχαιρέτησε όλο το χωριό, αποχωρίστηκε γονείς, αδέρφια, φίλες και γειτόνισσες και πήρε τον πικρό δρόμο του ξενιτεμού. Το πλοίο της γραμμής ο Μιαούλης, προσέγγιζε  συχνά το πέτρινο λιμάνι, της φιλόξενης  Κω. Μια παρέα νέων γυναικών, που θυμίζει τις ‘νύφες’, από την ομώνυμη ταινία, του Παντελή Βούλγαρη,  περιμένουν να επιβιβαστούν, στο αργοκίνητο καράβι.

Θα φθάσουν  μετά από ένα εικοσιτετράωρο, άγονης γραμμής,  στον Πειραιά. Από εκεί θα ταξιδέψουν, μαζί με άλλους μετανάστες, για ένα μήνα περίπου με το μεγάλο Υπερωκεάνιο της ξενιτιάς, το Πατρίς.  Άλλες για την Αυστραλία, άλλες για την Αμερική.

Θα περάσουν, φουρτουνιασμένες θάλασσες και ταραγμένους ωκεανούς.  Ίσως σταματήσουν και σε μερικά λιμάνια,  για ανεφοδιασμό, ώσπου να φθάσουν στην χώρα της Επαγγελίας, είτε αυτή λέγεται  Αυστραλία είτε και Αμερική. Μαντήλια που κουνιούνται,  φιλιά με καυτά δάκρυα, που ανταλλάσσονται και η ώρα του πικρού αποχωρισμού, είναι  μια στενάχωρη πραγματικότητα, που την αναγγέλλει επίμονα, η   καπνισμένη μπουρού, του μεγάλου καραβιού.

Το μελαχρινό το Ζαχαρώ, φοράει το καλό της πλουμιστό φουστάνι, που της το έραψε η μοδίστρα του χωριού, η κυρά  Μεταξία και μαζί με μερικές άλλες νησιωτοπούλες και μερικούς νησιώτες, ίσα που διακρίνουν για τελευταία φορά, τα δακρυσμένα πρόσωπα, των γονιών, των συγγενών, των φίλων και των συγχωριανών τους. Ίσα που βλέπουν για τελευταία φορά, το αγαπημένο τους καταπράσινο νησί να χάνεται στον καμπυλόγραμμο ορίζοντα.

Πολύβουο, το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Μόλις  που πρόλαβε να το δει η Ζαχαρώ,  αυτό το ξακουστό λιμάνι, με τα αμέτρητα καράβια, αραγμένα στην υγρή αγκαλιά του.  Αταξίδευτο  το κορίτσι, άπειρο, από τα χωράφια του χωριού, στους  ελαιώνες και στα αμπέλια. Που να δει η άβγαλτη κοπέλα,  ξανά τέτοιο κόσμο, τόσα πολλά  αυτοκίνητα,  τόση οχλοβοή, στο μεγάλο, κεντρικό λιμάνι της χώρας της. Ξαφνικά,  ο συριγμός της τσιμινιέρας  του μεγάλου πλοίου, την αναστάτωσε. Ένοιωσε πως ήταν  μια κοπέλα μόνη,  ξένη, ανάμεσα σε τόσο ξένο κόσμο, που  ταξίδευε για πρώτη  φορά, σε ένα τόσο μεγάλο και μακρινό ταξίδι.

Δάκρυσε η Ζαχαρώ και οι ψιχάλες σιγά, σιγά  γίνανε βροχή. Αλλά  πώς να μην δακρύσει; Πλημμυρισμένη με νοσταλγία, για τον αγαπημένο φτωχότοπο της, αλλά και με περισσή αγωνία,  σκεφτόταν  το αβέβαιο μέλλον της.

Τριάντα μέρες, έβλεπε ουρανό και θάλασσα, μέσα από μια στενάχωρη καμπίνα, που την μοιράστηκε με άλλες κοπέλες, που αναζήτησαν και αυτές την τύχη τους, εκεί μακριά στα ξένα. Πέρασε τόσα τρικυμισμένα  κύματα και να ύστερα από ένα ολόκληρο  μήνα ταξίδι, γεμάτο  με ταλαιπωρία, έχει απέναντι της τη φημισμένη, Όπερα Βεντάλια του Σύδνεϋ, στο πολυσύχναστο και  ξακουστό λιμάνι.

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της η  Ζαχαρώ,  για  να αντικρίσει ανάμεσα στους δεκάδες ανθρώπους,  στην προβλήτα του λιμανιού, τον εκπρόσωπο της  Μεταναστευτικής Υπηρεσίας, που την περίμενε μαζί με τον υποψήφιο γαμπρό, που θα της χάριζε μια ξένοιαστη ζωή,  με βάρκα την ελπίδα……

Ήλπιζε, να της βγει καλός σύζυγος και πατέρας.

-Γιατί και ο γάμος είναι λαχείο. Αν σου βγει ο λαχνός καλός, σώθηκες, αλλιώς κάηκες……

Σκεπτόταν η υποψήφια νύφη,  όσο κατέβαζε τις αποσκευές της, μέχρι που  γνώρισε τον Βαγγέλη. Βέβαια η φωτογραφία, δεν είχε καμιά σχέση, με αυτό που  στην πραγματικότητα αντίκριζε.  Αλλά ποιος νοιάζεται, για έρωτες και ομορφάδες;   Η ανάγκη  και η στενάχωρη ζωή, όλα τα συμβιβάζουν  και όλα τα βλέπουν όμορφα.

Η Ζαχαρώ, μαζί με άλλες  κοπέλες, εγκαταστάθηκε  για σχεδόν μισό  αιώνα, στην μακρινή και πλούσια Αυστραλία. Πολλές  φορές νοσταλγούσε ‘ το χωριό της  χωριουδάκι  της  και πατρικό σπιτάκι της’ ……

Μερικές  κοπέλες, τη μεταπολεμική δεκαετία της πικρής μετανάστευσης, κυρίως του 50 -60 και 70, ακολούθησαν την τύχη τους, μακριά στα ξένα, από την Αυστραλία, ως  την αχανή Αμερική και  τον Καναδά. Άλλες πάλι, ξενιτεύτηκαν στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Νότιο Αφρική και στη Βραζιλία.  Κάτι ανάλογο, που συμβαίνει και σήμερα, με αιτία την  άθλια οικονομική κρίση.

Μαζί με τους συζύγους και τα αδέλφια τους, δούλεψαν σκληρά, για να επιβιώσουν σε μια ξένη χώρα, που δεν γνώριζαν ούτε τη γλώσσα.  Ξένοι  μες στους ξένους, αποκομμένοι από τη μητέρα, πατρίδα τους, αγωνίστηκαν,  μόχθησαν,  για μια καλλίτερη ποιότητα ζωής,  δική τους και των συγγενών τους.  Πάλεψαν, για να πάρουν κοντά τους και τα υπόλοιπα αδέλφια και τα ξαδέλφια τους. Ολημερίς  δούλευαν στα εργοστάσια, για να στείλουν στους γονείς και στους συγγενείς, ‘κάτι’ από το περίσσευμα τους.  Για  να έχουν και αυτοί, εκεί στο ερειπωμένο χωριό, μια πιο ξεκούραστη και  αξιοπρεπή  ζωή, στα  γεράματα τους.

Οι   Έλληνες μετανάστες, άνδρες και γυναίκες μεγαλούργησαν στα ξένα. Επικεντρώθηκαν  στην οικογένεια, στη  δουλειά και στο σπίτι τους. Παντρεύτηκαν  ‘παπούτσι  από τον τόπο τους,’ ενώ πολύ σπάνια χώριζαν. Πολλές  φορές, γνώρισαν και την ρατσιστική συμπεριφορά. Όμως επέμεναν και με σκληρή δουλειά και οικογενειακή αλληλεγγύη, πέτυχαν στη ζωή τους. Βοήθησαν  στην ανοικοδόμηση του χωριού τους, όπως π. χ.  στο Ζιπάρι του Ασφενδιού. Επαναπατρίσθηκαν, άνοιξαν δουλειές, επιχειρήσεις, ξενοδοχεία και  ενίσχυσαν με τον τρόπο τους,  την οικονομία του νησιού τους.  Επέστρεψαν χορτασμένοι, από την άνετη ζωή και τη προσφορά  τους,  στους  συμπατριώτες τους και την ιδιαίτερη πατρίδα  τους.

Μερικοί, γύρισαν για πάντα. Άλλοι που  επέστρεψαν, με τη τελευταία οικονομική κρίση, ξανάφυγαν για το εξωτερικό. Άλλοι πάλι, ήρθαν και ξανάρθαν, για διακοπές,  ενώ οι υπόλοιποι ομογενείς, έμειναν για πάντα εκεί στα ξένα.

Η   Ζαχαρώ,  γύρισε ύστερα από 45 χρόνια ξενιτιάς, μαζί με τον Βαγγέλη. Άφησε πίσω για λίγο τα παιδιά και τα εγγόνια της.   Όταν την συνάντησα σ’ ένα  ετήσιο χορό του Συλλόγου Επαναπατριζόμενων,  μου παραπονέθηκε  πως η άκαρδη ξενιτιά, άδειασε  τελείως και  ερήμωσε τα χωριά, όπως τις Χαιχούτες, αλλά μαζί άδειασε και τις καρδιές των νησιωτών.

Επίσης λυπήθηκε, που  δεν βρήκε στη ζωή, τους γονείς,  τους  θείους, τους συγγενείς  της και όσους ήταν σε μεγάλη ηλικία, όταν εκείνη ξενιτεύτηκε. Έτσι, ξαναγύρισε πάλι, πίσω στην φωλιά που έκτισε, εκεί  στην μακρινή, ξένη χώρα. Κάπου- κάπου, ο Ταχυδρόμος, όταν φέρνει και κάποιο γράμμα στους συγγενείς, και τα ξαδέλφια της,  μαζί με τα νέα της, φέρνει  και λίγα Αυστραλέζικα  ‘τσέκια’.  Δείγμα πως η απλοϊκή  Ζαχαρώ, δεν ξέχασε την πατρίδα της, αφού η καρδιά και το μυαλό των αποδήμων ξενιτεμένων μας, είναι πάντα στο χωριό και στο φιλόξενο νησί τους,  στην όμορφη Κω.

Ξανθίππη Αγρέλλη

2 ΣΧΟΛΙΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ