Δέκα χρόνια και δύο μήνες μετά από τον θάνατο του γιου του Κάρλος, ο Μπλούης Μαυρολέων σε ηλικία ογδόντα ενός χρονών, έφυγε από την ζωή σε κλινική του Σεν Μόριτς της Ελβετίας, όπου νοσηλευόταν. Πάλευε με την επάρατη νόσο όλο αυτό το διάστημα, έχοντας σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από την απώλεια του ατίθασου Κάρλος, του «Έλληνα Τσε» όπως χαρακτήρισαν τον γιο του.
Κηδεύτηκε αθόρυβα στον οικογενειακό τάφο της δυναστείας που υπάρχει στο κοιμητήριο της Βουλιαγμένης, δίπλα στον τάφο του Κάρλος και το παρόν έδωσαν μέλη της οικογένειας Γουλανδρή, ελάχιστοι φίλοι του που ήρθαν από το Λονδίνο και οι στενοί συγγενείς. Ανάμεσά τους ο αδερφός του Νικόλας Μαυρολέων, ο γιος του Νίκι, οι δύο κόρες που απέκτησε από τον δεύτερο γάμο του Σάσα και Σίρι, ο ανιψιός του Μανόλης Μαυρολέων και η τελευταία του σύζυγος, Καρολίν. Όπως είχε συμβεί και στην κηδεία του γιου του, έτσι και το δικό του στερνό αντίο, έγινε αθόρυβα, εν αντιθέσει με την μυθιστορηματική ζωή του, που τα είχε όλα. Μια τεράστια περιουσία, τέσσερις γάμους, αμέτρητες ερωτικές περιπέτειες, ονειρεμένα ταξίδια αλλά και μια απώλεια που τον σημάδεψε για πάντα.
Ο εφοπλιστής που λάτρεψε το ωραίο φύλο
Όσοι τον γνώριζαν είχαν να λένε για την αδυναμία του στο ωραίο φύλο, στην οποία ποτέ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Ήταν αθεράπευτος γυναικάς ο Μπλούης» λένε φίλοι του εφοπλιστές για τον άνθρωπο που καταγόταν από την Κάσο και έχτισε μια αυτοκρατορία επιχειρήσεων, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα του. Γεννημένος στις 17 Απριλίου του 1927, ο γιος του Βασίλη και της Βάιολετ Μαυρολέοντα βαπτίσθηκε Μανόλης-Βασίλης και το Μπλούης προέκυψε σαν χαϊδευτικό όταν ήταν παιδί. Ο πατέρας του γοητευμένος από την Αγγλική κουλτούρα, τον έστειλε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία, το Wellesley House στο Κεντ, όταν όμως ξέσπασε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η οικογένεια μετακόμισε πρώτα στο Λος Άντζελες και μετά στον Καναδά, προκειμένου να είναι ασφαλής.
Ο Μπλούης επέστρεψε στο Λονδίνο το 1942 σε ηλικία δεκαεπτά ετών, κατατάχτηκε στην φρουρά των Γρεναδιέρων και παρόλο που δεν πολέμησε ποτέ, λάτρεψε τα τρία χρόνια που έζησε με τη στολή. Προκειμένου να μάθει την δουλειά, ταξίδεψε για καιρό με τα καράβια της εταιρίας τους κυρίως σε λιμάνια της Γαλλίας, όπου η γοητεία του δεν άφησε καθόλου ασυγκίνητο το γυναικείο φύλο. Το 1965 μετά από το έμφραγμα που έπαθε ο πατέρας του ανέλαβε τα ηνία της εταιρίας «London & Overseas Freighters ενώ είχε ήδη παντρευτεί το 1951 την πρώτη του σύζυγο Ρουθ, κόρη ενός αστυνομικού με την οποία χώρισε τρία χρόνια αργότερα. Μετά από πρόσκαιρες ερωτικές περιπέτειες σε Λονδίνο και άλλες πόλεις του κόσμου υπέκυψε ξανά στον γάμο, όταν η μοίρα τον έριξε μπροστά σε μια κούκλα με καταγωγή από ην Λατινική Αμερική. Κάπως έτσι ήρθε το δεύτερο στεφάνι με την πανέμορφη Τζοκόντα Ντε Γκαγιάρδο το 1956, η οποία του χάρισε δύο γιους, τον Νίκι και τον Κάρλος, που έμελλε να χαράξουν τελείως διαφορετικές πορείες.
Θα χωρίσει με την Τζοκόντα πέντε χρόνια αργότερα, διατηρώντας όμως πολύ καλή σχέση μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του και θα ντυθεί για τρίτη φορά γαμπρός δύο χρόνια αργότερα όταν ερωτεύεται την καλλονή Καμίλλα Παλλαβιτσίνι. Μαζί της θα αποκτήσει δύο κόρες πριν χωρίσει και με αυτή, αναζητώντας την γυναίκα που θα τον «έκλεινε» σαν άντρα σε σχέσεις που είχαν πάντα ημερομηνία λήξης. «Ήταν λίγο επιπόλαιος με τα παιδιά του» λένε άνθρωποι που τον γνώρισαν πολύ καλά προσθέτοντας ότι «τα αγαπούσε πολύ αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να έρθει τόσο κοντά τους όσο θα έπρεπε».
Το απίστευτο χιούμορ και ο τέταρτος γάμος
Ήταν σχεδόν πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη, ειδικά όταν έβγαινε έξω για να δώσει το παρόν σε glam πάρτι και δεξιώσεις, αφού είχε γίνει διάσημος για τις υποκριτικές του ικανότητες.
Ήταν τόσο καλός που οι φίλοι του έλεγαν ότι αν δεν ήταν πάμπλουτος θα μπορούσε να διαπρέψει σαν κωμικός ηθοποιός ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τραγουδούσε σε κάποιο πάρτι για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι. Μπορεί να λάτρευε την Αγγλία, αλλά κάθε καλοκαίρι ερχόταν οικογενειακώς στην μαγευτική έπαυλη της οικογένειας στο Πόρτο Χέλι, που βρίσκεται μέσα σε μια τεράστια έκταση. Στην επιβλητική της είσοδο, στον «παράδεισο» όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος και τα παιδιά του δέσποζαν δυο μαύρα μαρμάρινα λιοντάρια, ενώ μέσα υπήρχαν ελαιώνες και εκτός από την επιβλητική κατοικία, υπήρχαν πολλά μικρότερα σπίτια για να φιλοξενηθούν, οι επισκέπτες της οικογένειας. Στις βεράντες οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις βουκαμβίλιες ανέδυαν ένα μεθυστικό άρωμα, ενώ το υπηρετικό προσωπικό ετοίμαζε σχεδόν κάθε μέρα ελληνικά φαγητά, όπως μουσακά καιν γεμιστά. Παρόλο που ο ίδιος όπως και τα παιδιά του, μιλούσαν ελάχιστα τα ελληνικά, δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους, ενώ τα καλοκαιρινά πάρτι που έχουν γίνει στην ονειρική έπαυλη έχουν γράψει ιστορία. Εκεί απολάμβανε να βλέπει τον γιο του Νίκι να έχει δίπλα του την τότε σύζυγό του Μπάρμπαρα Καρρέρα και τον Κάρλος να γυρνάει από τα φλεγόμενα μέτωπα του κόσμου για να χαλαρώσει μόνο για λίγο πριν ξαναφύγει.
Το καλοκαίρι του 1998 ήταν ήδη παντρεμένος για τέταρτη φορά με την Καρολίν Τομέ, που μπήκε από το 1982 στην ζωή του και περίμενε με ανυπομονησία να παντρευτεί ο «επαναστάτης» Κάρλος με την πανέμορφη Τανάζ Φαϊζναπούρ. Ο γιος που τον είχε ταλαιπωρήσει με την θυελλώδη ζωή του, τις κοπάνες και τις συχνές «φυγές» από την έπαυλη στο Λονδίνο για ταξίδια χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Αυτός που το έσκασε σε ηλικία δεκαέξι χρονών με μια συνομήλικη του, η οποία τον παράτησε στο δρόμο για ένα φορτηγατζή και κατέληξε μετά από εβδομάδες περιπλάνησης στην Ελλάδα και στο σπίτι της θείας του.
Τον αγαπούσε όμως ο Μπλούης και χαιρόταν να τον βλέπει να συνοδεύει την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στην απονομή των Όσκαρ, έχοντας πάρει την δική του γοητεία σε ότι είχε να κάνει με τις γυναίκες. Το καταλάβαινε όταν φίλοι της οικογένειας, ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Νιάρχος που ήταν κολλητός με τον Κάρλος, αλλά και τα αδέρφια του Φίλιππος και Σπύρος κατέφταναν από την Σπετσοπούλα με τα σκάφη τους που έδεναν στο ιδιωτικό λιμάνι της οικογένειας για να διασκεδάσουν με τις εκάστοτε συντροφιές τους. Τον Αύγουστο του 1998 όμως, ο Μπλούης Μαυρολέων έμελλε να ζήσει την απώλεια που τον σημάδεψε για πάντα.
Ο θάνατος του γιου και οι έρευνες των εκατομμυρίων λιρών
Όταν ο Κάρλος τους αποχαιρέτησε για να φύγει στην τελευταία του δημοσιογραφική αποστολή, ο πατέρας του λένε κάποιοι αναρωτήθηκε γιατί ο γιος του έτρεχε στα φλεγόμενα μέτωπα του κόσμου. Η ζωή του Κάρλος μέχρι τότε ήταν ήδη ένα κινηματογραφικό σενάριο που τα είχε όλα. Χλιδάτη ζωή, αποβολές από τα καλύτερα σχολεία της Αγγλίας και μια συνεχή αναζήτηση της περιπέτειας. Αυτή ήταν που τον έσπρωξε προς το Αφγανιστάν, εκεί όπου πολέμησε με τους Μουτζαχεντίν, αυτή ήταν που τον ώθησε να ασχοληθεί με το πολεμικό ρεπορτάζ, αφήνοντας στον Νίκι τα ηνία των επιχειρήσεων της οικογένειας. Ο γιος του Μπλούη Μαυρολέοντα πέθανε κάτω από ανεξιχνίαστες μέχρι σήμερα συνθήκες στο Πεσαβάρ του Πακιστάν στις 27 Αυγούστου του 1998 βυθίζοντας στο πένθος την οικογένεια. Από τότε ο Μπλούης δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει τους δολοφόνους του παιδιού του, αφού ποτέ δεν πίστεψε, ότι ο Κάρλος πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Φίλοι και γνωστοί που τον έζησαν εκείνο το καλοκαίρι, είναι κατηγορηματικοί στο ότι ο Κάρλος ήταν καθαρός και πιο χαρούμενος από ποτέ, αφού τον ερχόμενο Νοέμβριο θα παντρευόταν την γυναίκα της ζωή του.
Οι έρευνες που ξεκίνησαν κόστισαν σύμφωνα με πληροφορίες εκατομμύρια λίρες στον Μπλούη, αλλά δεν απέδωσαν καρπούς, ενώ ο ίδιος χτυπήθηκε από την επάρατη νόσο λίγους μήνες μετά το τελευταίο αντίο στον γιο του. Όταν αρρώστησε άρχισε να μένει μόνιμα σχεδόν στην Ελβετία, για τις απαραίτητες θεραπείες, παλεύοντας για τη ζωή, ενώ όποτε η κατάσταση βελτιωνόταν επέστρεφε για λίγο στο αγαπημένο του Λονδίνο. Δεν ήταν όμως πια ο ίδιος άνθρωπος και παρόλο που από καιρό σε καιρό, έδινε το παρόν σε κάποιες δεξιώσεις, όσοι τον έζησαν τα τελευταία χρόνια, είχαν να λένε για το πώς άλλαξε. Άντεξε δέκα ολόκληρα χρόνια πριν έρθει η μοιραία μέρα που έφυγε για να συναντήσει τον επαναστάτη γιο του.