Της Βίβιαν Μόρρις στο “Νέο Κόσμο”
Είναι πολλοί, ανακαλύπτω όλο και συχνότερα, οι συμπάροικοι πρώτης γενιάς που γυρίζουν στα πατρώα εδάφη για να μείνουν εκεί για μήνες. Στην πλειονότητα έχουν το δικό τους σπίτι. Είναι το πατρικό που ανακαίνισαν, ενώ άλλοι χτίζουν καινούριο εκ θεμελίων.
Τους χαίρομαι και τους ζηλεύω μαζί!
Aπό τους τυχερούς της παρέας ο Ιπποκράτης Καλούδης ο οποίος ήλθε στην Αυστραλία από την Αντιμάχεια της Κω το 1955 σε ηλικία 19 χρόνων.
«Είχα προσπαθήσει μ’ όλες μου τις δυνάμεις να μείνω στο νησί. Με πονούσε η ιδέα να ξενιτευτώ. Δούλευα σε δυο διαφορετικές δουλειές, μέρα νύχτα για να αποφύγω τη ξενιτιά. Αγαπούσα τον τόπο μου με πάθος και σε μια εποχή που το νησί άδειαζε από τον ανθό της, εγώ προσπαθούσα με νύχια και δόντια να κρατηθώ εκεί».
Άκουγε πολλά για εύκολα λεφτά, για παραμυθένιους τόπους, αλλά έκλεινε τα αυτιά του στις σειρήνες.
« Δεν ήταν εύκολο γιατί έκανα όνειρα να ξεφύγω από τις αγροτικές δουλειές, να έχω τη δική μου επιχείρηση να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος. Γι’ αυτό κατέβηκα και στην πόλη και δούλευα σε φούρνο. Έμαθα βέβαια τη δουλειά, αλλά η ειρωνεία ήταν ότι θα εκμεταλλευόμουν τις γνώσεις μου στη μακρινή Αυστραλία!
Εκεί θα μου δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσω όλα αυτά που ονειρευόμουν να πραγματοποιήσω στο νησί μου. Ωραίο σπίτι, οικογένεια, οικονομική ανεξαρτησία. Όχι βέβαια χωρίς σκληρή δουλειά και αντιμετώπιση προβλημάτων που ζητούσαν τη λύση τους».
Όταν μπήκαν τα πράγματα στη σειρά τους, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καλούδης, αισθάνθηκε ότι εκείνο που χρωστούσε στον εαυτό του και τη σύντροφο της ζωής του ήταν να ζουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα στην αγαπημένη τους Κω.
ΝΟΙΩΘΩ ΝΕΟΣ
Πάνε πολλά χρόνια τώρα που το όνειρο βρήκε την πραγμάτωσή του.
“Αισθάνομαι πλήρης. Είναι κάτι σαν θαύμα. Όταν πάω εκεί, ξαφνικά αισθάνομαι νέος. Ανεβαίνω στο ποδήλατο και κάνω βόλτες ατελείωτες. Κατεβαίνω στην παραλία και περνώ ώρες κολυμπώντας, μυρίζοντας τον υπέροχο θαλασσινό αέρα τα πρωινά. Είναι μια αίσθηση που δεν περιγράφεται!»
Όχι, δε νοιώθει διχασμένος, τονίζει. Έχει βρει μια ισορροπία μέσα του. Ελλάδα και Αυστραλία διεκδικούν μια θέση εξίσου σημαντική στον νου και την καρδιά του.
«Η Ελλάδα είναι η χώρα που γεννήθηκα που αγάπησα από τότε που ένιωσα τον κόσμο. Δεν μπόρεσε όμως να με κρατήσει. Δούλευα σκληρά και δεν μπορούσα να επιβιώσω. Το σήμερα σκληρό, το αύριο αβέβαιο. Δεν είχα το δικαίωμα να ελπίζω, αλλά ούτε και να ονειρεύομαι. Η Αυστραλία, από την άλλη πλευρά, στην πραγματικότητα στον αντίποδα της γης, μού έδωσε ό,τι μου στέρησε η Ελλάδα. Δεν γίνεται να μην την αγαπώ. Το ίδιο όμως και την Ελλάδα.
Αυτό δεν αλλάζει με τίποτε. Γυρίζω πίσω γιατί μου είναι απαραίτητη. Γι’ αυτό, όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, θα την επισκέπτομαι και θα ζω όσο το δυνατόν πιο πολύ καιρό κοντά της», καταλήγει ο κ. Καλούδης.
ΧΡΕΟΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
«Το χρωστάμε στον εαυτό μας», λέει η Κατίνα Μπαλούκα επιγραμματικά.
«Ήλθαμε για δυο χρόνια στην Αυστραλία και συμπληρώσαμε 55. Τα τελευταία 10, πηγαινοερχόμαστε και είναι κάτι πολύ φυσικό».
Ανακαίνισε το πατρικό της σπίτι στον Άγιο Δημήτριο, ανάμεσα στα Πιέρεια και τον Όλυμπο, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, πηγαίνοντας στο ίδιο σχολείο με τον Αντώνη, το σύντροφο της ζωής της.
«Είναι θέμα ζωτικής ανάγκης σήμερα πλέον. Την ακούω να με καλεί. Όταν πλησιάζω στον τόπο που γεννήθηκα, όταν αντικρίζω τον Όλυμπο ο χρόνος γυρίζει πίσω και είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Είναι μια αίσθηση που δεν περιγράφεται με λόγια. Παίρνει είδηση όλο το χωριό και βγαίνουν έξω να μας υποδεχτούν. Εξάλλου μας περιμένουν. Όλη μια μεγάλη οικογένεια με την αγάπη και την καλή διάθεση να ξεχειλίζουν από παντού».
Η ίδια συμπληρώνει ότι είναι κάτι που τους δίνει παράταση ζωής. Εκεί, όταν ξυπνώ το πρωί και αντικρίζω τον Όλυμπο, αισθάνομαι κατά πολύ πιο νέα.
Είναι σαν να φεύγουν τα χρόνια από πάνω μου και η ζωή παίρνει ένα καινούριο νόημα. Ίσως είναι το γεγονός ότι μας έλειψε η πατρίδα, όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθούσαμε να ορθοποδήσουμε και τώρα που μπορούμε να τη χαρούμε, όσο καιρό θέλουμε, αισθανόμαστε προνομιούχοι. Είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται με τίποτε».
Ανατρέχοντας μερικές δεκαετίες πίσω θυμάται όταν το 1981 με τα τρία παιδιά τους, τη Ρούλα, τον Γιάννη και την Παναγιώτα στην εφηβεία, ταξίδεψαν στην Ελλάδα και επί τρεις μήνες την επισκέφθηκαν σχεδόν όλη.
«Αγοράσαμε ένα αυτοκίνητο και πήγαμε παντού. Στα θαλάσσια ταξίδια μας, το φορτώναμε στα ferry boats. Για πρώτη φορά είδαν τα παιδιά ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο αρχαία μνημεία τα οποία θαύμασαν βέβαια, γοητεύτηκαν όμως και από τις φυσικές ομορφιές του τόπου, από τον τρόπο ζωής και φιλοξενίας των ανθρώπων».
Με φανερή περηφάνεια θα πει ότι ο εγγονός της Αλέξανδρος, 26 χρόνων, γεννημένος στη Μελβούρνη επέλεξε, πριν ένα χρόνο, να ζήσει στην Ελλάδα.
«Εκεί αισθάνεται πλήρης, ευτυχής. Πιστεύω ότι είναι χρέος μας, να φροντίσουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας, να γνωρίσουν την Ελλάδα, τις ρίζες τους. Μπορεί η χώρα να μην μπόρεσε να μας κρατήσει, δεν παύει όμως να είναι η πατρίδα μας και μία από τις ωραιότερες χώρες του κόσμου με αξιοθαύμαστο πολιτισμό και ιστορία».
Για την Αυστραλία τρέφει αισθήματα ευγνωμοσύνης και αγάπης, τονίζοντας ότι βρήκε τη χρυσή τομή.
«Η Αυστραλία είναι η καλή μητριά που μ’ έχει αγκαλιάσει κι’ εγώ ανταποδίδω την αγάπη της και την ευγνωμονώ για όλες τις ευκαιρίες που έδωσε σε μένα και την οικογένειά μου. Θα ήμουν αγνώμων αν δεν το αναγνώριζα. Την ίδια ώρα όμως η Ελλάδα, η μάνα που με γέννησε, με καλεί. Θα πεθάνω στην Αυστραλία, η ψυχή μου όμως θα ταξιδέψει και θα βρίσκεται στην Ελλάδα», καταλήγει η κ. Μπαλούκα.
ΑΕΡΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ο Γιάννης Μάρκου ήλθε στη Μελβούρνη σε ηλικία 23 χρόνων το 1969.
Έφυγε από το Καρλόβασι της Σάμου, όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε, κυρίως για να νοιώθει ελεύθερος.
«Έφυγα από τον ασφυκτικό κλοιό της δικτατορίας στην Ελλάδα και ήλθα για να μπορώ να αναπνεύσω ελεύθερα. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή η Μελβούρνη και ένοιωσα ευτυχής. Βρήκα δουλειά, είχα δικούς μου ανθρώπους εδώ, σε μερικά χρόνια έκανα οικογένεια, δεν έπαυσα όμως να νοσταλγώ τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Ιδιαίτερα, κάθε φορά, που στα σύντομα σχετικά ταξίδια μου, βρισκόμουν εκεί, ένοιωθα να με ελκύει ακατανίκητα.
Γύριζα πίσω και άθελά μου έκανα συγκρίσεις.
Σήμερα νοιώθω ευτυχής γιατί είμαι σε θέση να μένω εκεί για μεγάλο διάστημα κάθε χρόνο. Έχτισα ένα ωραίο σπίτι στο Καρλόβασι, πνιγμένο στο πράσινο, απέναντι στη θάλασσα, έχω τους φίλους μου που με περιμένουν, ο καιρός είναι θαυμάσιος και ο τρόπος ζωής μοναδικός. Όταν βρεθώ εκεί αισθάνομαι ότι ανανεώνομαι. Νοιώθω ότι ο χρόνος γυρίζει πίσω και ότι δεν έφυγα ποτέ.
Θα συνεχίσω να πηγαίνω και να μένω όσο γίνεται πιο πολύ. Νομίζω ότι είναι κάτι που οφείλω στον εαυτό μου» καταλήγει ο κ. Μάρκου.
Ταξίδια πίσω στη γενέτειρα για μεγάλο διάστημα για τους τυχερούς, φαίνεται να είναι η πιο ωραία και δίκαιη, ίσως, αποζημίωση για τον αναγκαστικό ξενιτεμό, δεκαετίες πριν.