ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΓΙΑ ΤΑ 100ΧΡΟΝΑ
ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ τιμά τα 100 χρόνια της μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Τιμά το κορυφαίο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση φώτισε τη δύναμη της επαναστατικής ταξικής πάλης, τη δύναμη των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, όταν βγαίνουν ορμητικά στο προσκήνιο και γυρίζουν τον τροχό της Ιστορίας μπροστά, προς την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Μέσα στον ιστορικό χρόνο, αποτέλεσε τη συνέχεια των εξεγέρσεων των δούλων, των χωρικών του Μεσαίωνα, των αστικών επαναστάσεων, αλλά ταυτόχρονα και την κορύφωση και την υπέρβασή τους, αφού για πρώτη φορά τέθηκε ως στόχος της επανάστασης η κατάργηση της ταξικής, εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Σαράντα έξι χρόνια μετά την «έφοδο στους ουρανούς» της ηρωικής Παρισινής Κομμούνας, η ρωσική εργατική τάξη με την Οχτωβριανή Επανάσταση ήρθε να ενσαρκώσει το όραμα εκατομμυρίων εργατικών – λαϊκών μαζών για μια καλύτερη ζωή.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση απέδειξε την ορθότητα της λενινιστικής σκέψης ότι η νίκη του σοσιαλισμού είναι δυνατή σε μια χώρα ή σε ομάδα χωρών, ως συνέπεια της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Ο Οχτώβρης του 1917 ήταν γεγονός παγκόσμιας και διαχρονικής σημασίας. Επιβεβαίωσε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης (ως κοινωνικής δύναμης που μπορεί και πρέπει να ηγηθεί στον επαναστατικό αγώνα, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, ανασφάλεια, φτώχεια, ανεργία και πολέμους) να εκπληρώσει την ιστορική της αποστολή. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι η πραγματοποίηση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης δεν καθορίζεται από το ποσοστό της στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, αλλά από το γεγονός ότι είναι ο φορέας των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Ταυτόχρονα, ο Οχτώβρης ανέδειξε τον αναντικατάστατο ρόλο της πολιτικής επαναστατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως καθοδηγητικού παράγοντα όχι μόνο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και όλης της πάλης για τη διαμόρφωση, ισχυροποίηση, τελική νίκη της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η φλόγα του Οχτώβρη οδήγησε και επιτάχυνε την ίδρυση μιας σειράς Κομμουνιστικών Κομμάτων, επαναστατικών εργατικών κομμάτων νέου τύπου, στον αντίποδα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής εκείνης, τα οποία είχαν προδώσει την εργατική τάξη και την επαναστατική πολιτική, επιλέγοντας τον δρόμο της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος κάτω απ’ τη σημαία της αστικής τάξης καθώς και τη στήριξη της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επίθεσης σε βάρος του νεαρού εργατικού κράτους στη Ρωσία.
Η νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσε συνέχεια όλων των προηγούμενων εργατικών εξεγέρσεων και άνοιξε τον δρόμο για το ιστορικό πέρασμα της ανθρωπότητας «απ’ το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας». Συνοψίζοντας την ιστορική σημασία της, ο Λένιν έγραψε:
«Εμείς αρχίσαμε αυτό το έργο. Πότε ακριβώς, σε πόσο χρονικό διάστημα, οι προλετάριοι ποιανού έθνους θα αποτελειώσουν το έργο αυτό δεν είναι το ουσιαστικό ζήτημα. Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο δρόμος άνοιξε, ότι ο δρόμος χαράχτηκε».
Τα διδάγματα του Οχτώβρη έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα που ο τροχός της Ιστορίας φαίνεται να κινείται προς τα πίσω, σήμερα που το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης και υποχώρησης, σήμερα που οι μακρόχρονες συνέπειες της αντεπανάστασης (στις αρχές της δεκαετίας του ’90) ενισχύουν τη λαθεμένη αντίληψη πολλών εργαζομένων ότι δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος από τον καπιταλισμό.
Η ίδια η ιστορική εξέλιξη βοηθά να αποκαλύψουμε την αστική προπαγάνδα ότι ήταν ουτοπικός ο χαρακτήρας του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού εγχειρήματος. Κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ιστορία της ανθρωπότητας δεν εδραιώθηκε μια κι έξω, με μια ευθύγραμμη πορεία από νίκες εκείνων των ταξικών δυνάμεων που ήταν κάθε φορά οι φορείς της κοινωνικής προόδου. Μετά τη μεγάλη εξέγερση των δούλων, ο Σπάρτακος σταυρώθηκε, αλλά η δουλεία ξεπεράστηκε ιστορικά. Μετά τη γαλλική αστική επανάσταση του 1789, ο Ροβεσπιέρος καρατομήθηκε, όμως η φεουδαρχία δεν είχε πλέον μέλλον.
Η αστική τάξη σκόπιμα αποσιωπά ότι χρειάστηκε περίπου 4 αιώνες για να εδραιωθεί στην εξουσία. Χρειάστηκε κάποιους αιώνες, από τα πρώτα σκιρτήματα της αστικής τάξης τον 14ο αιώνα στις εμπορικές πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, μέχρι τις αστικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα, έως ότου αναπτυχθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να καταφέρει η ίδια να επιβάλει την πλήρη κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Οι πολιτικές ήττες που υπέστη η αστική τάξη αυτήν την περίοδο δεν αναιρούν το γεγονός ότι ήταν ιστορικά αναγκαίο οι ξεπερασμένες σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στον φεουδάρχη και τον δουλοπάροικο να αντικατασταθούν από τις αστικές σχέσεις ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη.
Μάταια οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης ισχυρίζονται ότι ο καπιταλισμός είναι αναντικατάστατος, αιώνιος και ότι η επαναστατική ταξική πάλη δεν αποτελεί πλέον μοχλό της ιστορικής εξέλιξης.
Η, για δεκαετίες, ύπαρξη και οι επιτυχίες της σοσιαλιστικής κοινωνίας, την οποία εγκαινίασε η Οχτωβριανή Επανάσταση, απέδειξε ότι είναι εφικτή μια κοινωνία χωρίς αφεντικά, χωρίς καπιταλιστές που έχουν στην ιδιοκτησία τους τα μέσα παραγωγής. Αυτό το συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίοδο δεν κατόρθωσε οριστικά να νικήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό κέρδος.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ,
ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ
Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, η δυνατότητα κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής πηγάζουν από την καπιταλιστική εξέλιξη που οδηγεί στη συγκεντρωμένη παραγωγή. Καπιταλιστική ιδιοκτησία σημαίνει φρένο στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία ακυρώνει τη δυνατότητα να ζήσουν όλοι οι εργαζόμενοι σε κοινωνικά οργανωμένες καλύτερες συνθήκες που να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες ανθρώπινες ανάγκες: Να έχουν όλοι δουλειά χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας, να εργάζονται λιγότερες ώρες απολαμβάνοντας καλύτερο επίπεδο ζωής, με υψηλού επιπέδου αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία και αντίστοιχες υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας.
Αυτές τις δυνατότητες τις γεννά η εργατική τάξη με τη δουλειά της μέσα στον καπιταλισμό, τις διευρύνει η ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας. Όμως, σε μια κοινωνία όπου το τι και πώς θα παραχθεί καθορίζεται με γνώμονα το ατομικό, το καπιταλιστικό κέρδος, οι ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων συνθλίβονται. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο ότι άλλοι παράγουν και άλλοι αποφασίζουν για τους στόχους και την οργάνωση της παραγωγής. Οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις είναι στο DNA του καπιταλισμού και γίνονται όλο και πιο βαθιές και συγχρονισμένες, με συνέπεια να αυξάνεται απότομα η ανεργία, να επεκτείνεται εκ νέου η κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη δουλειά, η ζωή με τσακισμένα δικαιώματα, με ιμπεριαλιστικούς πολέμους για το μοίρασμα αγορών και εδαφών.
Η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, παρά την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, αφορά ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και μάλιστα τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη, τα ερευνητικά τους κέντρα, παραδέχονται ότι μειώνεται το εργατικό εισόδημα, ενώ αυξάνονται τα πλούτη των καπιταλιστών.
Όπως και στις προηγούμενες περιόδους των κοινωνικών ανατροπών, έτσι και σήμερα, αποφασιστικός παράγοντας διάβρωσης της δύναμης του παλιού εκμεταλλευτικού συστήματος είναι πάντα οι εσωτερικές αντιφάσεις του, η όξυνση των αντιθέσεών του. Αυτές δίνουν τη δυνατότητα να αναπτυχθεί, να κλιμακωθεί η ταξική πάλη και να πάρει ανατρεπτικό χαρακτήρα. Σήμερα, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, οξύνεται η βασική αντίθεση του συστήματος, δηλαδή ενώ έχουν κοινωνικοποιηθεί η εργασία και η παραγωγή σε πρωτοφανή κλίμακα, το μεγαλύτερο μέρος των αποτελεσμάτων τους καρπώνονται οι μέτοχοι των μονοπωλιακών ομίλων. Πρόκειται για μεγαλομετόχους – παράσιτα της οικονομικής ζωής που, ενώ είναι περιττοί για την οργάνωση και τη διεύθυνση της παραγωγής, εκμεταλλεύονται και ξεζουμίζουν την εργατική τάξη. Μέτοχοι που συχνά δεν γνωρίζουν ούτε πού βρίσκονται ούτε τι παράγουν οι όμιλοι των οποίων κατέχουν μετοχές και καρπώνονται τα κέρδη τους.
Παράλληλα με την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων ενισχύεται και η τάση προς τη σχετική στασιμότητα, δηλαδή τη στασιμότητα σε σχέση με τις δυνατότητες και τη δυναμική που δημιουργεί το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σε σχέση με το τι θα μπορούσε να παραχθεί ποσοτικά και ποιοτικά, αν η κοινωνία ξεφορτωνόταν το κέρδος ως κίνητρο παραγωγής. Στοιχεία παρασιτισμού και σχετικής στασιμότητας αποτελούν: Η λεγόμενη ενσωματωμένη αχρήστευση των εμπορευμάτων (η αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων για περιορισμό της διάρκειας ζωής των προϊόντων), οι περιορισμοί στη διάχυση της τεχνολογίας μέσω των λεγόμενων πατεντών που κατέχουν επιχειρηματικοί όμιλοι, η υποτίμηση για μια χρονική περίοδο της ανάπτυξης τομέων που δεν αποδίδουν επαρκές κέρδος (π.χ. αντισεισμική θωράκιση), η καταστροφή του περιβάλλοντος από την άλογη αξιοποίησή του με κίνητρο το μέγιστο καπιταλιστικό κέρδος, οι τεράστιες δαπάνες επιστημονικής έρευνας για παραγωγή όπλων και μέσων καταστολής κ.λπ.
Σήμερα, ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος της εργατικής τάξης αναπαράγει την εντύπωση (κάτω από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας) ότι είναι ανίκητες η εξουσία και η επιθετικότητα του κεφαλαίου. Όμως, δεν μπορεί να κρύψει τη σήψη του καπιταλισμού και την αντικειμενική δυνατότητα για να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, να κοινωνικοποιηθούν απ’ την εργατική εξουσία και να χρησιμοποιηθούν με κεντρικό σχεδιασμό και κίνητρο το κοινωνικό όφελος.
Όλη η Ιστορία της Οχτωβριανής Επανάστασης και ό,τι προηγήθηκε αποδεικνύουν ότι ο αρνητικός συσχετισμός δεν είναι αιώνιος και αμετάβλητος.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΕΥΝΟΪΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Το γεγονός ότι έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας δεν συνεπάγεται αυτόματα την πραγματοποίησή της. Μια σημαντική αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, η κοινωνική εξέλιξη προϋποθέτει τη σχετική δραστηριότητα των ανθρώπων, εν προκειμένω την ταξική πάλη για την κατάργηση της παλιάς και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης (όπως και κάθε κοινωνικής επανάστασης που έχει γνωρίσει η ανθρώπινη Ιστορία) προϋποθέτει την εμφάνιση μιας κατάστασης στην οποία αδυνατίζει η ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να ενσωματώνει, να καταστέλλει, να καθησυχάζει το λαό.
Ο Λένιν διατύπωσε την έννοια της επαναστατικής κατάστασης και προσδιόρισε τα κύρια αντικειμενικά και υποκειμενικά χαρακτηριστικά, που συσσωρεύονται στην κοινωνία την παραμονή της επανάστασης:
— Οι «πάνω» (η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών) δεν μπορούν να κυβερνήσουν και να διευθύνουν όπως παλιά.
— Οι «κάτω» (η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα) δεν θέλουν να ζουν όπως παλιά.
— Σημειώνεται μια ασυνήθιστη άνοδος της δραστηριότητας των μαζών.
Έτσι, η εξαθλίωση των «κάτω» και η δυσαρέσκειά τους ανεβάζουν την πολιτική δράση τους, ενώ στους «πάνω» κυριαρχούν η αμηχανία, η αδυναμία, οι αντιθέσεις, η αναποφασιστικότητα.
Η εμφάνιση μιας τέτοιας ευνοϊκής κατάστασης για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, απορρέει από την απότομη όξυνση των αντιθέσεών της.
Όμως, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Λένιν, κάθε επαναστατική κατάσταση δεν μετατρέπεται σε επανάσταση. Ούτε η αντίδραση των κάτω ούτε η κρίση των πάνω θα προκαλέσουν την ανατροπή, αν δεν υπάρχει σχεδιασμένη επαναστατική εξέγερση της εργατικής τάξης, καθοδηγούμενη απ’ τη συνειδητή πρωτοπορία της.
Με άλλα λόγια, για να εκδηλωθεί η εργατική επανάσταση, απαιτείται η παρουσία της επαναστατικής πολιτικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, εξοπλισμένου με θεωρητική επεξεργασία και πρόβλεψη των εξελίξεων στηριγμένη στη μαρξιστική – λενινιστική κοσμοθεωρία και ικανού να ηγηθεί της επαναστατικής εξέγερσης της εργατικής τάξης.
Φυσικά, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλοι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε επαναστατική κατάσταση. Η ιστορική πείρα ανέδειξε ως σημαντικούς παράγοντες την εκδήλωση βαθιάς και συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης, συνδυασμένης με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση στη Ρωσία ήταν αποτέλεσμα της ικανότητας της εργατικής τάξης, με την καθοδήγηση του κόμματός της, να αναλάβει αυτόν τον ρόλο στις ανάλογες συνθήκες. Ο Λένιν με επιτυχία πρόβλεψε το ενδεχόμενο επαναστατικής κατάστασης στη Ρωσία, την πιθανότητα να αναδειχτεί η Ρωσία σε αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ ΤΟΝ ΟΧΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1917
Στην τσαρική Ρωσία, πριν τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και γρήγορα αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός, επιβίωναν ισχυρά στοιχεία του παλιού απολυταρχικού κράτους, με επικεφαλής τον τσάρο, συνυπήρχε μια τεράστια μάζα αγροτών – μικροκαλλιεργητών στην ύπαιθρο, που βασανιζόταν από σημαντικά κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων.
Η επανάσταση του 1905 – 1907 οδήγησε στη συγκρότηση της Κρατικής Δούμας, δηλαδή μιας μορφής νομοθετικού αντιπροσωπευτικού θεσμού με πολύ περιορισμένα δικαιώματα, που σε καμία περίπτωση δεν σήμανε τη μετάβαση σ’ ένα τυπικό αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Ο θεσμός της Δούμας εξέφραζε έναν συμβιβασμό ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και το τσαρικό καθεστώς. Στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι η δουλοπαροικία στη Ρωσία τυπικά είχε καταργηθεί ήδη από το 1861, μεγάλα τμήματα αγροτών υπέφεραν από την καταπίεση μεγάλων γαιοκτημόνων, υποχρεώνοντάς τους σε αγγαρείες ή στο να παραδίνουν τη μισή τους σοδειά.
Την περίοδο της επανάστασης του 1905, γεννήθηκαν τα Σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης μέσα στις συνθήκες του οξυμένου αγώνα της απεργιακής πάλης και των ταξικών συγκρούσεων. Αποτέλεσαν νέα μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης με εκλεγμένους αντιπροσώπους και λειτούργησαν ως φύτρα και μορφές της μελλοντικής εργατικής εξουσίας.
Η δημιουργία τεράστιων εργοστασίων στα νευραλγικά κέντρα των μεγάλων ρωσικών πόλεων, όπως της Μόσχας και της Πετρούπολης (μετέπειτα Λένινγκραντ), οδήγησε σε σημαντική ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας, καθιστώντας την εργατική τάξη τη βασική κοινωνική δύναμη της χώρας, παρά το γεγονός ότι δεν πλειοψηφούσε στο σύνολο του πληθυσμού και της έκτασης της τσαρικής αυτοκρατορίας.
Σε αυτές τις σύνθετες συνθήκες, οι μπολσεβίκοι διαμόρφωσαν μια στρατηγική γραμμή που στόχευε, μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, να εξασφαλιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: α) Η πολιτική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στην επικείμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση, ώστε να μη μετατραπεί το προλεταριάτο σε ουρά της αστικής τάξης. β) Η καθοδήγηση ολόκληρου του λαϊκού κινήματος από την εργατική τάξη (η κοινωνική, δηλαδή, συμμαχία του προλεταριάτου με τη μικρομεσαία αγροτιά), ώστε η επανάσταση να έχει ριζοσπαστικό χαρακτήρα σε σχέση με την ιστορική εποχή, να διευκολύνει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι, στην πάλη για το πέρασμα της αγροτιάς με την εργατική τάξη, η στρατηγική των μπολσεβίκων στηρίχτηκε στη γραμμή: Μαζί με όλη την αγροτιά ενάντια στο μεσαίωνα. Ύστερα, μαζί με τη φτωχή αγροτιά, μαζί με τους μισοπρολετάριους ενάντια στον καπιταλισμό, μαζί κι ενάντια στους πλούσιους του χωριού.
Η στρατηγική αυτή στηρίχτηκε, αφενός, στην εκτίμηση ότι αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ερχόταν σε αντίθεση με το καθυστερημένο πολιτικό εποικοδόμημα του τσαρισμού και με τη διατήρηση των δουλοπαροικιακών υπολειμμάτων στην ύπαιθρο και, αφετέρου, στην ιδέα μιας επαναστατικής διαδικασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η αστική τάξη του 1905 δεν ήταν πλέον η προοδευτική αστική τάξη της εποχής των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα. Άλλωστε, ο καπιταλισμός είχε περάσει πλέον παγκόσμια στην αντιδραστική εποχή του ιμπεριαλισμού. Περισσότερο φοβόταν παρά επιδίωκε μια πολιτική επανάσταση, από τη στιγμή που η αντίπαλή της τάξη, η εργατική, είχε συγκροτηθεί ως αυτοτελής πολιτική δύναμη.
Έτσι, ο Λένιν εκτιμούσε ότι η επαναστατική ανατροπή θα έπρεπε να εγκαθιδρύσει μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», η οποία θα υλοποιούσε όσα περιέχονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα των μπολσεβίκων (συντακτική συνέλευση, καθολικό δικαίωμα ψήφου, αγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ.). Αυτή η εξουσία θα ξεκαθάριζε ριζικά με τα υπολείμματα του τσαρισμού, ενώ θα έδινε το έναυσμα της προλεταριακής επανάστασης στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, η οποία θα γινόταν στήριγμα για την προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία. Οι μπολσεβίκοι, εκείνη την περίοδο, συνέδεαν την αστικοδημοκρατική επανάσταση με τη σοσιαλιστική επανάσταση, τόνιζαν την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης και την ανάγκη να ασκείται συνεχής πίεση στην επαναστατική κυβέρνηση για επέκταση των κατακτήσεων της επανάστασης.
Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όπως έλεγε ο Λένιν, μπορούσε να έχει ενιαία θέληση όσον αφορούσε το τσάκισμα της απολυταρχίας, αλλά όχι όσον αφορούσε το σοσιαλισμό. Όσο θα εξελισσόταν η επανάσταση, ο Λένιν προέβλεπε ότι θα οξυνόταν η διαπάλη στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας εργατών – αγροτών και της εξουσίας τους και θα οδηγούσε τελικά στον πλήρη διαχωρισμό της εργατικής τάξης από τους μεσαίους και πλούσιους αγρότες, με σκοπό την επικράτηση του προλεταριακού στοιχείου πάνω στο μικροαστικό και βεβαίως και το πέρασμα στη «δικτατορία του προλεταριάτου».
Η γραμμή αυτή των μπολσεβίκων διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση και με τους δεξιούς οπορτουνιστές της εποχής, τους μενσεβίκους, αλλά και με τον Τρότσκι που υποτιμούσε το ρόλο και τη σημασία της αγροτιάς. Ο Λένιν εκτιμούσε ότι η θέση του Τρότσκι οδηγούσε στην «άρνηση του ρόλου της αγροτιάς» και στο χαντάκωμα της επανάστασης.
Η είσοδος της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Οι επανειλημμένες ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Πολωνίας, Βαλτικών Χωρών) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια, όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας. Το γεγονός ότι οι κύκλοι του τσαρισμού άρχισαν να προσανατολίζονται προς τη Γερμανία και στο ενδεχόμενο της σύναψης ξεχωριστής ειρήνης πυροδότησε την αντίδραση της αστικής τάξης, αντίδραση που υποβοηθήθηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία και οδήγησε στην οργάνωση σχεδίων για την ανατροπή του τσάρου. Ταυτόχρονα, το 1916 ξέσπασαν εξεγέρσεις διάφορων εθνοτήτων στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ενάντια στη τσαρική αυτοκρατορία.
Τα σχέδια της αστικής τάξης για ανατροπή του τσάρου συνδέθηκαν με μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες, που πραγματοποιήθηκαν τον Φλεβάρη του 1917, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων σε τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας και της ραγδαίας όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων. Η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης, η μαζική πολιτική δράση των οργανωμένων στα Σοβιέτ εργατών και αγροτών, η αποσύνθεση στις γραμμές του στρατού, οδήγησαν τελικά στην επαναστατική ανατροπή του τσάρου.
Η επαναστατική κατάσταση γεννήθηκε στο έδαφος μιας σύνθετης διαδικασίας που περιλάμβανε μια σειρά σημαντικούς παράγοντες: την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τα δεινά που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε συσσωρεύσει τα προηγούμενα 3 χρόνια στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, τον κλονισμό της συμμαχίας του τσαρισμού με την αστική τάξη, που δεν επέτρεπε πια στους «πάνω» να κυβερνούν όπως πριν, την πολιτική και οργανωτική δουλειά των μπολσεβίκων πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου στις γραμμές της εργατικής τάξης και των στρατιωτών.
Η απότομη όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ αστικής τάξης και τσαρισμού σε συνθήκες κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου, το αναπόφευκτο του οποίου είχαν επισημάνει οι μπολσεβίκοι, είχε ως αποτέλεσμα η αστική τάξη να πάρει το πάνω χέρι στην επανάσταση του Φλεβάρη.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε από εκπροσώπους των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων της Ρωσίας και αποτέλεσε όργανο της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, όμως, η μαζική πολιτική πάλη των εργατών και των αγροτών έφερε στην επιφάνεια την οργάνωση των ένοπλων μαζών που συμμετείχαν στην ανατροπή του τσάρου μέσω των Σοβιέτ (συμβούλια αντιπροσώπων).
Στα Σοβιέτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν οι μενσεβίκοι (οπορτουνιστικό ρεύμα) και οι εσέροι («μικροαστοί σοσιαλιστές επαναστάτες»), οι οποίοι έθεταν ως καθήκον τη στήριξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εμφανίστηκε, λοιπόν, μια κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει μια μεταβατική στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας, όπου η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν τόσο ισχυρή, για να διαλύσει την οργάνωση των λαϊκών μαζών που ήταν ένοπλη (π.χ. τα Σοβιέτ είχαν δικές τους φρουρές).
Ο Λένιν, διαπιστώνοντας τον συμβιβασμό ανάμεσα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και τα Σοβιέτ, θεωρούσε ότι έπρεπε να ξεδιπλωθεί μια συγκεκριμένη πολιτική, για να πειστούν οι εργάτες μέσα από την πείρα τους για την ανάγκη:
α) Να μη στηρίζουν την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία ήταν κυβέρνηση της αστικής τάξης.
β) Να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που συνεχιζόταν ήταν ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος.
γ) Να εγκαταλείψουν τους μενσεβίκους και τους εσέρους, για να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των μπολσεβίκων στα Σοβιέτ.
δ) Τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία ως προϋπόθεση για να λυθούν όλα τα φλέγοντα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων (ειρήνη, ψωμί, γη).
Στις περίφημες «Θέσεις του Απρίλη» και στα άλλα γραπτά του εκείνης της περιόδου, ο Λένιν έκανε μια πολύ σαφή εκτίμηση του χαρακτήρα της επανάστασης του Φλεβάρη. Εκτιμούσε ότι η εξουσία άλλαξε χέρια, πέρασε στα χέρια της αστικής τάξης. Υπενθύμιζε ότι το βασικό ζήτημα στη μέχρι τότε στρατηγική των μπολσεβίκων, το ζήτημα της κοινωνικής συμμαχίας των εργατών και αγροτών, είχε ήδη πραγματοποιηθεί με τη μορφή των Σοβιέτ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε αυτά η πλειοψηφία του προλεταριάτου παρασυρόταν κι εμπιστευόταν τους εκπροσώπους των μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι δρούσαν σαν ουρά της αστικής τάξης.
Απέναντι στη θέση των «παλιών μπολσεβίκων» (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ κ.ά.) ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί και ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά από στόχους (π.χ. Συντακτική Συνέλευση, αγροτική μεταρρύθμιση), ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση ήταν το ζήτημα της εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει.
Απαιτούνταν, λοιπόν, αλλαγή της στρατηγικής των μπολσεβίκων. Από τον Φλεβάρη και μετά, το πρώτο και το βασικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου, η κατάκτηση της πρωτοπορίας του στο πλαίσιο της κοινωνικής συμμαχίας. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πάλη μέσα στα ίδια τα επαναστατικά όργανα (τα Σοβιέτ), τη συσπείρωση με τους μισοπρολετάριους και τη φτωχή αγροτιά, προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Όταν τον Ιούλη η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση προχώρησε σε αυστηρά κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους και στο εργατικό κίνημα, οι μπολσεβίκοι απέσυραν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Ο Λένιν την κρίσιμη αυτήν περίοδο και ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοφ πρόβλεψε ότι η αντικειμενική κατάσταση θα οδηγούσε είτε σε ολοκληρωτική νίκη της στρατιωτικής αστικής δικτατορίας είτε σε νίκη της ένοπλης εξέγερσης των εργατών. Όξυνε τη διαπάλη απέναντι στις αυταπάτες για ειρηνικό κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό και διακήρυξε ότι ο σκοπός της ένοπλης εξέγερσης μπορούσε να είναι μόνο το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, με την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς, για την πραγματοποίηση των προγραμματικών στόχων του Κόμματος.
Τον Σεπτέμβρη του 1917, και αφού οι μπολσεβίκοι πλειοψηφούσαν πλέον στα Σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας, επανέφεραν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» με καινούργιο περιεχόμενο. Όχι όπως προηγουμένως ως σύνθημα που θα αποκάλυπτε τον συμβιβασμό, τη συμφιλίωση των μενσεβίκων με την αστική κυβέρνηση και θα διευκόλυνε την αλλαγή του συσχετισμού, αλλά ως σύνθημα ανατροπής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ως σύνθημα επαναστατικής εξέγερσης. Οι μπολσεβίκοι δρούσαν σ’ αυτήν την κατεύθυνση χωρίς να περιμένουν ούτε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, ούτε το συνέδριο των Σοβιέτ.
Η αποφασιστικότητα του Λένιν και όσων απ’ την καθοδήγηση των μπολσεβίκων υποστήριξαν τις θέσεις του οδήγησε τελικά στη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη, με βάση το νέο ημερολόγιο) 1917.
Η πείρα της Οχτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε ότι η σοβιετική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, ήταν αυτή που αντιμετώπισε τα φλέγοντα ζητήματα των εργαζομένων (γη, ψωμί, ειρήνη) και όχι η αστική ή κάποια «ενδιάμεση» εξουσία, που δεν μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα. Η σοβιετική εξουσία άνοιξε τον δρόμο για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Το μπολσεβίκικο κόμμα, με την καθοριστική συμβολή του Λένιν, για να φτάσει στη νικηφόρα επανάσταση έκανε συνεχή θεωρητική και πολιτική προσπάθεια να αναπτύσσει τη στρατηγική του αντίληψη, να εμβαθύνει και να προβλέπει τις γρήγορες αλλαγές στον συσχετισμό αντίπαλων τάξεων, αλλά και πολιτικής επιρροής μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Οι αλλαγές στη γραμμή της επαναστατικής πολιτικής από το 1905 έως τον Οχτώβρη του 1917 αντανακλούν την ωρίμανση της στρατηγικής του επεξεργασίας.
Δεν ήταν μια εύκολη προσπάθεια. Με αφετηρία τον διαχωρισμό από τους μενσεβίκους το 1903 στο 2ο Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ) και τον σχηματισμό ξεχωριστού κόμματος το 1912, οι μπολσεβίκοι ατσαλώθηκαν σε συνθήκες διαπάλης, ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.
Η πορεία προς τη νίκη ήταν αποτέλεσμα συνεχούς, επίπονης θεωρητικής και πολιτικής επεξεργασίας. Αποφασιστική συμβολή στη διαμόρφωση της στρατηγικής της σοσιαλιστικής επανάστασης είχε η μελέτη των χαρακτηριστικών του μονοπωλιακού καπιταλισμού (με το έργο «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»), τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος και τον χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου («Κράτος και Επανάσταση») και η γενικότερη εμβάθυνση στη διαλεκτική υλιστική σκέψη και ανάλυση των εξελίξεων (με το έργο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»), ενώ είχε προηγηθεί η οικονομική ανάλυση της τσαρικής Ρωσίας (με το έργο «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).
Αυτές οι επεξεργασίες φώτισαν τις δυνατότητες κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού όσο και τις δυνατότητες που δημιουργούσε η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για να σπάσει η ιμπεριαλιστική αλυσίδα στον αδύναμο κρίκο της και να ξεκινήσει η προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια χώρα ή μια ομάδα χωρών.
Ο Λένιν, αναπτύσσοντας τη στρατηγική των μπολσεβίκων, αντιπαρατέθηκε στην πράξη με τις θέσεις του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκι, του Μαρτόφ, αλλά και στελεχών των μπολσεβίκων που θεωρούσαν ότι η Ρωσία έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από το στάδιο της ονομαζόμενης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Σταλινικά επιμένουν οι κουκουέδες και τα βάζουν με τον… άθλιο Χρουστσώφ που έκανε την «αποσταλινοποίηση» στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, στην διακήρυξή τους για τα 100 χρόνια από το πραξικόπημα των μπολσεβίκων, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Κυριακή: «Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ επειδή σ’ αυτό, με όχημα τη λεγόμενη “προσωπολατρία” υιοθετήθηκαν μια σειρά από οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Γενικότερα, αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού».
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, εν έτει 2017! Ε ρε σταλινικό Γκούλαγκ που σας χρειάζεται συντρόφια, μπας και ‘ρθείτε στα… ίσα σας!
Οχτώβρη δεν είπατε ότι έγινε; Θα μας τα ζαλίζετε μέχρι τότε;
ΕΚΤΟΣ ΤΟΠΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ ΕΙΣΤΕ ΚΟΥΜΟΥΝΙΑ ΟΡΦΑΝΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
ΚΑΛΑ ΕΣΕΙΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΒΑΖΕ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΑΣ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΗ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ