Νέο βιβλίο: Οι δέκα ζωές της Ματούλας (από τον Μπάρκουλη μέχρι τον Ωνάση)
Το βιβλίο «Μια ζωή στα όρια» για τη θρυλική περσόνα της Αθήνας, που βυθίστηκε από την εφηβεία της σε έναν γοητευτικό κόσμο, ενέδωσε σε απαγορευμένες ηδονές και ουσίες, μπήκε σε αναμορφωτήριο και φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών, έκανε παρέα με μυθικές μορφές και μεγιστάνες και παραλίγο να γίνει πριγκίπισσα της Σαουδικής Αραβίας
«Οταν ήμουν μικρή έτρωγα πολύ ξύλο, επειδή ήμουν ζωηρό παιδί, μέσα στη σκανταλιά. Εσπαγα τα νεύρα της μάνας μου και όχι μόνο. Εκείνη με πλάκωνε στο ξύλο μπας και συμμορφωθώ, αλλά πού εγώ. Αμα ήταν να κάνω κάτι, το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη».
Αυτά τα λόγια της Ματούλας στις πρώτες σελίδες του βιβλίου της «Ματούλα – Μια ζωή στα όρια» σκιαγραφούν ανάγλυφα τη φιλοσοφία ζωής που είχε από παιδί αυτή η συναρπαστική περσόνα. Μια γυναίκα που έζησε τα πάντα, ερωτεύτηκε με πάθος, λατρεύτηκε από ισχυρούς άνδρες, την αγάπησαν πρίγκιπες και σταρ του σινεμά και βυθίστηκε σε έναν κόσμο ηδονής, ταξιδιών και ατέλειωτων ξενυχτιών.
Στο συγγραφικό πόνημα της Ελένης Ηλιάδου-Καπώνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απαρσις, η συγκλονιστική ζωή της Ματούλας ξεδιπλώνεται χωρίς αναισθητικό. Μιλάει για όλους και για όλα: τον καταπιεστικό πατέρα, τον έρωτα με τον Ανδρέα Μπάρκουλη όταν ήταν 15 ετών, τους διάσημους φίλους της, τα ατέλειωτα ξενύχτια σε μπαρ και νυχτερινούς ναούς, αλλά και το πώς βυθίστηκε στον κόσμο της ηρωίνης. Αυτόν που την έστειλε τελικά στη φυλακή, εκεί όπου έζησε το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της ζωής της, μακριά από το παιδί της και την πλατεία Κολωνακίου όπου για χρόνια ήταν το στέκι της.
Αγριο νιάτο
Από μικρή ήταν ξεκάθαρη σε ό,τι αφορούσε τη μαθητική της ζωή. «Το σχολείο δεν με ενδιέφερε καθόλου. Στο Δημοτικό τις τάξεις με το ζόρι τις περνούσα. Δεν είχα μυαλό για γράμματα, το είχα στα παιχνίδια».
Ο πατέρας της Νίκος Κουτρόπουλος, ανώτερος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ήταν στην προσωπική φρουρά του Κωνσταντίνου Καραμανλή και σαφώς είχε όνειρα για την κόρη του, τα οποία εκείνη δεν άργησε να μετατρέψει σε εφιάλτες.
Μεγαλώνοντας στην Κυψέλη, την πιο σικ περιοχή της Αθήνας τότε, η μικρή έχει γείτονες πρωταγωνιστές όπως ο Κώστας Βουτσάς, η Τζένη Καρέζη, η Σπεράντζα Βρανά κ.ά. «Η Κυψέλη ήταν ο τόπος έλξης όλων. Δεν υπήρχε Κολωνάκι τότε», λέει η Ματούλα, που μεγαλώνοντας μεταμορφώνεται σε μια ψηλή έφηβη κούκλα με μακριά πόδια.
Είναι μαθήτρια Γυμνασίου και φυσικά ανήλικη, όταν γνωρίζει στα 14 της τον γοητευτικό ζεν πρεμιέ Ανδρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο ζει μια θυελλώδη σχέση και τον συναντά κρυφά τα επόμενα δύο χρόνια. «Και το έφερε έτσι η τύχη και μια μέρα γνώρισα τον Μπάρκουλη. Είχαν γύρισμα γωνία Κεφαλληνίας και Επτανήσου. Το έμαθα και πήγα. Με είχε προσέξει απ’ την πρώτη φορά που με είδε».
Ο Μπάρκουλης γοητεύεται από την πιτσιρίκα, αλλά όπως γράφει η Ματούλα: «Ο έρωτάς μας ήταν για ένα μεγάλο διάστημα πλατωνικός. Ημουνα παρθένα. Ο Αντρέας το ήξερε και ουδέποτε μου είχε κάνει κάτι πονηρό. Με έβλεπε ένα κοριτσάκι μικρό, χαρούμενο, που ήθελα να μάθω τα πάντα, τρελιάρικο, μες στη ζωντάνια. Κύριος ο Αντρέας».
Είναι η περίοδος που η νεαρή μαθήτρια αρχίζει να βγαίνει κρυφά τα βράδια από το σπίτι για να πηγαίνει σε κλαμπ και στο σχολείο η μία αποβολή διαδέχεται την άλλη, ενώ ο έρωτας με τον ηθοποιό εξελίσσεται. «Με τον Αντρέα συνεχίσαμε να βλεπόμαστε για ενάμιση χρόνο περίπου ακόμα. Εγώ ήμουν πια δεκαπεντέμισι χρονών. Τότε ήταν που έκανα για πρώτη φορά έρωτα μαζί του».
Ο χωροφύλακας πατέρας τσακώνεται συνέχεια με την ατίθαση κόρη του, δεν την αφήνει να βγαίνει, αλλά εκείνη ζει για τα βράδια που φεύγει όταν όλοι κοιμούνται και πηγαίνει στην «Quinta» του Μπάμπη Μουτσάτσου.
Ο καημός της που δεν ερχόταν κανείς να την πάρει από το σχολείο γέννησε το μυθικό πλέον σύνθημα, αφού όταν του το λέει εκείνος αποφασίζει να της κάνει έκπληξη. «Ηρθε μια μέρα να με πάρει από το σχολείο χωρίς να μου πει τίποτε! Φαντάζεστε τι έγινε μόλις τον είδανε τα κοριτσόπουλα; Χαμός! Ούρλιαζαν: “Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!’’. Από τότε αυτή η φράση έγινε σλόγκαν».
Το αναμορφωτήριο
Ο χωροφύλακας πατέρας ενημερώνεται για τις απουσίες της κόρης του από το σχολείο, την πιάνει να φοράει μίνι και απαντά με ξύλο, ενώ όταν μαθαίνει για τις εξόδους της στην «Quinta» στέλνει τα περιπολικά να τη μαζέψουν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Ματούλα συνεχίζει το ίδιο βιολί παρά το πολύ ξύλο και ενίοτε γλιτώνει τη σύλληψη επειδή «με έκρυβε ο Μουτσάτσος σε κάτι βάρκες. Μια μέρα με είχε βάλει μέσα σε ένα ψυγείο, με ξεχάσανε, κόντεψα να γίνω κατεψυγμένη!».
Η ένταση με τον πατέρα της είναι τέτοια που ο τελευταίος όταν την πιάνουν ξανά λέει στους αστυνομικούς να την πάνε στη Γενική Ασφάλεια. Εκεί την υποδέχεται ο διευθυντής Ηθών & Λεσχών Τσουγκράνης που την ανακρίνει επίμονα για να «δώσει» η μικρή τον Μπάρκουλη, αλλά εκείνη δεν του λέει τίποτε.
Σε ό,τι αφορά την παρθενιά της, «του είπα πως το έκανα μόνη μου» και ο Τσουγκράνης ενημερώνει τον πατέρα της που καταφτάνει στη Γενική Ασφάλεια και αφήνει τον συνάδελφό του να λέει στην κόρη του ότι την επόμενη φορά που θα φύγει θα τη στείλει στο αναμορφωτήριο. Η Ματούλα ρωτάει τι είναι αυτό και όταν της εξηγούν απαντά «Ωραία! Εκεί να με πάτε», αφήνοντάς τους ενεούς.
Ο ίδιος ο πατέρας της την πηγαίνει εκεί όπου η Ματούλα θα περάσει έναν μήνα μαζί με άλλα κορίτσια και θα βιώσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση: «Είδα κοπέλες να αυτοκτονούν, να κόβουν τα χέρια τους, να κάνουν πράγματα στον εαυτό τους που ούτε μπορούσα να φανταστώ μέχρι τότε. Επαθα φρίκη».
Ο πρίγκιπας Σαούντ!
Οταν βγαίνει από το αναμορφωτήριο δεν αλλάζει τίποτε για τη γοητευτική κοπέλα που ζει την κάθε στιγμή: «Παίρναμε σβάρνα κάθε βράδυ όλα τα μαγαζιά, το “Μοστρού”, τον “Βράχο”, το “Πλακιώτικο Σαλόνι», τα “Ταβάνια”, την “Κατακόμβη”».
Γνωρίζει τον Γιώργο Μαρίνο, τον Γιάννη Πάριο, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Κίτσο Τεγόπουλο και τον Θόδωρο Βαρδινογιάννη ενώ είναι κυριολεκτικά παντού «όπου μπορεί να πάει το μυαλό σας! Στα σαλόνια και στα χαμαιτυπεία, στα υπόγεια και στις λέσχες -είχα αρχίσει να παίζω μπαρμπούτι και να ρίχνω τα ζάρια- και φυσικά στα μπουζούκια!».
Κάνει το μοντέλο με μεγάλη επιτυχία και κάποια στιγμή γνωρίζει έναν γοητευτικό άνδρα από τη Μέση Ανατολή: «Την ίδια εποχή περίπου γνώρισα και τον Ερνέστο. Ο Ερνέστο ήταν γιος του Ιμπν Σαούντ, του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Τον Σαούντ τον είχε ρίξει ο αδερφός του από τον θρόνο. Του πήρε την εξουσία και τον εξόρισε στην Ελλάδα. Η ιστορία με τον Ερνέστο δεν κράτησε πολύ. Μόλις μας τέλειωσε η τρέλα και ήρθαν στην επιφάνεια οι διαφορές, δεν μπορούσαμε να είμαστε πια μαζί».
Ο μεγιστάνας και ο εφοπλιστής
Μετά τον χωρισμό από τον Σαουδάραβα πρίγκιπα, η Ματούλα επανέρχεται στη συνήθη καθημερινότητά της, δουλεύει ως μοντέλο για να βγάλει τα προς το ζην και κοιμάται σε σπίτια φίλων της, αφού δεν θέλει με τίποτα να επιστρέψει στο πατρικό της.
«Τότε ήταν που συνάντησα τον κύριο Τάκη Ηλιάδη, έναν πολύ πλούσιο, πολύ γνωστό και πολύ αξιόλογο άνθρωπο, που μέχρι τότε δεν είχε τύχει να τον συναντήσω. Δεν θυμάμαι πώς, αλλά κάποια στιγμή βρέθηκα καθισμένη δίπλα του, να κουβεντιάζω μαζί του».
Μιλάνε για ώρες και ο Ηλιάδης εκφράζει ένα καθαρά πατρικό ενδιαφέρον για τη νέα κοπέλα, μετά από όσα του λέει και «εκείνος ο άνθρωπος έγινε για μένα ο πατέρας μου. Μου πρόσφερε ό,τι χρειάστηκα για να ζήσω όπως ονειρεύτηκα. Μαζί του γνώρισα και τα παλάτια και τα χαμαιτυπεία, έτσι όπως δεν τα είχα γνωρίσει μέχρι τότε».
Η Ματούλα θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα ένα βράδυ στην «Quinta». «Ο Γιάννης ο Πατέρας ήταν η μεγάλη μου αγάπη, ο γνωστός εφοπλιστής. Οταν τον γνώρισα δεν ήξερα ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε ποιος ήταν. Εκείνος μόλις είχε χωρίσει από τη γυναίκα του και ήταν μόνος. Τα φτιάξαμε αμέσως μόλις γνωριστήκαμε κι αρχίσαμε να βγαίνουμε μαζί».
Το ειδύλλιο γίνεται αμέσως γνωστό στην κοσμική Αθήνα και η ζωή της 18χρονης νεαρής αλλάζει εντελώς, αφού εισέρχεται σε άλλους κύκλους και μαζί του ταξιδεύει, διασκεδάζει, πηγαίνει ονειρικές διακοπές, ενώ ο εφοπλιστής τη γεμίζει δώρα. Μένουν μαζί τέσσερα χρόνια και είναι έτοιμοι να παντρευτούν, «αλλά όλα τα ωραία τελειώνουν κάποια μέρα δυστυχώς. Ετσι έγινε και με αυτή τη σχέση. Χωρίσαμε επειδή τον είδα με μια γκόμενα και τα πήρα στο κρανίο».
Την ίδια μέρα που βλέπει τον εφοπλιστή βρίσκει δύο φίλους στο Κολωνάκι, που της λένε ότι είναι έτοιμοι να φύγουν για το Λονδίνο με αυτοκίνητο. Η Ματούλα τούς ακολουθεί χωρίς να πει τίποτε σε εκείνον, απλώς πηγαίνει στο σπίτι όπου έμεναν, παίρνει μόνο το διαβατήριό της και κλείνει το κεφάλαιο «Γιάννης Πατέρας». Δυστυχώς ανοίγει ένα άλλο που θα την οδηγήσει κάποια χρόνια μετά στη φυλακή.
Η κόκα και το άλογο!
«Στο Λονδίνο δυστυχώς είχα την πρώτη γνωριμία με την κόκα. Μια γνωριμία που αργότερα εξελίχτηκε σε καταστροφή. Ενα βράδυ σε μια παρέα κάποιος μου έδωσε και δοκίμασα. Δυστυχώς ό,τι είχε μια δόση αμαρτίας με γοήτευε από μικρή. Δεν κόλλησα φυσικά αμέσως, αυτό έγινε αργότερα, χωρίς να το πάρω ουσιαστικά χαμπάρι. Οταν κατάλαβα πως ήμουν άρρωστη, ήταν ήδη αργά».
Υστερα από δύο μήνες στο Λονδίνο και ένα ταξίδι στην Αμερική επιστρέφει στην Ελλάδα και ο Ηλιάδης τη συνδράμει ξανά, μετά τον χωρισμό της από τον Πατέρα. Οταν στο Κολωνάκι ανοίγει το «Stage Coach», ένα μαγαζί που είναι πιστό αντίγραφο αμερικάνικου σαλούν, «μου μπήκε στο μυαλό να πάω στα εγκαίνια καβάλα σε ένα άλογο».
Για την περίσταση η Ματούλα φοράει ένα μαύρο δαντελένιο κολάν αλλά μόλις βλέπει το άλογο «φοβήθηκα να ανέβω, μου φάνταζε τεράστιο. Του δώσαμε ζάχαρη να γλυκαθεί, να είναι ήρεμο να με δεχτεί πάνω του και να μην αρχίσει τις κλωτσιές. Με δέχτηκε στην πλάτη του χωρίς πρόβλημα».
Από την Καρνεάδου η έφιππη καλλονή βγαίνει στην κάτω πλευρά της πλατείας και ο κόσμος παθαίνει σοκ βλέποντας το κορίτσι και το άλογο να ανεβαίνουν την Πατριάρχου Ιωακείμ. Οταν φτάνει στο μαγαζί, επειδή δεν χωρά να περάσει όρθια από την πόρτα, «το βούτηξα από τη χαίτη, ξάπλωσα στη ράχη του, κόλλησα τα πόδια μου στα πλευρά του και έτσι μπήκαμε μέσα!».
Η σταρ της βραδιάς ξεπεζεύει, δένει το άλογο και πάει στο μπαρ να πιει ένα ποτό, με τους πελάτες να έχουν μείνει άφωνοι από το σκηνικό. Μετά από λίγο «σηκώθηκα να φύγω. Ελυσα το άλογο, το καβάλησα και έφυγα όπως ακριβώς μπήκα. Εμεινε στην ιστορία αυτό το περιστατικό».
Παρέα με τον Ωνάση
Κινούμενη μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας η Ματούλα γνωρίζει και τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος τη βλέπει ένα βράδυ να χορεύει χασάπικο και ενθουσιάζεται.
Τον χαιρετά όπως κάνει με όλους και αυτός «μου χαμογελούσε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό μου. Ηξερα και τον γιο του, τον Αλέξανδρο, απ’ την Ολυμπιακή. Είχαμε κοινούς φίλους όπως τον Νίκο Βερνίκο, τον Ανδρέα Καραντάνη, τον Νίκο Καρέλα».
Η Ματούλα κάθεται στο τραπέζι του συχνά και μιλάνε για διάφορα, «γι’ αυτό κάθε φορά που ήταν στην Αθήνα ο Ωνάσης ήθελε να με βλέπει. Ενα βράδυ που με είχε ειδοποιήσει να πάω, έπαιζα χαρτιά. Μπήκα λοιπόν στη “Νεράιδα” πολύ φουριόζα». Στην ερώτηση του μεγιστάνα «Πού ήσουνα;» η γυναίκα που ξέρει όλη η Αθήνα ξεσπάει: «Χαρτιά έπαιζα να βγάλω κάνα φράγκο, μήπως πάω αυτή την εβδομάδα στον γκόμενό μου. Γιατί πριν πάω στον γκόμενό μου πρέπει να παίρνω βίζιτα εσένα».
Ο Ωνάσης λύνεται στα γέλια και σκύβει σε έναν συνεργάτη του λέγοντας: «Αύριο θα έρθει στην Οθωνος -εκεί που ήταν τα γραφεία της Ολυμπιακής- να πάρει ένα εισιτήριο ανοιχτό για ένα χρόνο, να πηγαίνει και να έρχεται στον γκόμενο, για να την προλαβαίνουμε κι εμείς».
Τα ναρκωτικά και η Ινδία
Λένε ότι η μοίρα παίζει συχνά παράξενα παιχνίδια και στην περίπτωση της Ματούλας θέλησε να γίνει μητέρα από έναν άνδρα που ήξερε, αλλά ποτέ δεν είχε συμπαθήσει. Βοήθησε σε αυτό και ένα τριπάκι που της έδωσε κάποιος, όταν ήταν στο σπίτι του Ρομπέρτο Καριέρε. «Το πήρα και ξανακοιμήθηκα, αλλά αυτή τη φορά μαζί με τον Ρομπέρτο. Εμεινα έγκυος την ίδια νύχτα» και παρόλο που αρχικά σκέφτεται την έκτρωση, ο Ρομπέρτο τη μεταπείθει.
Το 1975 η Ματούλα γίνεται μητέρα και έξι μήνες μετά τσακώνεται άσχημα με τον Καριέρε που την πλακώνει στο ξύλο, γεγονός που φέρνει το τέλος στη σχέση τους.
Εναν χρόνο μετά, μπαίνει στη ζωή της η ηρωίνη και «από εκείνη την ψιλή μπήκα για τα καλά στην πρέζα. Ο Λορέντζο μεγάλωνε κι εγώ έμπαινα πιο βαθιά στα ναρκωτικά».
Το 1978 με τον τότε σύντροφό της Κώστα ταξιδεύει στην Ταΐλάνδη για να βυθιστεί στην ηρωίνη, ενώ ο γιος της μεγαλώνει με μια κυρία που τον προσέχει και μια Φιλιππινέζα. Το ταξίδι του ζευγαριού, χωρίς φυσικά να γνωρίζει τον πραγματικό λόγο πληρώνει ο Τάκης Ηλιάδης, τελειώνει μετά από σταθμούς στο Μπαλί και τη Σιγκαπούρη.
Η επιστροφή στην Ελλάδα στέλνει τον σύντροφό της στον στρατό και η Ματούλα φεύγει με ένα φιλικό ζευγάρι για την Ινδία, βυθισμένη στην εξάρτησή της. «Το έπινα δεκαπέντε χρόνια αυτό το πράγμα. Ολο θα το ’κοβα, όλο θα το ’κοβα κι όλο στις Ινδίες βρισκόμουνα».
Η φυλακή και οι ισχυροί φίλοι
Το καλοκαίρι του 1990 θα αποδειχτεί καταλυτικό για τη ζωή της, όταν συλλαμβάνεται για ναρκωτικά και προφυλακίζεται στον Κορυδαλλό βιώνοντας για πρώτη φορά τη ζωή μέσα σε ένα κελί. «Στη φυλακή η κατάσταση ήταν άγρια. Ηταν κλεισμένο εκεί μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι. Οι πιο πολλές είχαν κάνει εγκλήματα. Είχαν σκοτώσει άνδρες, πατεράδες, γκόμενους».
Μέχρι να εκδικαστεί η αίτηση αναστολής της ποινής της η Ματούλα γνωρίζει έναν άλλο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από τα λαμπερά φώτα και τις κοσμικές νύχτες. Οταν αφήνεται ελεύθερη η πρώτη της βόλτα είναι στην πλατεία Κολωνακίου προκειμένου να συναντήσει τους φίλους της και να πιει έναν καφέ.
«Το ίδιο βράδυ συναντήθηκα και με τον φίλο μου τον Θόδωρο Βαρδινογιάννη, με τον οποίο γνωριζόμασταν από παλιά. Ο Θόδωρος μου είχε ζητήσει να έρθει να με δει στη φυλακή, αλλά δεν δέχτηκα, γιατί θεωρούσα πως δεν είχε καμία τέτοια δουλειά ένας τέτοιος άνθρωπος να έρχεται στη φυλακή, ούτε καν για επισκεπτήριο».
Ετερος φίλος της ο εμβληματικός εκδότης Κίτσος Τεγόπουλος, «ο Κίτσος, όπως τον λέγαμε εμείς, ένας άνθρωπος χαρούμενος, γλεντζές. Με τιμούσε η φιλία και η αγάπη του». Η Ματούλα ψάχνει για δουλειά, παίζει στο σίριαλ «Γόβα στιλέτο», αγοράζει ένα Mini Moke για το οποίο πληρώνει κάθε μήνα γραμμάτιο και κάθε βράδυ σχεδόν τρώει στο σπίτι του Τεγόπουλου, όπου πηγαίνει και ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης.
Ψάχνει για σπίτι και μια μέρα που βρίσκεται στην οικία του εκδότη της «Ελευθεροτυπίας» διαβάζοντας αγγελίες, έρχεται η κόρη του Κίτσου, Λένα.
Οταν τη ρωτάει τι ψάχνει και παίρνει την απάντηση, λέει στον πατέρα της το σπίτι να το πάρει η Ματούλα, οπότε «μετακόμισα αμέσως στο σπίτι που νοίκιαζε ο φίλος μου για την κόρη του. Δεν με άφησε ποτέ να πληρώσω ούτε μια δραχμή».
Απώλειες
Ο θάνατος του Θόδωρου Βαρδινογιάννη τη συγκλονίζει «αφού ήταν παραπάνω από αδερφός μου. Το πόσο καλός άνθρωπος ήταν δεν μπορώ να το περιγράψω. Εστελνε λεφτά στις φυλακισμένες και τα πήγαινα εγώ τις περισσότερες φορές».
Χρόνια μετά «έφυγε κι ο Κίτσος και μάτωσε η ψυχή μου για άλλη μια φορά. Ο σοφός κοντός, όπως τον έλεγα χαριτολογώντας. Για πρώτη φορά ένιωσα μόνη».
Οι αναμνήσεις της στοιβάζονται σε κούτες, το Κολωνάκι που γνώριζε -όταν το περπατούσε υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι, όπως είχε πει- είναι πια πολύ αλλαγμένο και κάποια στιγμή δεν μπορεί πια να μένει εκεί, οπότε φεύγει.
Πηγαίνει πότε-πότε μια βόλτα να δει παλιούς φίλους. Αν κάτι της λείπει πια, αυτό ίσως να είναι ότι δεν μιλά με τον γιο της και δεν έχει γνωρίσει ποτέ τα εγγόνια της. «Ολα τα παλούκια της ζωής τα έφαγα μόνη μου», λέει σε μία από τις συνεντεύξεις της η Ματούλα χωρίς επίθετο, αυτή που όταν τη ρώτησαν γιατί, είπε ότι ποτέ δεν ήθελε να έχει. Αυτή που τους τελευταίους μήνες της πολυτάραχης ζωής της ζει σε ένα διαμέρισμα στο Πεδίον του Αρεως, κοντά στα δικαστήρια της Ευελπίδων, και «φεύγει» μόνη της, έχοντας αφήσει για πάντα πίσω της μια ζωή στα όρια.