Η Σύνοδος Φερράρας – Φλωρεντίας | Του Θεοδόση Διακογιάννη

0
3470

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

(Πληροφορίες για την Σύνοδο της Φλωρεντίας πήραμε από το βιβλίο του
καθηγητή Στήβεν Ράνσιμαν «Βυζαντινός Πολιτισμός» και από την
Βικιπαίδια,)

Στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα ήταν πια φανερό ότι η Βυζαντινή
αυτοκρατορία είχε χάσει την δύναμη της και η τουρκική απειλή ήταν προ
των πυλών. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ στην προσπάθεια του να σώσει την
Κωνσταντινούπολη ήλθε σε συμφωνία με τον πάπα Ευγένιο Δ΄ ο οποίος
υποσχέθηκε μια ακόμα σταυροφορία για να αποκρούσουν οι Λατίνοι τον
κίνδυνο των Τούρκων οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την Θεσσαλονίκη και
τις χώρες γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Ο πάπας έβαλε ως όρο την
ένωση των εκκλησιών μια που για τους Λατίνους το ex filio είχε την
ίδια σημασία με το per filio και θα αναγνωριζόταν η παγκόσμια υπεροχή
της επισκοπής της Ρώμης.

Ο πάπας όμως υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει.
Κανένας από τους άρχοντες της Δύσης δεν ήταν διατεθειμένος να στείλει
στρατεύματα για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του πάπα. Είχε ήδη
πραγματοποιηθεί η μεταφορά της παπικής έδρας από τη Ρώμη στην Αβινιόν.

Οι σχέσεις των δύο μεγάλων εκκλησιών είναι μια ιστορία που δεν τιμά
την χριστιανοσύνη. Οι διαφορές ήταν πιο έντονες και είχαν μεγαλύτερο
αντίχτυπο στην πνευματική ζωή, για δύο βασικούς λόγους ο πρώτος ήταν
ότι οι αποφάσεις της συνόδου σήμαιναν την ολοκληρωτική υποταγή των
βυζαντινών στους Λατίνους. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι στο Βυζάντιο είχε
ήδη αρχίσει μια έντονη πνευματική διαμάχη που επηρέαζε και το ζήτημα
της ένωσης. Η διαμάχη αυτή αφορούσε τις αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα
στην ορθόδοξη βυζαντινή θεολογική σκέψη και στους νεοτερισμούς που
έρχονταν από τη Δύση.

Ακόμα η δυσκολία ήταν ότι κάθε εκκλησία είχε τις δικές της αντιλήψεις
για την οργάνωση και την εξουσία, ενώ η Ρώμη προχωρούσε όλο και
περισσότερο προς το αλάθητο του πάπα, η Κωνσταντινούπολη έμενε
πεισματικά προσηλωμένη στις δημοκρατικές ιδέες των πρώτων χριστιανών.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η Σύνοδος της Φλωρεντίας είχε τη δική της προϊστορία. Αρχικά στη
Σύνοδο της Λυών[U1] έγινε λόγος για την ένωση των εκκλησιών. Και
αποφασίστηκε το θέμα να συζητηθεί μετά από 7 χρόνια στη Σύνοδο της
Βασιλείας από τον πάπα Μαρτίνο Ε΄. Όμως πριν λίγους μήνες από την
έναρξη της συνόδου ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ πέθανε και στη θέση του εξελέγη
διάδοχός του, Βενετσιάνος καρδινάλιος, που ονομάστηκε Ευγένιος Δ΄
(1431-1447) ο οποίος συνέχισε την προετοιμασία όπως είχε
προγραμματιστεί.

. Η Βασιλεία επιλέχτηκε από μια ομάδα καρδιναλίων και αρχόντων της
πόλης που ήθελαν να είναι εκτός της επιρροής του Πάπα, δηλαδή από τις
ιταλικές πόλεις και την Αβινιόν. Η ομάδα αυτή αμφισβητούσε την
κυριαρχία του πάπα Ευγένιου Δ΄ Η Σύνοδος της Βασιλείας θα συνέχιζε
τη μεταρρύθμιση της καθολικής εκκλησίας αλλά και την καταδίκη των όλο
και συχνότερα εμφανιζομένων αιρετικών. Υπήρξε θέμα για πολλούς η
καθαίρεση του ίδιου του Ευγένιου Δ΄. Η πλειοψηφία αυτή ανάγκασε τον
Πάπα να μεταφέρει την έδρα της συνόδου στην Φερράρα.

Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος.

Τότε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, αναγκάστηκε
λόγω της περικύκλωσης της Πόλης από τους Οθωμανούς να διαπραγματευθεί
την υποταγή του, με την ένωση των εκκλησιών, έναντι στρατιωτικής
βοήθειας των Δυτικών. Αρχικά σκέφτηκε να προσεγγίσει την ομάδα της
Βασιλείας που έδειχνε να κερδίζει το παιχνίδι εξουσίας. Γι’ αυτό
έστειλε στη Βασιλεία τον νεαρό ηγούμενο της μονής του Αγ. Δημητρίου
Ισίδωρο (αργότερα μητροπολίτη του Κιέβου). Ο Πάπας Ευγένιος
επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να ισχυροποιήσει τη θέση του.
Αντιπρότεινε ότι αυτός θα παραμείνει ο δυνατός επίσκοπος Ρώμης και
διάδοχος του Αγ. Πέτρου. Με την πρόταση αυτή συμφώνησε ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεος Ιωσήφ, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες που δεν ήθελαν
ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος όπως η Βασιλεία. Κάποιοι πρότειναν την
Αβινιόν, η ιταλική πλευρά τότε πρότεινε τη Φερράρα, σε συνεννόηση με
τον άρχοντα της πόλης Μαρκήσιο του Έστε. Η πόλη ήταν κοντά και στο
λιμάνι που θα έφταναν οι Έλληνες, τη Βενετία, έτσι η πρόταση έγινε
αποδεκτή. Ο πάπας, που προς το τέλος της Συνόδου κέρδιζε όλο και
περισσότερους καρδινάλιους στα τέλη του 1437 έφυγε από τη Βασιλεία,
διακόπτοντας τις συνεδριάσεις της Συνόδου και πήγε στη Φερράρα, όπου
είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή.

Ο πάπας έστειλε τον Οκτώβριο μια ομάδα από καρδιναλίους στην
Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις σχετικά με τη σύνοδο. Οι
Βυζαντινοί συμφώνησαν και με μεγάλη προετοιμασία απέπλευσαν στις 27
Νοεμβρίου από τις Βλαχέρνες της Πόλης, κι έφτασαν στη Βενετία τον
Ιανουάριο του 1438. Η σύνοδος στη Βασιλεία συνεχίστηκε και παρόλο που
τυπικά καθαίρεσε τον Ευγένιο Δ΄, δεν κατόρθωσε να τον πλήξει
ουσιαστικά.[

Στη Φερράρα

Η πρώτη συνεδρίαση της Φερράρας πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου
του 1438. Κήρυξε και επίσημα τη μεταφορά της συνόδου από τη Βασιλεία
στη Φερράρα και ακύρωσε τις αποφάσεις των διαβουλεύσεων που κάποιοι
επίσκοποι συνέχιζαν στη Βασιλεία ερήμην του πάπα. Στη δεύτερη
συνεδρίαση ο πάπας Ευγένιος Δ΄ αφόρισε τους επισκόπους αυτούς που παρά
τις διαταγές του συνέχιζαν να διαβουλεύονται στη Βασιλεία.

Οι Έλληνες, έχοντας αναγνωρίσει τη σύνοδο της Φερράρας ως νόμιμη,
αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη επιβιβαζόμενοι σε βενετικά πλοία
στο τέλος Νοεμβρίου του 1437. Η αντιπροσωπεία είχε αρχηγούς τον ίδιο
τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄
και τον Μητροπολίτη Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο (τότε ακόμα η Ρωσία δεν
είχε δική της αυτοκέφαλη εκκλησία, αλλά μητροπολίτη υπαγόμενο στο
πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως).

Η αρχική αντιπροσωπεία περιελάβανε τον Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη
Εφέσου, ο οποίος ορίστηκε και εκπρόσωπος (τοποτηρητής) του
πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ενώ ήταν ακόμη ιερομόναχος. Ο Αντιοχείας
όρισε αρχικά τοποτηρητή τον Εφέσου Ιωάσαφ, ο οποίος απεβίωσε κατά τη
διάρκεια των προετοιμασιών του ταξιδιού, και τον πνευματικό Γρηγόριο,
Ο Ιεροσολύμων τον Σάρδεων Διονύσιο, και τον Ρωσίας Ισίδωρο, που ήταν
και αυτοί τότε ιερομόναχοι. Τοποτηρητές όλων των Αγιορειτών ορίστηκαν
οι ιερομόναχοι Μωυσής από τη μονή της Λαύρας και ο Δωρόθεος από τη
μονή Βατοπεδίου. Τελικά ορίστηκαν ως τοποτηρητές του Αλεξανδρείας ο
Ηρακλείας και ο πνευματικός Γρηγόριος του Αντιοχείας, ο Εφέσου και ο
Ρωσίας και Ιεροσολύμων μόνον ο Σάρδεων.

Η αντιπροσωπεία αποτελείτο συνολικά από σχεδόν 700 άτομα, που
εκπροσωπούσαν ολόκληρη την ελληνική διανόηση της εποχής. Οι εργασίες
της Συνόδου άρχισαν στις 9 Απριλίου 1438 στον καθεδρικό ναό του Αγίου
Γεωργίου της Φερράρας. Η σύνοδος αποφάσισε οι συνεδριάσεις να γίνονται
τρεις φορές την εβδομάδα στον ναό του Αγίου Ανδρέα της Φερράρας. Από
ελληνικής πλευράς λάμβαναν μέρος οι Μητροπολίτες Εφέσου, Μονεμβασίας,
Νίκαιας, Αγχιάλου, ο μέγας χαρτοφύλακας, ο μέγας εκκλησιάρχης, ο
ηγούμενος της Μονής Παντοκράτορα, ο ηγούμενος της Μονής Καλέως και ο
ιερομόναχος Μωυσής. Από τη μεριά των Λατίνων υπήρχαν δυο καρδινάλιοι,
δύο μητροπολίτες, δύο επίσκοποι και 4 κληρικοί. Οι πρώτες συνεδριάσεις
κράτησαν μέχρι τις 17 Ιουλίου του 1438. Συζητήθηκαν όλες οι διαφορές
που είχαν προκύψει από το Σχίσμα του 1054, όπως ο γάμος των κληρικών,
το καθαρτήριο των ψυχών και κυρίως η προέλευση του Αγίου Πνεύματος
(Filioque), το δυσκολότερο πρόβλημα των συνομιλιών.

Στη Φλωρεντία

Τον Ιανουάριο του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία γιατί στη
Φερράρα ξέσπασε μια επιδημία πανώλης.

Για το θέμα του Filioque, η διαφωνία συνεχιζόταν, μεταξύ ορθοδόξων και
ρωμαιοκαθολικών, και μεταξύ του αυτοκράτορα και του Mάρκου Ευγενικού,
Μητροπολίτη Εφέσου, κυρίως. Οι ορθόδοξοι τελικά υποχώρησαν και
συμφώνησαν στη χρησιμοποίηση της φράσης «εκ του Πατρός δια του Υιού
εκπορευόμενο» κάτι που οι Λατίνοι εννοούσαν ως «εκπόρευση εκ του
Υιού». Συμφώνησαν επίσης και στα πρωτεία του Πάπα έναντι όλων των
ορθόδοξων πατριαρχών της Ανατολής. Σε αντάλλαγμα, ο Πάπας θα έστελνε
δυο πολεμικές τριήρεις και 300 στρατιώτες για την άμυνα της
Κωνσταντινούπολης.

Έτσι, στις 6 Ιουλίου του 1439 σε επίσημη λειτουργία στον καθεδρικό ναό
της Φλωρεντίας Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε διαβάστηκαν από ελληνικής
πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα οι «Όροι της Ένωσης».
Το κείμενο έφερε τις υπογραφές όλων, εκτός του πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ που
είχε στο μεταξύ πεθάνει, του Μάρκου Ευγενικού που αρνήθηκε να
υπογράψει και του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού. Ακόμα δεν υπέγραψαν ο
επίσκοπος Ιβηρίας και ο Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου,
διάκονος και νομοφύλακας της μεγάλης εκκλησίας, ο Λακεδαίμονος και ο
Σταυρουπόλεως Ησαΐας που έφυγε πριν τη λήξη για να μην υπογράψει:
«μόνος εφάνη και πρώτον και μέσον καν τω τελεί μάχαιρα μεν δίστομος
κατά των επί τω ευγενεί σπόρω των ιερών της Εκκλησίας δογμάτων νόθων
και μοχθηρών ζιζανίων», όπως γράφει για τον Μάρκο Ευγενικό ο αδελφός
του Ιωάννης, στη βιογραφία του.

Η επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη

Οι βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Φλωρεντία στις 19 Οκτωβρίου του 1439.
Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1 Φεβρουαρίου 1440 ο λαός και ο
κλήρος τους αποδοκίμασε έντονα. Ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος που
ανέγνωσε την ενωτική διακήρυξη στην Φλωρεντία, προσθέτοντας στο
Πιστεύω τη φράση «εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορευόμενον»
αποκλείστηκε από τη δημόσια ζωή και σύντομα εγκατέλειψε τη βασιλεύουσα
για την Ιταλία. Θα ακολουθήσει εμφύλιος διχασμός, οι πάντες θα
χωριστούν σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Ηγέτης των τελευταίων
υπήρξε ο Μάρκος ο Ευγενικός και μετά τον θάνατό του ο Γεώργιος
Γεννάδιος Σχολάριος. Ο αδελφός του αυτοκράτορα, αρνούμενος την ένωση,
θα κάνει με τη βοήθεια των Τούρκων πραξικόπημα για να πάρει την
εξουσία στα χέρια του.

Η Ένωση, τελικά, επισημοποιήθηκε λίγους μήνες πριν την Άλωση, από τον
τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο.

Αμέσως μετά την Άλωση, ο ίδιος ο Μωάμεθ διόρισε τον υπό αυτοκρατορική
δυσμένεια ανθενωτικό πατριάρχη. Για την ακρίβεια επέλεξε σαν νέο
Οικουμενικό Πατριάρχη τον ηγέτη των Ανθενωτικών μοναχό Γεννάδιο (»,
τον οποίο και εγκαθίδρυσε πολιτικά με τις δέουσες τιμές, όπως ακριβώς
έκαναν οι βυζαντινοί Βασιλείς σε ανάλογες περιπτώσεις. Το 1480 σε
σύνοδο που θα (πριν την Άλωση) και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας και Ιεροσολύμων καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας
(μετά την Άλωση) το 1484. Αντίθετα αυτών οι Καθολικοί θεωρούν τη
Σύνοδο της Φλωρεντίας ως τη μόνη μετά το σχίσμα Οικουμενική Σύνοδο. Η
Ρωμαιοκαθολική γίνει στον πατριαρχικό ναό της Παμμακαρίστου στην
Κωνσταντινούπολη η σύνοδος της Φλωρεντίας θα κηρυχθεί αντικανονική και
οι αποφάσεις της άκυρες. Επίσης τη Σύνοδο της Φλωρεντίας είχαν
αποδοκιμάσει Εκκλησία αναγνωρίζει σαν «Οικουμενικές» και άλλες μετά το
Σχίσμα (1054) αποκλειστικά δικές της Συνόδους

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Σύνοδος της Φλωρεντίας παρόλο που δεν είχε πολιτικά οφέλη για την
ελληνική πλευρά, έφερε σε επαφή τους λόγιους Ανατολής και Δύσης και
βοήθησε στη πραγματοποίηση της Αναγέννησης της Δύσης. Με την παρουσία
στη Φλωρεντία των εκλεκτών της Ελληνικής διανόησης όπως του Γεώργιου
Γεμιστού ή Πλήθωνα, του Μητροπολίτη και αργότερα Καρδινάλιου
Βησσαρίωνα, του Ιωάννη Αργυρόπουλου και πολλών άλλων θεολόγων και
νομομαθών αλλά και με την συμβολή του Κόζιμο των Μεδίκων και της αυλής
του στη Φλωρεντία, ένας άρχοντας που έμεινε στην ιστορία για την
υποστήριξη και την οικονομική βοήθεια των λογίων που με τις
πρωτοβουλίες του δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική
ανάμιξη των δυο πολιτισμών.

Παράλληλα με τις συνεδριάσεις της συνόδου, οι λόγιοι συζητούσαν για
τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα που ο Πλήθωνας θα κάνει γνωστό στους
Ιταλούς λογίους. Έτσι θα ξεκινήσει- με τη βοήθεια των Ελλήνων λογίων
και θεολόγων η αναζήτηση από μέρους των δυτικών των αρχαίων Ελλήνων
συγγραφέων, η μετάφρασή τους στα λατινικά, η διδαχή τους από Έλληνες
καθηγητές στα ιταλικά πανεπιστήμια, η σύνταξη ελληνικών γραμματικών
και λίγο αργότερα και η έκδοση βιβλίων με τους αρχαίους Έλληνες
συγγραφείς που θα προωθήσει καθοριστικά, το πνεύμα και το ήθος της
Αναγέννησης.

Προσθέτω ένα ποίημα μου με τίτλο

ΦΕΡΡΑΡΑ

Όταν στην Πόλη φτάσαν

Τα των Λατίνων κάτεργα

Κι ο Κουτλουμέρας

Στο ναύσταθμο αγκυροβολούσε,

Ευθύς σεισμός εγίνει μέγας.

Και όταν πάλι ο βασιλεύς

Επέβαινε στην ίδια τριήρη,

Μέγας εγένετο της θάλασσας βρασμός

Το δεύτερον σημείον.

Κι εν τη Μαδύτω

Θεομηνία Τρίτη

Πάλιν σεισμός

Που τάραξε και το καράβι ακόμα.

Όμως εκείνος

Ο ασύνετος ο βασιλιάς

Παρασυρμένος από τις υποσχέσεις

Και τα μεγάλα λόγια των Λατίνων,

Χωρίς να δώσει σημασία

Στα θεϊκά σημάδια,

Συνέχισε το ανόητο ταξίδι

Ως το Παρέντζο.

Εν έτει 1438

Φεβρουαρίου 8

Περί ώραν δευτέραν της ημέρας

Εφτάσαμε στη Βενετία.

Στον Άγιο Νικόλαο ντε Λίντο

Βγήκαν να μας υποδεχτούν,

Εκατοντάδες ακατίων,

Τόσα που δε φαινόταν το νερό.

Κι ήλθεν ο Δούκας με τιμές κι αρχόντους

Και με σοφούς συμβούλους πονηρούς,

Μ’ έναν χιτώνα ερυθρό στους ώμους

Με κεντητά ολόχρυ/σα λιοντάρια

Με περιπεπλεγμένα τα χρυσά και με σημαίες

Με σάλπιγγες αμέτρητες και όργανα.

Η άκατος ζωγραφισμένη μέσα έξω

Στο κάτω μέρος,

Οι ναύτες που κωπηλατούσαν,

Φορώντας χρυσοπέταλες στολές,

Με τα σημάδια του Αγίου Μάρκου.

Πιο πίσω, το λάβαρο του βασιλιά,

Και γύρω-γύρω λάβαρα

Κι άλλες σημαίες.

Τέσσερεις νέοι

Με ενδύματα ζωγραφισμένα

Με τρίχες χρυσοστόλιστες

Στην κεφαλή τους,

Είχαν στη μέση

Ναύαρχο με σκήπτρο.

Στην πρύμη πάλι,

Σε στύλο υψηλό,

Βάθρο τετράγωνο

Που πάνω του στεκόταν

Άνδρας με πανοπλία,

Που άστραφτε σαν ήλιος

Και δεξιά κι αριστερά του

Αγγελικά ντυμένα

Κι Καθόντουσαν δύο παιδιά.

Δύο χρυσά λιοντάρια,

Και στη μέση,

Ένας δικέφαλος αετός

Ki’αυτός χρυσός.

Ανέβηκεν ο Δούκας στην τριήρη

Προσκύνησε καθήμενο τον βασιλιά

Που είχε στο δεξί του χέρι

Τον αδελφό του

Τον σεβαστό δεσπότη μας Δημήτριο

Κι έβαλε να καθίσει αριστερά του

Το Δούκα που του φίλησε το χέρι

Κι αρχίνησαν την ομιλία μυστικά.

Περί την Πέμπτην ώραν της ημέρας

Αρχίσαμε και μπαίναμε στη Βενετία

Πλεοπορούντες έως δύσεως ηλίου.

Η πόλη άπασα υποδεχότανε το βασιλιά

Και κρότοι και αλαλαγμοί μεγάλοι γίναν.

Την γέφυρα που λέγουσιν Ρεάλτο

Εσήκωσαν για να περάσει η τριήρης.

Την εικοστήν ογδόην του μηνός,

Ο βασιλεύς και ο Δεσπότης

Ο κλήρος και η συνοδία

Επλέυσαμεν εις την Φερράρα.

Στο Φραγκολί

Εκεί μας περιμέναν,

Πενήντα έφιπποι

Που φέραν άτια

Να συνοδέωουνε τον βασιλιά,

Στο δρόμο του δια ξηράς

Προς τη Φερράρα,

Και την τετάρτη του Μαρτίου

Ημέρα Τρίτη

Ώρα έκτη της ημέρας,

Εμπήκε καβαλάρης στη Φερράρα

Μετά τιμής και παρρησίας τόσης

Που προσκινούσαν οι μητροπολίτες

κι οι κοσμικοί αρχόντοι κι οι ιππότες

με τα οικόσημα τους κεντημένα

στις χρυσοποίκιλτες τους τόγες

κι οι ιερείς κι οι διακόνοι.

Ο αυθέντης ο Μαρκέσιος της χώρας,

Σκυφτός, μπροστά στου Πάπα το παλάτι,

Δέχτηκε με ταπεινοσύνη

Το βασιλιά που μπήκε καβαλάρης

Και τον περίμεναν και τον χειροκροτούσαν,

Οι καρδινάλιοι οι επίσκοποι κι ο κλήρος

Κι ο Πάπας έτρεξε και τον εδέχθει

Στους κόλπους του σφιχταγκαλιάζοντας τον.

Κάθισαν τότε κι άρχισαν τους λόγους

Τους μυστικούς, οι δυο τους εν ειρήνη.

Ο Πατριάρχης όμως

Που ακολουθούσε με καράβι στο ποτάμι

Έφτασε μετά τέσσερεις ημέρες

Και έξι καρδινάλιοι του Πάπα

Έτρεξαν για να τον προϋπαντήσουν

και να ζητήσουν όπως ήταν η συνήθεια

του Πάπα να φιλήσει το ποδάρι

όπως το κάνουν όλοι οι δεσποτάδες

οι σταυροφόροι κι οι ρηγάδες

οι καρδινάλιοι κι οι επισκόποι,

ως και ο βασιλεύς των Αλαμάνων.

Ο Πατριάρχης όμως απαντάει:

Κάλιο να μείνω μέσα στο καράβι

Και να γυρίσω πάλι εις την Πόλη

Παρά να βγω στη γη ετούτη

Και να ντροπιάσω τη Χριστιανοσύνη.

Που ακούστηκε ένας Πατριάρχης

Να σκύβει και να του φιλά το πόδι;

Αν θέλει ο Πάπας να ασπασθώμεν

Αδελφικώς ο εις τον άλλον

Κατά το έθος το αρχαίον

Τότε θα βγω απ’ το καράβι

Αλλιώς αμέσως επιστρέφω.

Ο Πάπας αναγκάστηκε να υποχωρήσει

Και δέχτηκε τον ασπασμό τον εν Χριστώ.

Αυτά μας κάμαν στη Φερράρα

Κι αργότερα στη Φλωρεντία,

Τι περιφρόνηση και εξευτελισμός

Σαν προσπαθούσαν οι Λατίνοι

Στερώντας μας και το ψωμί ακόμα

Να μας εξαναγκάσουνε για να δεχτούμε

Τα άζυμα, το φιλιόκβε και τα άλλα.

Όμως εμείς κρατήσαμε, κι ας υπογράψαν

Οι Βυσσαρίωνες κι οι Ισιδώροι

Εμείς ακολουθούσαμε τους λόγους

Τις παροτρύνσεις και τις νουθεσίες

Του Μάρκου του Ευγενικού.

Γιαυτό στην Κωνσταντίνου Πόλη

Δεν πέρασε του βασιλιά η προδοσία

Εκεί ο λαός ξεσηκωμένος

έσχισε συμφωνητικά και όρους.

Τι να την κάμεις τη βοήθεια από δαύτους;

Κι ας είχαμε επίγνωση

Της απειλής απ’ τους βαρβάρους.

Ξεχάσαμε μαθές την άλωση;

Εκείνο το καταραμένο το 204;

Ποιοι είναι οι Λατίνοι;

Θεοδόσης Ν.Διακογιάννης

Κ Ω Σ

1998

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ