Ο γιος του κρεοπώλη που μαγεύτηκε από το θέατρο, έπαιξε σπουδαίους ρόλους στο σανίδι, αγάπησε και αγαπήθηκε βαθιά
Υποκριτικό ταλέντο, υπέροχη φωνή, ήθος, αξιοπρέπεια, εντιμότητα: Αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του καλλιτέχνη αλλά και του ανθρώπου Γιάννη Φέρτη, που έφυγε χθες από τη ζωή λίγες μόλις ημέρες πριν συμπληρώσει τα 86 του χρόνια. Σπουδαίος θεατράνθρωπος, με μια διαδρομή έξι ολόκληρων δεκαετιών, σημάδεψε με τις ερμηνείες του μεγάλους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου αλλά και του αρχαίου δράματος, με επιλεκτική αλλά ισχυρή παρουσία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ξεχώρισε για την ερμηνευτική του δεινότητα αλλά και για το σπάνιο ήθος που διαχρονικά εξέπεμπε έχοντας, δικαιωματικά, κερδίσει, τον τίτλο μιας από τις πιο ευγενείς και χαμηλών τόνων προσωπικότητες του εγχώριου θεατρικού γίγνεσθαι.
Ποιος να το περίμενε ότι ένα από τα τέσσερα παιδιά την ζευγαριού που κατέβηκε στην Αθήνα, από το χωριό τους στη Φθιώτιδα, και μετά από σκληρή δουλειά κατάφερε να ανοίξει το δικό του κρεοπωλείο, στο οποίο εργάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας, θα μαγευόταν από τα θεατρικά κείμενα και τα βήματά του θα τον οδηγούσαν στο θεατρικό σανίδι. Ήταν μόλις 14, όταν κατά την παρθενική του θεατρική εμπειρία – μια παράσταση με την Άννα Συνοδινού και τον Ντίνο Ηλιόπουλο στο «Ακροπόλ», όπου τον πήγε ο μεγαλύτερος αδελφός του – αποφάσισε πως θέλει να γίνει ηθοποιός. Μια απόφαση για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ: «Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, πάλι το θέατρο θα επέλεγα» θα δήλωνε με απόλυτη σιγουριά, δεκαετίες αργότερα.
Μαγεμένος από τη θεατρική τέχνη ο μικρός Γιάννης θα ξεκλέβει ώρες από το γεμάτο καθημερινό πρόγραμμά του, που προέβλεπε δουλειά στο κρεοπωλείο το πρωί και σχολείο το απόγευμα, για να τρυπώνει στους εξώστες του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης και να παρακολουθεί παραστάσεις. Άλλοτε πάλι αγόραζε βιβλία με θεατρικά έργα και τα απήγγειλε με πάθος, μόνος, χωρίς να τον ακούει κανείς.
Λίγο αργότερα θα δώσει εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και θα ξεκινήσει με ενθουσιασμό την φοίτησή του κατά τη διάρκεια της οποία θα έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με ιερά τέρατα της υποκριτικής. Είχε μόλις τελειώσει τον πρώτο χρόνο των σπουδών του όταν θα βρέθηκε να παίζει στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη στο έργο «Γλυκό πουλί της νιότης».
Σε αυτή την πρώτη θεατρική του περίοδο θα παίξει σε πολλά ακόμη έργα σημαντικών, ξένων κατά κύριο λόγο, συγγραφέων, όπως τα «Επικίνδυνη στροφή» του Τζον Πρίσλεϊ, « Η μικρή μας πόλη» του Θόρτντον Ουάιλντερ, «Ο δικέφαλος αετός» του Ζαν Κοκτώ, «Η μάνα» του Μπέρτολτρ Μπρεχτ κ.α.
Η γνωριμία του, στα κινηματογραφικά πλατό, με την Ξένια Καλογεροπούλου, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 θα σταθεί καθοριστική όχι μόνον για την προσωπική του ζωή, καθώς μαζί της θα κάνει τον πρώτο του γάμο, αλλά και στην επαγγελματική. Οι δυο τους, ως συνθιασάρχες θα παρουσιάσουν, για μια ολόκληρη δεκαετία, μια σειρά αξιόλογων παραστάσεων με κορυφαία τον «Γλάρο» του Αντον Τσέχοφ αλλά και Όσκαρ Ουάλιντ, και Πιραντέλο και Ίψεν. Η αγάπη του για τα θεατρικά αριστουργήματα του διεθνούς ρεπερτορίου θα παραμείνει αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο.
Από τις πλέον παραγωγικές συνεργασίες του υπήρξε αυτή με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, στα πρώτα χρόνια του ’90, κατά την οποία θα ερμηνεύσει μεγάλους ρόλους σε παραστάσεις όπως ο «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ και ο κλασικός «Άμλετ» του πολυαγαπημένου του Σαίξπηρ. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, θα εμφανιστεί και στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ενσαρκώνοντας τον Ορέστη, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου και στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Είχε προηγηθεί, αρκετά χρόνια πριν, το 1973, η συμμετοχή στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ενώ θα ακολουθούσαν αρκετές ακόμη κάθοδοι στο αργολικό θέατρο, μεταξύ των οποίων και αυτή του 2007, με την «Ηλέκτρα» που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο και σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Πίτερ Στάιν.
Η τελευταία παράσταση της ζωής του ήταν το «Ένας αληθινός καουμπόι», το έργο της Μαρίλια Σαμπέρ Τόρες, που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 2019 στο θέατρο Μικρό Χορν, ‘οπου υποδυόταν, συγκλονιστικά, έναν ηλικιωμένο που έπασχε από Αλτσχάιμερ.
Λίγο καιρό αργότερα, δυστυχώς, θα έρθει και ο ίδιος αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της φθοράς του χρόνου, καθώς η υγεία του θα κλονιστεί και θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τον μεγαλύτερο εφιάλτη του, την ταλαιπωρία στην αρρώστιας.
Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση
Αν και ο Γιάννης Φέρτης υπήρξε κατά κύριο λόγο θεατρικός ηθοποιός, παράλληλα με τη διαρκή και αδιάκοπη δράση του στο θεατρικό σανίδι, έκανε και κάποιες, λίγες μεν, χαρακτηριστικές δε εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα στο πλευρό μεγάλων ονομάτων της εποχής όπως ο Μάνος Κατράκης, η Τζένη Καρέζη, η Ζωή Λάσκαρη, ο Κώστας Καζάκος, η Ξένια Καλογεροπούλουμ σε ταινίες όπως οι «Ποια είναι η Μαργαρίτα» (1961) του Ντίμη Δαδήρα, «Το μπλόκο» (1965) του Άδωνι Κύρου, «Με τη λάμψη στα μάτια» (1966) του Πάνου Γλυκοφρύδη, «Αυτοί που μίλησαν με το θά¬νατο» (1970) του Γιάννη Δαλιαννίδη, «Αγάπη για πάντα» (1970) του Βασίλη Γεωργιάδη, «Υποβρύχιο Παπανικολής» (1971) του Γιώργου Ζερβουλάκου αλλά και το ερωτικό δράμα «Εκείνο το καλοκαίρι» (1971) του Βασίλη Γεωργιάδη, με πρωταγωνιστές την Έλενα Ναθαναήλ και τον Λάκη Κομνηνό, στην οποία συμμετείχε με έναν διαφορετικό ρόλο, ερμηνεύοντας υπέροχα, μαζί με την Αφροδίτη Μάνου, το τραγούδι «Σαν με κοιτάς».
Κορυφαία κινηματογραφική εμπειρία του ωστόσο ήταν, αναμφισβήτητα, η συμμετοχή του, το 1962, στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ηλέκτρα», στο πλευρό της σπουδαίας Ειρήνης Παπά.
Όσο για την τηλεόραση. Εκεί υπήρξε ακόμη πιο επιλεκτικός. Καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο γοητευτικούς ηθοποιούς της εποχής με τον ρόλο του στον «Συμβολαιογράφο» που πρόβαλε η ΕΡΤ ενώ κατά την δεκαετία του ’70 εμφανίστηκε και σε άλλες σειρές της δημόσιας τηλεόρασης όπως οι («Αθάνατες ιστορίες αγάπης», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και », «Οι άθλιοι των Αθηνών». Αρκετα χρόνια αργότερα θα τον δούμε να πρωταγωνιστεί σε δυο – τρία σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης με πιο δημοφιλές, το «Βίον Ανθόσπαρτον» όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Γιάννη Μπέζο και τη Ναταλία Τσαλίκη.
Οι γυναίκες της ζωής του
Παρότι σε όλη τη διαδρομή του φρόντιζε να κρατά μια ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, οι σημαντικές γυναίκες της ζωής του Γιάννη Φέρτη, προέρχονταν, όλες, από τον καλλιτεχνικό χώρο. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Ξένια Καλογεροπούλου, μια δυνατή σχέση, που διατηρήθηκε και μετά τον χωρισμό τους, όταν εκείνος ερωτεύθηκε την τραγουδίστρια Τάνια Τσανακλίδου, με την οποία συμπορεύτηκε για μια δεκαετία. Σαρωτική ήταν η σχέση του με την Μιμή Ντενίση η οποία οδήγησε σε έναν δεύτερο γάμο, που διήρκεσε από το 1981 έως το 1988, ενώ πιο στέρεος, βαθύς, δυνατός και μακρόβιος αποδείχτηκε ο τρίτος του γάμος, το 2001, με την επίσης ηθοποιό Μαρίνα Ψάλτη η οποία στάθηκε βράχος στο πλευρό του μέχρι την τελευταία του ανάσα.
«Οι γυναίκες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Έκανα σχέσεις ζωής» εξομολογούνταν ο ίδιος λίγα χρόνια πριν. Και απ΄ όσα έχουν δηλώσει δημοσίως, κατά καιρούς, για εκείνον όλες οι γυναίκες που αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή του, αποδεικνύεται πως, εκτός από σπουδαίος ηθοποιός, ο Γιάννης Φέρτης υπήρξε ένας άνθρωπος που είχε πολύ αγάπη μέσα του, τρυφερός, δοτικός και πάνω απ΄ όλα τίμιος και ξεκάθαρος με τα συναισθήματα τα δικά του και των άλλων.