Σε ποιες κωμοπόλεις και χωριά της Αττικής εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες; – Ποιοι κάτοικοί τους μιλούν σήμερα αρβανίτικα; – Τι γράφει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του «Τα αρβανίτικα της Αττικής»
Με τους Αρβανίτες της Αττικής και τα τοπωνύμιά της που είναι αρβανίτικης προέλευσης, έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές, ιδιαίτερα στα άρθρα μας της 4/3/2018 και της 11/3/2018.
Σήμερα, με βασική πηγή το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα «ΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ», θα δούμε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής όπου εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, κάποια σύντομα ιστορικά στοιχεία γι’ αυτά και πόσοι άνθρωποι μιλούν σήμερα αρβανίτικα εκεί. Όπως θα δούμε τα αρβανίτικα ομιλούνται πλέον από πολύ λίγα άτομα στη Αττική τα οποία είναι μεγάλης ηλικίας ως επί το πλείστον. Νεότερα άτομα, ακόμα κι αν γνωρίζουν αρβανίτικα αποφεύγουν να τα χρησιμοποιήσουν.
Πότε ήρθαν οι πρώτοι Αρβανίτες στην Αττική;
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Κώστας Μπίρης στο βιβλίο του «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», οι πρώτες μαζικές εγκαταστάσεις Αρβανιτών στην Αττική έγιναν γύρω στο 1383. Οι διωγμένοι από τον Σέρβο ηγεμόνα Θωμά Πρελιούμποβιτς, μετά την ήττα του Γκίνου Λιόσα Λιόσηδες και ένα μέρος από τους Μαλακασαίους και Μαζαρακαίους ήλθαν και εγκαταστάθηκαν από τον Καταλανό ιππότη Ραμόν ντε Βιλανόβα στη βόρεια και δυτική Αττική, ως δεύτερη γραμμή άμυνας. Οι Λιόσηδες εγκαταστάθηκαν στο Κατάδεμα (αρχ. Δέμα ή Δέσις), τείχος της Αττικής μήκους 4,5 χιλιομέτρων που χτίστηκε στα χρόνια του Βοιωτικού Πολέμου (378 – 377 π.Χ.), ξεκινούσε από το Αιγάλεω και έφτανε ως την Πάρνηθα. Χτίστηκε για να προστατεύσει την Αθήνα από εισβολή πελοποννησιακών στρατευμάτων μέσω του Θριασίου Πεδίου. Οι Λιόσηδες λοιπόν εγκαταστάθηκαν στα (σημερινά) Άνω Λιόσια, το Καματερό και τη Φυλή (Χασιά) για να προστατεύσουν το λεκανοπέδιο της Αττικής από τον δρόμο του Θριασίου και τον δρόμο της Φυλής. Στο δερβένι (οδό, δρόμο) της Φυλής, εγκαταστάθηκαν επίσης Μαζαρακαίοι και Λιόσηδες, όπως μαρτυρούν τα τοπωνύμια Μαζαράκι και Λιοσάτι. Στη φάρα των Λιοσήδων ίσως ανήκε και ο Κριεκούκιας, ο αρχηγός των οικιστών του ομώνυμου οικισμού (Κριεκούκι ή Ερυθρές), που προστάτευε την έξοδο του δερβενιού προς την κοιλάδα του Ασωπού. Τέλος, οι Μαλακασαίοι εγκαταστάθηκαν προς την ανατολική πλευρά, στην είσοδο της Αττικής μεταξύ Πάρνηθας και Μαυροβουνιού. Πάντως δεν εγκαταστάθηκαν τότε άλλοι Αρβανίτες στην Αττική, ούτε καν στα Μεσόγεια. Αυτό έγινε τα επόμενα χρόνια.
Ποιος είναι ο Τίτος Γιοχάλας;
Ο Τίτος Γιοχάλας είναι διαπρεπής φιλόλογος. Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1942. Σπούδασε Κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ με υποτροφία του ΙΚΥ. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφία του ιταλικού κράτους στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παλέρμο, όπου παρακολούθησε μαθήματα Γλωσσολογίας και Αλβανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, στην οποία και ειδικεύτηκε. Από το 1968 έγινε διδάκτωρ της Φιλολογίας και διεύρυνε τις σπουδές του παρακολουθώντας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μοναχού σεμινάρια Βαλκανικής Ιστορίας, Συγκριτικής Γλωσσολογίας και Αλβανολογίας με υποτροφία της Alexander von Humbolat – Stiftung. Το 1971 διορίστηκε ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών, όπου από το 1982 διηύθυνε το Κέντρο Ερεύνης Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Το 1975 εκλέχτηκε Διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Σπουδών Νοτιανατολικής Ευρωπής, το οποίο συγκρότησε και λειτούργησε μέχρι το 2012. Το 2012 εκλέχθηκε ομόφωνα Επίτιμο Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Αλβανίας. Στο έργο του «ΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ» που εκδόθηκε το 2023 με χορηγία του Αθανάσιου Μαρτίνου, καταγράφονται οι κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής όπου υπήρχε «αρβανιτοφωνία», κατά την περίοδο 1980 – 1988. Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από επιτόπια έρευνα του Τίτου Γιοχάλα. Ας δούμε λοιπόν τις περιοχές της Αττικής όπου ο Τ. Γιοχάλας συνάντησε Αρβανίτες και πόσοι μιλούν πλέον την αρβανίτικη γλώσσα.
Τα «αρβανίτικα» στην Αττική
Στα Άνω Λιόσια (Lioshte για τους αρβανιτόφωνους), αρβανίτικα μιλιούνται σπάνια και περιστασιακά από τους ηλικιωμένους. Στο Άνω Σούλι (Shulj – te), το οποίο υπάγεται στον Μαραθώνα, αρβανίτικα γνωρίζουν οι ηλικιωμένοι, αλλά τα ομιλούν πλέον σπάνια και περιστασιακά. Στον Αυλώνα (Salishat – i και Salsat – i), γνωστό παλαιότερα ως Κακοσάλεσι, αρβανίτικα γνώριζαν όσοι ήταν πάνω από 55 ετών, αλλά δεν τα χρησιμοποιούσαν. Μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι τα χρησιμοποιούσαν περιστασιακά. Το ίδιο συνέβαινε και στον Βαρνάβα (Barrave – a). Στα Βίλια (Vilje – lja), ο πληθυσμός τους έχει επεκταθεί προς την Ψάθα και το Αλεποχώρι. Ο Τίτος Γιοχάλας δεν αναφέρει όμως ποιοι μιλούν εκεί αρβανίτικα. Στη δύσβατη δασική περιοχή Βιλιαρή (Viljari – a), κοντά στη Μάνδρα, υπήρχαν αρχικά δύο χάνια, ενώ σήμερα υπάρχουν μερικά σπίτια. Και εδώ, υπήρχαν κάποιοι αρβανιτόφωνοι.
Ο Ασπρόπυργος ονομάζεται στα αρβανίτικα Kalivete. Οι κάτοικοι του ήλθαν από τη Χασιά. Εδώ είχαν κτήματα όπου διέμεναν περιστασιακά ανάλογα με τις γεωργικές τους ασχολίες. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασαν καλύβες που έδωσαν και το «αρβανίτικο» όνομα στην περιοχή. Το όνομα Ασπρόπυργος προέρχεται από αρχαίο πύργο που υπήρχε στην περιοχή. Στα αρβανίτικα, το… νέο τοπωνύμιο είναι Pirk i bardh=άσπρος πύργος. Αρβανίτικα γνωρίζουν οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του Ασπροπύργου όμως δεν τα χρησιμοποιούν συχνά.
Ο Γέρακας δημιουργήθηκε από οικογένειες της Παιανίας, καθώς προπολεμικά περνούσε από εκεί η σιδηροδρομική γραμμή για το Λαύριο και υπήρχε «στάση Γέρακα». Ελάχιστοι ηλικιωμένοι γνώριζαν τη δεκαετία του 1980 λιγοστά αρβανίτικα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Γλυκά Νερά (Likanure-a) που συγκροτήθηκαν ως οικισμός κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με κατοίκους από την Παιανία. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Τίτος Γιοχάλας: «Κανείς σήμερα δεν ομιλεί πλέον εδώ Αρβανίτικα».
Το Γραμματικό (Ghramatiko – i) υπάγεται στον Δήμο Μαραθώνα. Σύμφωνα με τη λαϊκή ετυμολογία, στο χωριό Μπέης (σήμερα Λόφος) έμενε ο μπέης της περιοχής και στο Γραμματικό ο «γραμματικός» (γραμματέας) του. Στο Γραμματικό υπήρχε προπολεμικά ξένη εταιρεία μεταλλείων και η παρουσία σ’ αυτό μη αρβανιτόφωνων εργατών από διάφορα μέρη της Ελλάδας συνέβαλε στη γρήγορη περιθωριοποίηση των αρβανίτικων και τελικά στην πλήρη εξαφάνισή τους.
Το Ελαιοχώρι ανήκει στον Δήμο Λαυρεωτικής. Πολλοί κάτοικοι του κατάγονται από την Κερατέα. Παλαιότερα λεγόταν Τουρκολιές. Τον Μάιο του 1987 ο Τίτος Γιοχάλας μίλησε με ορισμένους από αυτούς που γνώριζαν ελάχιστα αρβανίτικα. Του επισήμαναν επίσης ότι ακόμα και πριν τον πόλεμο του 1940 δεν ομιλούνταν εκεί τα αρβανίτικα.
Ο αρβανιτόφωνος πληθυσμός της Ελευσίνας (Lepsine-a), σύμφωνα με την τοπική παράδοση, προέρχεται από τα Κούνδουρα (σήμερα Παλαιοχώρι). Το ίδιο συμβαίνει και με τον αρβανιτόφωνο πληθυσμό της Μαγούλας και της Μάνδρας.
Οι Ερυθρές (Κριεκούκι) στα αρβανίτικα ονομάζονται Kr(i)ekuq-i. Πολλοί θεωρούν ότι οι κάτοικοί τους προέρχονται από τα Βίλια. Ένας ακόμα οικισμός όπου ομιλούνταν στο παρελθόν τα αρβανίτικα είναι ο Κάλαμος (Galamad-i). Αρκετοί Αρβανίτες υπήρχαν στα Καλύβια (Θορικού) τα οποία στα αρβανίτικα ονομάζονται Kaliveze. Εκτεταμένη συλλογή αρβανίτικου υλικού από την περιοχή δημοσίευσε ο Καλυβιώτης αρχαιολόγος Χ.Ν. Πέτρου.
Στο Καπανδρίτι (Kapandrit-i) τα αρβανίτικα ομιλούνται από ελάχιστους ηλικιωμένους και μόνο περιστασιακά. Η λειτουργία διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών εκεί διευκόλυνε και την εγκατάσταση μη αρβανιτόφωνων κατοίκων με αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αρβανίτικης γλώσσας. Στο Κάτω Σούλι (Sulj-te) υπήρχαν το 1987 λίγοι αρβανιτόφωνοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία του οικισμού που δείχνει πώς γινόταν οι αγοραπωλησίες κτημάτων και μεγαλύτερων περιοχών μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). Ιδιοκτήτης της περιοχής του Κάτω Σουλίου ήταν ένας Τούρκος μπέης. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, την περιοχή αγόρασε ο Αλέξανδρος Σούτσος. Ο Σούτσος και ο μπέης ανέβηκαν στην κορυφή της Πεντέλης και ο πρώτος αγόρασε όση έκταση έβλεπε με το μάτι! Αυτό ήταν το Κάτω Σούλι. Στη συνέχεια ο Σούτσος το παραχώρησε με συμβόλαιο στον ανιψιό του Τατάκη Σούτσο. Αυτός το πούλησε στον Εμμανουήλ Μπενάκη. Η περιοχή απαλλοτριώθηκε το 1922 και ένα μέρος της δόθηκε στους πρόσφυγες και το υπόλοιπο στους κατοίκους του Γραμματικού. Στο Κορωπί (Koropi-pia) ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση και η χρήση των ιταλισμών tuti (=όλες, όλοι, όλα) και pikula (=μικροί, μικρές, μικρά) όπως και η χρήση ελληνικών λέξεων με τσιτακισμό που προφανώς αντανακλούν τη χρονική περίοδο του παλαιού Αθηναϊκού ιδιώματος όπως acereo (ατσέρεο)=ακέραιος.
Η Αρτέμιδα όπως είναι ίσως γνωστό λεγόταν παλαιότερα Λούτσα (Luce-a). Ως το 1976 η Λούτσα ανήκε στα Σπάτα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της κτηματικής περιουσίας της περιοχής. Ωστόσο στην Αρτέμιδα δεν εγκαταστάθηκαν πολλοί Σπαταναίοι. Κανείς πλέον (ήδη από το 1987) δεν γνωρίζει και δεν μιλά αρβανίτικα στην Αρτέμιδα. Στη Μαλακάσα (Malkase-a) τα αρβανίτικα έχουν σχεδόν σιγήσει. Ελάχιστοι είναι πλέον οι ηλικιωμένοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα αρβανίτικα, έστω και για ενδοοικογενειακή επικοινωνία.
Στην Κερατέα (Qerate-ea, πρώην Qirte-ea) εγκαταστάθηκαν πολλοί εργάτες των μεταλλείων Λαυρίου με καταγωγή από διάφορα μέρη της χώρας. Έτσι, τα αρβανίτικα περιθωριοποιήθηκαν και τελικά εξαφανίστηκαν. Στη Μάνδρα (Mendra) το 1987 ακόμα και άτομα ηλικίας 50 ετών γνώριζαν αρβανίτικα, αλλά τα χρησιμοποιούσαν σπάνια και περιστασιακά. Κατά την τοπική παράδοση, το όνομα Μάνδρα οφείλεται στις μάνδρες που υπήρχαν εκεί, όπου οι κάτοικοι στάβλιζαν τα πρόβατα τους και έβαζαν τις κυψέλες των μελισσών τους.
Στον Μαραθώνα (Marathone-a) τα αρβανίτικα έχουν σχεδόν εκλείψει. Για το Μαρκόπουλο (Markopulj-li) o Τίτος Γιοχάλας αφιερώνει στο βιβλίο του περισσότερες από εκατό σελίδες (253-357). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρούμε ότι παρουσιάζουν όσα στοιχεία παραθέτει για την αναχώρηση των Τούρκων της περιοχής το 1830. Θα περίμενε κανείς ότι μετά από σχεδόν 400 χρόνια σκλαβιάς και οχτώ-εννιά χρόνια σκληρών μαχών οι Τούρκοι δεν θα προλάβαιναν καν να αναχωρήσουν για τις μικρασιατικές ακτές, ότι θα γίνονταν έκτροπα από τους Έλληνες κ.λπ. Όχι μόνο δεν έγινε τίποτα, από τα παραπάνω, αλλά οι Μαρκοπουλιώτες έδωσαν πραγματικά μαθήματα άψογης συμπεριφοράς.
Το Μαρκόπουλο ήταν το πιο πλούσιο και εξελιγμένο χωριό της περιοχής καθώς υπήρχαν κάποιες οικογένεις από την Αθήνα, την Πλάκα συγκεκριμένα, με τη βοήθεια των οποίων ανέβηκε και το επίπεδο των άλλων κατοίκων.
Στο Κορωπί υπήρχαν κάποιοι Τούρκοι που δεν έφυγαν το 1830. Έγιναν Χριστιανοί και έμειναν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος γιατί είχαν δεθεί με τον τόπο και το βιος τους. Αλλά και η συμπεριφορά των Μαρκοπουλιωτών και των Κορωπιωτών σε όσους Τούρκους έφυγαν από το Πόρτο Ράφτη με καΐκια για τη Μικρά Ασία ήταν άψογη. Τους συνόδευσαν με πομπή ως το λιμάνι και τους έδωσαν ψωμί, κουλούρια, παξιμάδια, γλυκά, τσότρες με κρασί και τους ξεπροβόδισαν γιατί ήταν μεγαλωμένοι μαζί!
Στο Μαρκόπουλο Ωρωπού (Markopuli Oropojt) τα αρβανίτικα δεν ομιλούνταν ούτε από ηλικιωμένους, το ίδιο και στο Μήλεσι (Miljoshat-i). Στο Μπάφι δεν υπήρχαν Αρβανίτες. Οι εργάτες που δούλευαν στην εταιρεία κάρβουνου που βρισκόταν στην περιοχή κατάγονταν από διάφορα χωριά της Εύβοιας. Στο Μικροχώρι Καπανδριτίου (Viljot-i) το οποίο λεγόταν και Βιλιατζίκι, υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι άνω των 60 ετών το 1987 που γνώριζαν και μιλούσαν αρβανίτικα.
Στην Παιανία (παλαιότερα Λιόπεσι) (Ljopes-i) ο Τίτος Γιοχάλας αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι μιλούσαν αρβανίτικα, μάλιστα κάποιοι με ιδιαίτερη ικανοποίηση τα αποκάλεσαν gljuha e zogut= η γλώσσα του πουλιού. Σημειώνουμε εδώ κάτι που έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μας (6/1/2022).Πιθανότατα υπήρχε κοντά στον Πειραιά παραλιακό χωριό με το όνομα Λιόπεσι, το οποίο καταστράφηκε από διάφορες επιδρομές(γύρω στο 1670;) και ξαναχτίστηκε στη σημερινή του θέση, στα Μεσόγεια.
Στο Πικέρμι υπήρχαν πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο 10-15 οικογένειες Σπαταναίων κυρίως, που ήρθαν σαν κολίγοι στο κτήμα του Σκουζέ και με την απαλλοτρίωση τους παραχωρήθηκαν τα καλλιεργημένα. Στο Πικέρμι εγκαταστάθηκε και η μεγάλη οικογένεια Ξηντάρα από το Αγρίνιο. Οι Σπαταναίοι μιλούσαν μεταξύ τους αρβανίτικα τα οποία έμαθαν σταδιακά και οι Ξηνταραίοι καθώς τα παιδιά τους πήγαιναν σε σχολεία των Σπάτων ως το 1935. Στο πανηγύρι που γινόταν στις 6 Αυγούστου, οι τσακωμοί ήταν… έθιμο. Τσακώνονταν οι Κορωπιώτες με τους Σπαταναίους. Οι τσακωμοί γίνονταν στον χορό, όπου κάποιοι… έδειχναν το νταηλίκι τους. Στα αρβανιτόφωνα χωριά περιλαμβάνεται και το Πολυδένδρι (Mazhan-i) ωστόσο ο Τίτος Γιοχάλας δεν μας δίνει πληροφορίες για το αν ομιλούνται και σήμερα εκεί αρβανίτικα.
Τα Σπάτα (Spatanj-ni) οφείλουν το όνομά τους στον Ιωάννη Μπούα Σπάτα (1310-1389) πολέμαρχο από την Ήπειρο, βλαχικής καταγωγής κατά τη Βικιπαίδεια, αλβανικής σύμφωνα με άλλες πηγές. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σήμερα στα Σπάτα τα επώνυμα Μπούας και Σπάτας. Τα αρβανίτικα τείνουν να εκλείψουν καθώς οι νεότερες γενιές τα κατανοούν σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγουν όμως να τα μιλήσουν. Πιθανότατα τα Σπάτα βρίσκονταν αρχικά ανατολικότερα αλλά λόγω της ελονοσίας οι κάτοικοί τους εγκαταστάθηκαν στη σημερινή περιοχή.
Στο Συκάμινο (Sikamin-i) το 1987, όσοι ήταν πάνω από 65 ετών μπορούσαν να μιλήσουν αρβανίτικα (όχι όμως όλοι τέλεια). Μόλις 3-4 ζευγάρια ηλικιωμένων χρησιμοποιούσαν περιστασιακά στις μεταξύ τους συνομιλίες αρβανίτικα.
Ένα άλλο αρβανιτόφωνο χωριό είναι το Πέτα ή Νέος Κουβαράς. Εκεί ο Τίτος Γιοχάλας κατέγραψε το 1987 τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από τον Μιχάλη Γκίνη, 63 ετών τότε. Τα κάλαντα τα έλεγαν Kalimerete=οι καλημέρες και Kalimereze=καλημερούδια, όπως ακριβώς τα ονομάζουν και σε αλβανόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας που συγκροτήθηκαν από Αρβανίτες που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο. Πολλοί Αρβανίτες υπήρχαν παλαιότερα και στις Αχαρνές, το Μενίδι (Menith-Menidhi). Πολλοί θεωρούν ότι το όνομα Μενίδι είναι αρβανίτικο. Όμως, καθώς το όνομα αυτό αναφέρεται σε έγγραφο του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ το 1208, πολύ πριν την έλευση των Αρβανιτών στην Αττική, η εκδοχή αυτή δεν ευσταθεί. Τέλος, στη Φυλή ή Χασιά (Hasea) αρβανίτικα γνώριζαν οι ηλικιωμένοι που όμως τα χρησιμοποιούσαν περιστασιακά.
Σαράντα χρόνια περίπου μετά την εξαιρετική ερευνητική εργασία του Τίτου Γιοχάλα, σχεδόν όλες οι περιοχές που αναφέραμε έχουν αλλάξει ριζικά. Όπως είδαμε, αρβανίτικα γνώριζαν μόνο οι ηλικιωμένοι, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Προφανώς σήμερα είναι ελάχιστοι όσοι γνωρίζουν και μιλάνε αρβανίτικα. Και αν δείτε τον χάρτη που προέρχεται από το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα, τα αρβανιτόφωνα χωριά της Αττικής, σχηματίζουν ένα τόξο που ξεκινά από την Ελευσίνα, φτάνει στις Ερυθρές, από εκεί στον Κάλαμο και καταλήγει στο Κορωπί. Πρόκειται δηλαδή για τα μέρη όπου εγκατέστησαν οι Καταλανοί τους πρώτους Αρβανίτες στην Αττική το 1383 και τα Μεσόγεια όπου οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αργότερα.
Επίλογος
Για το πόσο Έλληνες είναι οι Αρβανίτες διαβάζουμε πολλά σχόλια σε κάθε σχετικό μας άρθρο. Ας δούμε τι λένε όμως και κάποιοι ξένοι: «Οι Αρβανίτες και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένας μόνο λαός που μισεί κάθε ξένο» (Jacomo Barbarrigo, Γενικός Προνοητής του Μοριά, 1479), ενώ έγγραφο της Ενετικής Γερουσίας, το 1471 αναφέρει για τη φρουρά της Μονεμβασιάς: «Το μεγαλύτερο μέρος των μισθοφόρων είναι Έλληνες και Αρβανίτες Έλληνες!».
Και κλείνουμε με κάτι που γράφει ο Κώστας Β. Καραστάθης στο βιβλίο του «Μαλεσίνα: Ιστορία-Μνημεία-Αρχαιολογικοί χώροι», Αθήνα, 1999: «…είναι οι Αρβανίτες της Ελλάδας σάρκα από τη σάρκα του ελληνισμού».
Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα «ΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ-Αναψηλάφηση ενός θησαυρού», Εκδόσεις AΩ, Αθήνα, 2023.
ΥΓ. Αφιερώνουμε σε όλες τις Ελληνίδες και τους Έλληνες με αρβανίτικη καταγωγή, ένα παραδοσιακό αρβανίτικο τραγούδι με τον αξέχαστο Μιχάλη Μενιδιάτη.