Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν σήμερα το μεσημέρι, στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, τα ιδρυτικά μέλη της «Δικαιοσύνης για Όλους», ύστερα από την απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και της δικαστή, Μαρίας Πετροπούλου, να απορριφθεί η σύσταση ως σωματείου της Πρωτοβουλίας αυτής.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης, τα δικαιολογητικά για την αναγνώριση του υπό σύσταση σωματείου δεν φέρουν τα στοιχεία που ορίζει το άρθρο 79 του Αστικού Κώδικα, «εφόσον οι υπογραφές των (ιδρυτικών) μελών δεν βρίσκονται στο τέλος του εγγράφου (κειμένου) του καταστατικού, ώστε να καλύπτουν ολόκληρο το περιεχόμενό του, δηλαδή δεν έχουν τεθεί στο ίδιο έγγραφο, κατά το 160 εδ. β’ ΑΚ, αλλά σε ανεξάρτητες σελίδες, που επισυνάπτονται στο τέλος των εγγράφων των παραπάνω δικαιολογητικών και συνεπώς δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 79 ΑΚ, όσον αφορά στις υπογραφές των μελών επ’ αυτών, από τις οποίες δεν προκύπτει η δήλωση βουλήσεως των ιδρυτικών μελών ως προς το περιεχόμενο των συγκεκριμένων εγγράφων.»
Η δικαστής χαρακτηρίζει ακόμα τον σκοπό του σωματείου ως αντίθετο στο νόμο και στη δημόσια τάξη, «καθόσον δεν δύναται το σωματείο να έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε έργα κρατικά ή να αναμειγνύεται στην άσκηση της κρατικής ή της δικαστικής εξουσίας», ενώ αναφορικά με την έδρα του που είναι ίδια με αυτή της Πλεύσης Ελευθερίας, σημειώνει ότι «δημιουργείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του υπό σύσταση σωματείου ή και παραπλάνηση των ενδιαφερομένων».
«Η διαδικασία θα έπρεπε να είναι απλή και τυπική, να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε λίγες ημέρες και να μην αποτελεί αντικείμενο μιας συνέντευξης Τύπου» είπε, από την πλευρά του, ο δικηγόρος – καταθέσας την αίτηση για την αναγνώριση του σωματείου και ιδρυτικό μέλος αυτού, Κώστας Ζηκογιάννης. Όπως επισήμανε, η αίτηση κατατέθηκε στα τέλη Δεκέμβρη και έπρεπε ως τα μέσα Ιανουαρίου να έχει εκδοθεί η απόφαση για τη δημοσίευση του καταστατικού και την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο των σωματείων.
Αντ’ αυτού, κλήθηκε από το Ειρηνοδικείο να συναντήσει τη δικαστή, Μαρία Πετροπούλου που του υπέδειξε «ένα καταφανώς μη νόμιμο, δήθεν σφάλμα»: την υποβολή της αίτησης από τον ίδιο ως αιτούντα δικηγόρο και ιδρυτικό μέλος του υπό σύσταση σωματείου και όχι από συλλογικό όργανο προσωρινής διοίκησης, 3 ή 5 ατόμων. Ζήτησε μάλιστα την απόσυρση της αίτησης, τονίζοντας ότι διαφορετικά θα βγάλει απορριπτική απόφαση για τον τυπικό αυτό λόγο.
Την επόμενη μέρα, ο ίδιος κατέθεσε υπόμνημα στη θυρίδα της, όπου εξηγούσε με αναφορές σε βιβλιογραφία ότι δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, επισημαίνοντάς της ότι λίγους μήνες νωρίτερα, με την ίδια ακριβώς διαδικασία αναγνωρίστηκε ως σωματείο η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, από τον Δικαστή, κ. Κ. Καμάρη. Στις αρχές Φεβρουαρίου, εκδόθηκε πράγματι απορριπτική διάταξη από την κ. Πετροπούλου, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ως λόγος απόρριψης αυτός που του είχε προβάλλει η δικαστής, στην κατ’ ιδίαν συνομιλία τους.
«Είναι προφανές ότι αρχικά προσπάθησε να διώξει από πάνω της η συγκεκριμένη Ειρηνοδίκης αυτή την ευθύνη και αφού δεν δεχτήκαμε την απόσυρση που μας ζητήθηκε – για λόγους που δεν μπορώ να υποθέσω – εξέδωσε μία απόφαση μνημείο αντισυνταγματικότητας, με μία αχαρακτήριστη αιτιολογία – ντροπή για τη Δημοκρατία που αφορά τον σκοπό του σωματείου, πέραν των τυπικών λόγων» σημείωσε.
Στη συνέχεια, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, μίλησε για την ανησυχία που προκάλεσε στο σύστημα η Πρωτοβουλία «Δικαιοσύνη για Όλους», με αποτέλεσμα ένα νέο κύμα επιθέσεων προς την Πλεύση Ελευθερίας και τα πρόσωπα που την συγκροτούν. «Είναι ένα πράγμα το καθεστώς να φοβάται την παρέμβαση των πολιτών στις δίκες δημοσίου συμφέροντος κι είναι άλλο πράγμα δικαστικός λειτουργός να αναλαμβάνει να βάλει τη σφραγίδα της δικαιοσύνης στην πιο φασιστική, στην πιο χουντική απόφαση που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος (και νομικός) νους. Και είναι πέραν των ορίων της ξεδιαντροπιάς, η δικαστής αυτή να επιχειρεί άτσαλα να επιτύχει την απόσυρση του αιτήματος για το σωματείο μας για να μην αναγκαστεί να εκτεθεί» σχολίασε, αναφορικά με την στάση της κας Πετροπούλου.
“Τα μέλη της ‘Δικαιοσύνης για Όλους’ δεν κάμπτονται. Αρνούμαστε να συμμορφωθούμε στην υπόδειξη μη παρέμβασης στη δίκη της Siemens. Ως πολίτες και ως Ένωση Προσώπων, δηλώσαμε παράσταση πολιτικής αγωγής την περασμένη Παρασκευή στο Εφετείο Αθηνών, και θα είμαστε εκεί και την Δευτέρα 06 Μαρτίου” συμπλήρωσε η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας. Μίλησε ακόμα για την ανησυχία στην έδρα του δικαστηρίου (σ.σ. την Παρασκευή 24.02), επειδή εμφανίστηκε μια απρόβλεπτη πολιτική αγωγή, για το κώλυμα που προέκυψε – και οδήγησε στην αναβολή της δίκης – και που «μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε επίσημα ποιο είναι, γιατί το δικαστήριο αρνήθηκε παράνομα να μας το γνωστοποιήσει». Όπως κυκλοφορεί ωστόσο – συμπλήρωσε η κα Κωνσταντοπούλου – έχει να κάνει με συγγενική σχέση ή άλλου τύπου μεταξύ μέλους του δικαστηρίου και συνηγόρου που παρίσταται στη δίκη και θα έπρεπε να είχε δηλωθεί από πριν, ώστε να καλυφθεί η θέση από άλλο δικαστικό λειτουργό, χωρίς να μεσολαβήσει νέα αναβολή.
«Δηλώνουμε ότι όχι απλώς δεν θα πειθαρχήσουμε στην φασιστική απόφαση του Ειρηνοδικείου, αλλά θα ασκήσουμε όλα τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα και θα ζητήσουμε τον πειθαρχικό έλεγχο των υπευθύνων για την έκδοση αυτής της απόφασης, που στόχο έχει οι υποθέσεις διαφθοράς να αντιμετωπίζονται εκ των ενόντων και να ρυθμίζονται σαν να ήταν …οικογενειακές υποθέσεις του καθεστώτος» κατέληξε.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, γνωστοποιήθηκαν και οι απόψεις δύο έγκριτων νομικών για την απορριπτική διάταξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αλλά και τη δυνατότητα να συσταθεί η πρωτοβουλία «Δικαιοσύνη για Όλους» με τη μορφή σωματείου.
Η πρώτη ήταν του Ομότιμου Καθηγητή, Γιώργου Κασιμάτη, Επικεφαλής Συμβούλου της Επιτροπής Νομικής Δράσης και Τεκμηρίωσης της «Δικαιοσύνης για Όλους», ο οποίος σε έγγραφη γνωμοδότησή του, ανέφερε ότι η Απορριπτική Διάταξη είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο και ως εκ τούτου ανυπόστατη, προσθέτοντας μάλιστα ότι «λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της Απορριπτικής Διάταξης, για την ελληνική έννομη τάξη και ως προς τη συνταγματική υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, αλλά και λόγω της σπανιότητας και της φύσεως του περιεχομένου της αιτιολογίας της, επιβάλλεται από το δίκαιο η διερεύνηση των ευθυνών για την εν λόγω δικαστική πράξη».
Ειδικότερα, αναφερόμενος στους τυπικούς λόγους απόρριψης της αίτησης αναγνώρισης του σωματείου, επισήμανε την υποχρέωση του δικαστή να καθοδηγεί τον αιτούντα στις περιπτώσεις έγκρισης καταστατικού κοινωφελούς σωματείου. Εν προκειμένω όμως, η Ειρηνοδίκης δεν τήρησε την αρχή της σωστής επικοινωνίας, αφού όταν κάλεσε τον αιτούντα δεν τον καθοδήγησε για τη διόρθωση των τυπικών «ατελειών» που επικαλείται στην απόφασή της, ούτε καν του ανέφερε κάτι γι’ αυτές, αλλά του πρόβαλλε νόμω αβάσιμο τυπικό λόγο, την αβασιμότητα του οποίου αποδέχθηκε αργότερα. «Με αυτό αποκαλύπτεται ήδη η πρόθεση αποφυγής έγκρισης του καταστατικού, δηλαδή πρόθεση αρνησιδικίας».
Η πρόθεση αυτή καθίσταται φανερή και με τον ουσιαστικό λόγο απόρριψης της αίτησης, ιδίως με το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας της απόφασης, «η οποία προσβάλλει βαρύτατα το θεσμό και την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας», σημειώνει ο κ. Κασιμάτης. Εκεί η Ειρηνοδίκης αναφέρεται στον παράνομο σκοπό του σωματείου, αφού αυτό «δεν μπορεί να έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε έργα κρατικά ή να αναμειγνύεται στην άσκηση της κρατικής ή της δικαστικής εξουσίας». Όπως εξηγεί, γίνεται από μέρους της, στο σημείο αυτό, βαρύτατη σύγχυση ως προς τη στοιχειώδη διάκριση μεταξύ της δράσης του προσώπου κατά του Κράτους, όταν θεωρεί ότι του παραβιάζονται τα δικαιώματά του και του πραγματικού σφετερισμού και οικειοποίησης εξουσίας συγκεκριμένης αρμοδιότητας κρατικού οργάνου.
Η δεύτερη ήταν του Επίκουρου Καθηγητή Ποινικού Δικαίου, Δημήτρη Ζιούβα – που πρόσφατα βραβεύτηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για τη δράση του κατά της διαφθοράς – με βάση την οποία, η συμμετοχή των φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών στη μάχη κατά της διαφθοράς αποτελεί υποχρέωση που προκύπτει από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (ενσωματωμένη μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη από το 2008 – Ν. 3666/2008).
Στη γνωμοδότησή του – που συνηγορεί υπέρ της συγκρότησης της «Δικαιοσύνης για Όλους» με τη μορφή σωματείου – ειδικότερα αναφέρεται: «Οι υποχρεώσεις των οργάνων της ελληνικής πολιτείας με βάση το Διεθνές και Εθνικό Δίκαιο αφενός για την εξασφάλιση της συμμετοχής φορέων εκπροσώπησης της Κοινωνίας των Πολιτών στη μάχη κατά της διαφθοράς και αφετέρου για την εξασφάλιση κατάλληλων μέσων και μηχανισμών προστασίας των θυμάτων εγκλημάτων διαφθοράς οφείλουν να ερμηνεύονται κατά το δυνατόν ευρέως υπό το πνεύμα του διεθνούς και εθνικού νομοθέτη».