Στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναγράφηκε σήμερα ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, μετά από απόφαση που έλαβε σήμερα η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Βίος Οσίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτου
Κατά τον ηγούμενο της ιεράς μονής Γρηγορίου αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ο Γέροντας Γεράσιμος υπήρξε «μοναχός ταπεινός, βιαστής της βασιλείας των ουρανών, υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους του».
Γεννήθηκε το 1905 στη Δρόβιανη της Β. Ηπείρου. Από τον πατέρα του πήρε την αυστηρότητα προς τον εαυτό του και από τη μητέρα του τη βαθιά, άδολη και ανυπόκριτη θρησκευτική ευλάβεια. Σύχναζε στην εκκλησία του χωριού του και στα εξωκλήσια των βουνών. Είχε επίδοση στα γράμματα, γιατί ήταν ευφυής και είχε καλή μνήμη. Τη βασική του μόρφωση έλαβε στον Πειραιά και την Αθήνα, όπου γνώρισε και τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Από τον Πειραιά έφυγε με πλοίο για το Άγιον Όρος το 1923.
Μετέβη στην Καλύβη του Τίμιου Προδρόμου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης υπό τον Γέροντα Μελέτιο. Περί του τόπου μονασμού του γράφει αργότερα ο ίδιος: «Εις την ΒΑ υπώρειαν του αγιωνύμου και ουρανογείτονος Άθωνος, εν τη ηγιασμένη τούτου ερήμω επί φαραγγώδους κλιτύος, ευρίσκεται η Ιερά Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Αύτη αποτελείται εκ δέκα ασκητικών καλυβών ή ησυχαστηρίων, ένθα αρνησίκοσμοι και λιτοδίαιτοι μονασταί, ασκούμενοι τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής αγώνα, καλλιεργούσιν εμπόνως το γλυκύτατον μέλι της ασκητικής αρετής και ουρανίου φιλοσοφίας». Μετά ένα έτος ευδόκιμης δοκιμής κείρεται μοναχός.
Μετά μία πενταετία αναχωρεί ο Γέροντάς του για τον κόσμο και μένει μόνος στην έρημο. Η παρουσία του Θεού τού γίνεται πιο αισθητή τότε. Μόνη παρηγοριά του η προσευχή και η μελέτη. Μελετούσε συνέχεια, αχόρταγα, προσεκτικά. Μετά μία εικοσαετία απέκτησε μία μικρή συνοδεία καλών πατέρων. Ο μακάριος Γέροντας δίδασκε και με τη σιωπή και με τον λόγο του. Τη σιωπή θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών». Ο λόγος ήταν πάντα προσεγμένος, ωραίος, διδακτικός και ψυχωφελής. Οι φιλοξενούμενοι κατεγοητεύοντο από τη συνομιλία μαζί του. Θυμάμαι κι εγώ ο αρχάριος τις συζητήσεις μας και ως λαϊκός και ως μοναχός, στο μπαλκόνι του, στο γραφείο του, στο πλοίο, στο ναό. Έλεγε: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι το μόνον το οποίον αδυνατεί να πράξει ο Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί με τον ακάθαρτον άνθρωπον. Εις αυτό αδυνατεί».
Εκεί όμως που αναδείχθηκε κι έγινε παντού γνωστός είναι η υμνογραφία του. Να πως περιγράφει την αρχή του έργου του περί το 1926: «Όταν συνέταξα τον πρώτο κανόνα της Παναγίας, τον είδε ο μακαρίτης ο Γέροντας ο δικός μου· ήξερε λίγα γράμματα. Πολύ ωραίος είπε. Τον πήγα στον Καλλίνικο στα Κατουνάκια. Ήταν έγκλειστος σαράντα χρόνια, με νοερά προσευχή, με θείο φωτισμό και τον συμβουλευόμουν. Λίγα γράμματα γνώριζε, αλλά είχε πείρα μεγάλη και χάρη Θεού. Άλλωστε «ερώτησον τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σε». Λέει ο Καλλίνικος, «είναι άριστος ο κανών, αλλά ένα σου λέω: ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη. Πρόσεχε καλά μην σε πολεμήσει ο διάβολος». Υμνογραφεί κατόπιν επισταμένης μελέτης και πολλής προσευχής. Λέγει πάλι ο ίδιος: «Ό,τι κάνω το οφείλω εις την προσευχήν. Προ της εργασίας θα κάνω μίαν προσευχήν ένθερμον, αυτοσχέδιον μεν, αλλά θερμοτάτην, η οποία ενεργεί και επενεργεί και φέρει ό,τι αποτέλεσμα ωραίον φέρνει. Προσευχή, το παν. Μη στηριζόμαστε στην εξωτερικήν σοφίαν· στα μέτρα. Είναι ένας ψυχρός λόγος. Ο ψυχρός αυτός λόγος πρέπει να γίνει ζωντανός. Και ζωντανός θα γίνει μόνον διά της προσευχής». Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες. Πολλοί πολλά έγραψαν περί αυτού και του έργου του και πολλοί τον τίμησαν και τον βράβευσαν γι’ αυτό, τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Όπως διηγούνται οι υποτακτικοί του είχε παρακαλέσει την Παναγία να έχει τα λογικά του έως τέλους για να μην κουράσει κανένα. Πράγματι είχε διαύγεια μέχρι την τελευταία αναπνοή του. Είπε τρεις φορές: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθει μοι» και εξέπνευσε. Μία γλυκύτητα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, νόμιζες πως κοιμόταν γαληνά. Ανεπαύθη στις 7.12.1991. Ο βιογράφος του Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης τον χαρακτηρίζει· σεμνό και άριστο υμνογράφο, σπάνια προσωπικότητα και αληθινό άνθρωπο του Θεού. Ο μητροπολίτης Κίτρους Γεώργιος (Χρυσοστόμου) λέει ότι ο Γέροντας ήταν εξέχουσα μορφή του αγιορειτικού μοναχισμού, κορυφαία, διάσημη, χαρισματική και μοναδική. Έφυγε με τ’ όνομα του θαυματουργού αγίου Νεκταρίου στα χείλη του, στον οποίο είχε συνθέσει μία από τις ωραιότερες ιερές ακολουθίες του.
Πήγες – Βιβλιογραφία: Πάσχου Β. Π., «Υμνηπόλος εράσμιος», Ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Άγιον Όρος 1992. Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Υμνήτωρ, Βέροια 2001. Χρυσοστόμου Γεωργίου αρχιμ., Ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε Αγίους της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995. Του αυτού, Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Μία σύγχρονη μορφή του Αγίου Όρους, Βέροια 2002.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1315-1323 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
.
Υμνογραφικό έργο
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελλί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος ή έστω την διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα στάδιά της.
Η Εκκλησία αποδέχθηκε πολύ νωρίς το έργο του νέου υμνογράφου της και το ενέταξε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εντάσσονται δηλαδή στην λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων της. Η ευρεία απήχηση του έργου φαίνεται και από την μεγάλη ζήτηση των διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και την, συνδεόμενη με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκειά του. Η ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο π. Γεράσιμος ονομάστηκε Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αναφέρει το σχετικό πατριαρχικό γράμμα με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1955.
Πέρα από τις παραπάνω εκκλησιαστικές διακρίσεις ο υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Το 1963 του απονεμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο σταυρός της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για την συμβολή του στην διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.
Εκτός από την Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 3 Δεκεμβρίου 1953 από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της μετάλλιο στον υμνογράφο, «διά το υπέροχον υμνογραφικόν του έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την θρησκευτικήν ποίησιν».
Ο υμνογράφος Γεράσιμος δεν ήταν «φρέαρ συντετριμμένον», αλλά πηγή «ύδατος ζώντος, αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. δ΄ 14). Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδος των πολλών υδάτων της εκκλησιαστικής υμνογραφικής παραδόσεως, στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του ζωή. Έτσι εξηγείται η ασύγκριτη σε ποσότητα (37.000 σελίδες) και εκλεκτή σε ποιότητα υμνογραφική του παραγωγή. Το δοθέν από τον Θεό τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε και γρηγορών χρησιμοποίησε, ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και την τιμή της Θεοτόκου και των αγίων, αλλά και για την οικοδομή και την στήριξη της Εκκλησίας του Χριστού.
Η εκδημία του
Ο Γέροντας Γεράσιμος αποτελεί χαρακτηριστική και γραφική μορφή του σύγχρονου αθωνικού μοναχισμού και δεν λείπει από τις αναφορές των διαφόρων οδοιπορικών και προσκυνηματικών οδηγών του Αγίου Όρους. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν η σωματική ευρωστία και η πνευματική διαύγεια, που τον χαρακτήριζαν, τα τελευταία χρόνια διαισθανόταν τον θάνατό του. Έτσι, φρόντισε να καταγράψει τις τελευταίες πατρικές του υποθήκες προς τους υποτακτικούς του και να επιλέξει τον τόπο ταφής του, κοντά στο σπήλαιο των αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους.
Δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Μέχρι και την παραμονή της εκδημίας του έγραφε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Η τελευταία του μάλιστα επιστολή, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1991, απευθύνεται προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το μεσημέρι της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1991, έπειτα από αναπνευστική δυσφορία, έμεινε κλινήρης και ξημερώματα Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου άφησε στο μοναχικό του κελλί την τελευταία του πνοή, ενώ βάδιζε ήδη το 86ο έτος της επίγειας ζωής του.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθειά συγκίνηση σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, ελληνόφωνο και μή. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε την επομένη με την παρουσία λίγων ιερέων, μοναχών και λαϊκών, που μπόρεσαν να βρεθούν εκεί. Σε ένδειξη σεβασμού και εκτιμήσεως η μονή Αγίου Παύλου πρόσφερε τον τάφο. Η σφοδρή κακοκαιρία, που έπληξε την περιοχή την ημέρα εκείνη, δεν επέτρεψε την παρουσία όλων όσοι θα επιθυμούσαν να παραστούν στην νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Γέροντας Γεράσιμος έμεινε βέβαια περισσότερο γνωστός ως υμνογράφος. Διακρίθηκε, όμως, και ως μοναχός. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως ήταν υμνογράφος επειδή ήταν μοναχός. Στο πρόσωπό του η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό ή επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός δοκιμασμένου και παραδοσιακού αγιορείτη μοναχού, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος.
Διατηρούσε σε ολόκληρη την ζωή του αμείωτη την προθυμία προς τους πνευματικούς αγώνες, και άσβεστη την φλόγα της αγάπης προς την μοναχική ζωή. Ο ίδιος θεωρούσε δωρεά της Θεοτόκου το να είναι κανείς αγιορείτης μοναχός και, κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκεται εκτός Αγίου Όρους, διακατεχόταν από έντονη αγωνία μήπως αρρωστήσει και δεν προλάβει να επιστρέψει πίσω.
Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την υπακοή και την ταπείνωση. Θεωρούσε πως η τέλεια και αδιάκριτη υπακοή είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως, πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς στην καρδιά του καλού και υπάκουου μοναχού. Και αυτό συνιστούσε πάντοτε στους υποτακτικούς του.
Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά του γεράματα, την γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε. Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «των αρετών θησαυρός, των εν τω Αθω μοναστών θείον καύχημα, ο πράξει και θεωρία καταλαμπρύνας τον νούν και πλησθείς των θείων επιλάμψεων … ως πραΰς και ακέραιος».
Υποθήκες προς τα πνευματικά του τέκνα
«Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα, ακούσατέ μου της ταπεινής φωνής, ήτις χάριτι Κυρίου και βοηθεία της Κυρίας ημών Θεοτόκου θα είπη εις υμάς ρήματα ζωής αιωνίου, ήτοι μικρόν και συνεπτυγμένον, αλλά πρακτικόν λόγον ωφελείας και οικοδομής.
Δόξαν και ευγνωμοσύνην να προσφέρωμεν καθ’ εκάστην ημέραν τω Κυρίω και τη Παναγία Αυτού Μητρί, διότι ηξίωσαν ημάς να έλθωμεν εις τον άγιον τούτον τόπον και να γίνωμεν μοναχοί, όπερ πολλοί επεθύμησαν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γενόμενοι μοναχοί να έχωμεν αμείωτον την προθυμίαν προς τους πνευματικούς αγώνας και άσβεστον την φλόγα της αγάπης προς την μοναχικήν ζωήν, ως είμεθα την πρώτην ημέραν της ενταύθα ελεύσεώς μας. Να προσέχωμεν πολύ διά να φυλάττωμεν τον νούν μας καθαρόν από τους πονηρούς και ακαθάρτους λογισμούς, οίτινες μολύνουν την καρδίαν μας, αποδιώκουν μακράν ημών την θείαν χάριν και γινόμεθα παίγνιον του σατανά.
Ιδιαιτέρως σας συνιστώ να προσέξωμεν το έργον της υπακοής, της τελείας και αδιακρίτου υπακοής, ήτις είναι το θεμέλιον της μοναχικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως και πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς εις την καρδίαν του καλού και υπηκόου μοναχού. Υπακοή και ταπεινοφροσύνη είναι δύο πτέρυγες, αίτινες υψώνουν ημάς ταχύτερον εις την πνευματικήν τελειότητα. Υπήκοος μοναχός, εργάτης αρετής· παρήκοος, πλήρης ακαταστασίας.
Να εξομολογήσθε ταχτικώς και ειλικρινώς και να ανοίγητε διάπλατα την καρδίαν σας εις τον πνευματικόν σας πατέρα. Η συνεχής και καθαρά εξομολόγησις καίει τον σατανά, ευφραίνει τον άγγελον φύλακα της ψυχής και πληροί την καρδίαν μας θείας χάριτος.
Να προσέρχεσθε ταχτικότερον εν φόβω Θεού και καθαρά εξομολογήσει εις την μετάληψιν των αγίων και αχράντων Μυστηρίων. Ο μεταλαμβάνων ταχτικώς εν φόβω Θεού ενούται μετά του Κυρίου, φωτίζεται η ψυχή του, λαμβάνει μυστικήν δύναμιν κατά του αοράτου εχθρού, όστις σφόδρα φοβείται την θείαν Μετάληψιν και κατακαίεται υπ’ αυτής και γενικώς ο μεταλαμβάνων εν βαθυτάτη ταπεινώσει αξιούται νοερώς πολλών παρά Θεού πραγμάτων και δωρεών ως εμπράκτως εδοκιμάσαμεν τούτο.
Να μην αμελήτε τον κανόνα σας και τα λοιπά καθήκοντά σας, ήτοι εσπερινόν, απόδειπνον, όρθρον ως και την ανάγνωσιν.
Όταν δε εργάζεσθε να προσπαθήτε να λέγετε την ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ» και ενδιαμέσως το «Θεοτόκε Παρθένε».
Να έχετε αγάπην μεταξύ σας αδελφικήν, άδολον και ανυπόκριτον, διά να σας επισκιάζη η χάρις του Θεού.
Να αγαπάτε και να σέβεσθε τον πνευματικόν σας πατέρα, ήτις αγάπη και σεβασμός αναφέρεται εις τον Χριστόν.
Να είσθε προσεκτικοί εις τους λόγους σας, συνετοί εις τάς αποκρίσεις σας, να αποφεύγετε τάς ακαίρους συζητήσεις και φλυαρίας και να επιδιώκετε πάντοτε την σιωπήν, ως μητέρα σοφωτάτων εννοιών κατά τον ειπόντα θείον Πατέρα.
Να ευλαβείσθε σφόδρα την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα ημών, τον αρχηγόν ημών Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον και τους ιδιαιτέρους προστάτας ημών Άγιον Διονύσιον τον Ρήτορα και Άγιον Μητροφάνην, οίτινες υπερίπτανται νοερώς και ευλογούσιν ημάς και να λέγετε εν τακτύή ημέρα της εβδομάδος ανελλιπώς τους χαιρετισμούς και την παράκλησιν αυτών.
Να βιάζεσθε, αγαπητά μου τέκνα, να βιάζεσθε εις το καλόν και γενικώς εις τα μοναχικά σας καθήκοντα και ως λέγει ο Ουρανοβάμων Άγιος Απόστολος Παύλος “βλέπετε πώς ακριβώς περιπατείτε μή ως άσοφοι αλλ’ ως σοφοί εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι”.
Μακάριος ο μοναχός εκείνος, όστις βιάσει τον εαυτόν του και ζήσει εναρέτως κατά τάς δοθείσας υποσχέσεις εν τη κουρά. Ούτος θα αξιωθή μακαρίου τέλους και μετά το τέλος του η Κυρία Θεοτόκος θα απολογηθή υπέρ αυτού προς τον εύσπλαχνον Υιόν της και Θεόν ημών Κύριον Ιησούν Χριστόν, ού η χάρις και το άπειρον έλεος είη μεθ’ υμών. Αμήν.
Και ταύτα πάντα μετά πολλής εν Χριστώ αγάπης και θερμών πατρικών ευχών, ο ταπεινός Γέρων Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Εν μηνί Αυγούστω 15, 1985
Κατά ταύτην την ημέραν εορτή της Κοιμήσεως της Κυρίας ημών Θεοτόκου ήλθον εις Άγιον Όρος εν έτει 1922.
Βιβλιογραφία:
- Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, έκδ. Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997.
- Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Χρυσοστόμου, Ο υμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι ακολουθίες του σε αγίους της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην μελέτη του βίου και του έργου του, έκδ. Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1995.
- Του ιδίου, Το έργον του υμνογράφου Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου. Ευρετήρια., έκδ. Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης-Θεσσαλονίκη 1997, Θεσσαλονίκη 1997.