Μια ηρωική και συνάμα ερωτική στιχοπλακιά από το Ασφενδιού της Κω

0
1744
Ευαγγελίστρια-Καρεώτες 1930 - παλιές φωτογραφίες της Κω

Από την τοπική δημοτική μας παράδοση.      

     Μια ηρωική και συνάμα ερωτική στιχοπλακιά

                      από το Ασφενδιού της Κω.

            Ανάμεσα στις 14 στιχοπλακιές  της Κω, καταγραφής Ιακ. Ζαρράφτη, που συμπεριέλαβε το 1908 στο βιβλίο του: «Γλώσσα και Δημώδης Παράδοση των Νοτίων Σποράδων» (Sprache und Volksuberlieferungen der Sudlichen Sporaden, Wien 1908) ο Αυστριακός γλωσσολόγος και καθηγητής Karl Dieterich, ξεχώρισα μια από το Ασφενδιού, με τίτλο: «Η κόρη κλέφτης». Αναφέρεται  στην πανέμορφη και αντρειωμένη κόρη-απουσιάζει το όνομα- που εγκαταλείπει τη συνηθισμένη στα χρόνια της τουρκοκρατίας ασχολία της, τον αργαλειό, ζώνεται τα όπλα, παίρνει τα βουνά, γίνεται «πρωτόκλεφτος» και για δώδεκα ολάκερα χρόνια εκδικιέται τους Σαρακηνούς.

Πρόκειται για πολύστιχο ηρωικό και συνάμα ερωτικό άσμα, που κλείνει με έναν οχτάστιχο προτρεπτικό, θα έλεγα, επίλογο (επωδό) με ζευγαρωτή προπαροξύτονη και παροξύτονη ομοιοκαταληξία, η οποία διακρίνεται, μάλιστα, και για τον καταληκτικό της τόνο. Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει η στιχοπλακιά, της οποίας διατήρησα όπως έχει τη γραφή:

«Πκιός είδε κόρην ώμορφη, κόρην αντρειωμένη

σε ασημένον αργαλειό, με φιλdισένο[1] χτένι

και με σαΐτταν της χρουσήν να κάθεται να’ φαίνη;

Σαρακηνοί την είδανε, στο ‘μμάτι την εβάλαν

και στ’ αργαλειόν της πή(γ)ανε βαρειά αρματωμένοι.

Βαροπατεί το αργαλειό, ραΐζεται το χτένι,

με τ’ αργαλειού της το θρονί τως ρίχνεται σαδ δράκος.

Τρεις ήσαν, και τους τρεις μαζί στον τόπον τους αφίνει.

Αντρίκια τότε ντύννεται σαν κλεφτοπαλληκάρι,

ζωννιέται τ’ αργυρό σπαθί, το πκιό βαρύ τουφέκι,

το πκιό καλό σιλάχι[2] τως, την πκιά καλήν τως κάππα[3],

και σαν καλός πρωτόκλεφτος εις τα βουνά πετιέται.

Δώδεκα χρόνια γύριζε στους κλέφτες καπετάνιος,

δώδεκα χρόνι’ αχόρταγα ’γδικείτο οχτρεμμένους.

Ανήμερα μίαλ λαμπρή, πούναι γιορτή μειάλη,

οι κλέφτες ηθελήσανε να παίξουν το λιθάρι.

΄Πο τον πολύ ταραχισμό, πούκαμε το κορμίν της

εκόπ’ ο αργυρός κοψές, κ’ εφάνη το βυζίν της.

Άλλοι το λένε μάλαμα, κι άλλοι το λεν ασήμι,

κ’ ένα καλό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.

-Ίντά ’χεις, βρε κλεφτόπουλο και μου χαμογελάεις;

-Αχ! ίντα αργυρά βυζιά, μαλαμματένια στήθια!

-Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολο(γ)ήσης

να σου’ ττιρνίσω[4] τολ λουφέ[5] και τρίδιπλα τα γρόσια.

-Δεθ θέλω’ γω τα γρόσια σου, τα σκυλλομαζεμένα,

μοθ θέλω τα βυζάκια σου τα μοσκομυρισμένα.

-Που’ πή το, θέλω εις εμέ, πρέπει και νάναι άξιος,

νάναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπελεμάρχης.

-Το ζήτημα σου’ ναι βαρύ, μαν θέλει ο θιός, θα γείνη,

αθ θέλ’ ο θιός να μ’ αγαπάς, ο πρώτος ούλλων είμαι.

Δείξε μου, πούναι οι φωτιές, οι σπαθισμοί, τα βόλια,

κι εγώ για την αγάπη σου θα ππέσω πρώτος σ’ ούλλα».

Στο σημείο αυτό η στιχοπλακιά τελειώνει με την ακόλουθη  επωδό, που προτρέπει σε ξεσηκωμό κατά του εχθρού:

«Χάτε να πα να’ μώσομεν, τον τόπομ μας να σώσωμεν.

Χάτε να μελετήσομεν, ποττέ να μη χωρήσομεν.

Χάτε να πα να’ μώσομεν,  οχτρούς μας να σκοτώσομεν.

Καθένας μας ας’ μώση, ο θιός να μας ενώση».

Παραλλαγή της στιχοπλακιάς αυτής του Ασφενδιού της Κω συναντούμε στην Κρήτη. Μας μιλάει για μια κόρη από το Αρκάδι: «Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπασμένη; Ποιος είδε την Αρκαδιανή στα κλέφτηκα ντυμένη;…». Αντίστοιχο τραγούδι λέει και ο λαός της Αρκαδίας και Τριφυλίας στις γιορτές και στα πανηγύρια του. Της Κρητικής πιο πάνω παραλλαγής τη μουσική εκτέλεση (τραγούδι και χορός συρτός), που διέσωσε ο αείμνηστος μουσικοδιδάσκαλος Σίμων Καρράς, τη γνώριζε και την απέδιδε υπέροχα η παραδοσιακή μας αοιδός, η αλησμόνητη Άννα ΣαρρήΚαραμπεσίνη.

ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Δικηγόρος-Ιστορικός Συγγραφέας.

 

 

[1] Από ελεφαντόδοντο.

[2] Τουρκ. όπλο

[3] Κουκούλα, γυναικείο πανωφόρι

[4] Χαρίσω(;)

[5] Αραβ. Ο μισθός των αρματολών επί τουρκοκρατίας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ