Ἡ Ἁγία καί παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀκυλίνα ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπό ἕνα χωριό, πού ὀνομάζεται Ζαγκλιβέρι καί βρίσκεται στήν ’Eπισκοπή Ἀρδαμερίου[2]. Γεννήθηκε δέ ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς.[3]
Τό Mαρτύριό της συνέβη μετά ἀπό τό ἑξῆς περιστατικό.
Στό Ζαγκλιβέρι τότε συγκατοικοῦσαν χριστιανοί καί Τοῦρκοι μαζί. Μιά μέρα ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας μάλωσε μέ ἕναν Τοῦρκο γείτονά του καί κτυπῶντας τον, τόν ἔβαλε ὁ διάβολος καί τόν σκότωσε. Γι’ αὐτό τόν ἔπιασαν οἱ Τουρκικές Ἀρχές τοῦ Ζαγκλιβερίου καί τόν πῆγαν στόν πασσᾶ τῆς Θεσσαλονίκης, γιά νά τόν θανατώσει. Αὐτός τότε φοβήθηκε τό θάνατο καί θέλοντας νά γλυτώσει, τούρκεψε καί δέν τόν θανάτωσαν. Ἀλλοίμονο ὅμως, τί φοβερή πτώση!
Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα τότε ἦταν ἀκόμη βρέφος πού θήλαζε. Ὅταν πέρασαν ἀρκετά χρόνια, οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν στόν πατέρα νά τουρκέψει καί τήν κόρη του. Καί αὐτός ἀποκρινόταν σ’ αὐτούς:
– Μή σᾶς μέλει γιά τήν θυγατέρα μου. Αὐτή εἶναι στό δικό μου χέρι καί ὅποτε θέλω τήν τουρκεύω.
Ἡ μητέρα ὅμως τῆς Ἁγίας, καθώς παρέμεινε σταθερή στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, δέν παρέλειπε καθημερινά νά διδάσκει καί τήν κόρη της, νά στέκεται σταθερά στήν πίστη καί νά μήν ἀρνηθεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὅταν ἔφτασε ἡ κόρη σέ ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν, πάλι οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔλεγαν τά ἴδια. Τότε ὁ πατέρας της φωνάζει τήν Ἀκυλίνα καί τῆς λεει:
-Νά, παιδί μου, οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι μοῦ λένε καθημερινά νά τουρκέψεις. Γι’ αὐτό ἀργά ἤ γρήγορα θά τουρκέψεις. Μόνο κάνε το μιά μέρα πιό πρωτύτερα, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν καθημερινά καί ἐμένα οἱ Τοῦρκοι.
Ἡ Ἁγία ὅμως φλεγόμενη ἀπό τόν διάπυρο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ μέ μεγάλη γενναιότητα τοῦ ἀποκρίθηκε:
– Μήπως εἶμαι ἐγώ ὀλιγόπιστη σάν καί ἐσένα, νά ἀρνηθῶ τόν ποιητή καί πλάστη μου, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε γιά μᾶς Σταυρό καί θάνατο; Ἄς μή μοῦ συμβεῖ τοῦτο ποτέ. Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμη νά ὑπομείνω κάθε βασανιστήριο, ἀκόμη καί θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου.
Ὤ λόγια ἀξιοθαύμαστα, ὄχι θυγατέρας ἑνός τρισάθλιου πατέρα, ἀλλά θυγατέρας ἀληθινά τοῦ ἐπουράνιου βασιλιᾶ Χριστοῦ!
Τότε ὁ πατέρας της βλέποντας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης της, πῆγε στούς Τούρκους καί τούς λέει:
-Ἐγώ δέν κατάφερα νά μεταπείσω τήν θυγατέρα μου νά τουρκέψει. Ἐσεῖς ὅ,τι θέλετε κάντε την.
Μόλις τό ἄκουσαν αὐτό ἐκεῖνοι, ταράχθηκαν καί ἀμέσως στέλνουν δικαστικούς, γιά νά φέρουν τήν Μάρτυρα. Ἡ δέ εὐλογημένη μητέρα τῆς Ἁγίας, ὅταν εἶδε τούς ἀπεσταλμένους ὑπηρέτες, ἀφοῦ πῆρε ἰδιαίτερα τήν κόρη της, λέγει σ’ αὐτή τήν στερνή αὐτή παραγγελία:
-Νά, παιδί μου πολυαγαπημένο καί γλυκύτατη θυγατέρα Ἀκυλίνα. Νά σπλάγχνο μου, ἔφθασε ἡ ὥρα ἐκείνη, γιά τήν ὁποία κάθε ἡμέρα σέ συμβούλευα. Νά φερθεῖς λοιπόν σάν παιδί ὑπάκουο καί νά ὑπακούσεις στίς συμβουλές μου καί νά μείνεις ἀνδρεία στά βασανιστήρια πού πρόκειται νά πάθεις καί νά μήν ἀρνηθεῖς τό Χριστό.
Καί αὐτή παρομοίως μέ δάκρυα ἀποκρίθηκε·
-Μή φοβᾶσαι μητέρα μου καί ἐγώ τόν ἴδιο σκοπό ἔχω, καί ὁ Θεός ἄς εἶναι βοηθός μου καί νά προσεύχεσαι γιά χάρη μου.
Καί ἔτσι ἀποχαιρετίσθηκαν ἀναμεταξύ τους μέ θρήνους καί δάκρυα.
Οἱ ὑπηρέτες, ἀφοῦ ἔδεσαν τήν Μάρτυρα, τήν πῆγαν στό δικαστήριο. Ἀκολούθησε κατόπιν καί ἡ φιλόστοργη μητέρα τήν πολυαγαπημένη θυγατέρα, ὅπως ἀκολουθεῖ ἡ προβατίνα τό πρόβατο της, ὅταν τό σέρνουν στόν τόπο τῆς σφαγῆς, ἐπειδή τά μητρικά σπλάγχνα δέν τήν ἄφηναν νά χωρισθεῖ. Ἀλλά οἱ ὑπηρέτες τήν μέν μητέρα της τήν κλείδωσαν ἔξω ἀπό τό προαύλιο, τήν δέ Ἀκυλίνα τήν πῆγαν μέσα καί τήν παρουσίασαν μπροστά στόν δικαστή, ὁ ὁποῖος τῆς λέει:
– Μωρή γίνεσαι Τουρκάλα;.
Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε.
-Ὄχι, δέν γίνομαι. Νά μή συμβεῖ ποτέ νά ἀρνηθῶ τήν πίστη μου καί τόν Δεσπότη μου Χριστό.
Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ δικαστής θύμωσε καί προστάζει νά γδύσουν τήν Ἁγία καί νά τήν ἀφήσουν μόνο μέ τό πουκάμισο καί ἔτσι νά τήν δέσουν σέ ἕναν στῦλο καί νά τήν δέρνουν μέ ραβδιά, πρᾶγμα πού ἔγινε. Δύο ὑπηρέτες τήν ξυλοκόπησαν ὥρα πολλή. Ἀλλά ἡ Μάρτυς ὑπέμεινε μέ πολλή ἀνδρεία αὐτό τό βασανιστήριο. Μετά ἀπό αὐτά ὁ δικαστής καί ἄλλοι Τοῦρκοι, φέρνοντας τήν Μάρτυρα μπροστά τους, ἄρχισαν νά τήν κολακεύουν καί νά τῆς ὑπόσχονται ταξίματα πολλά καί δῶρα, μόνο νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της. Ἀλλά ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή εἶχε βαθιά μέσα στήν καρδιά τόν ἔρωτα πρός τό νοητό νυμφίο της Χριστό, τίποτε ἀπό αὐτά δέν λογάριαζε.
Τότε ἕνας ἀξιωματοῦχος καί πλούσιος Τοῦρκος τῆς πρότεινε κάτι πιο προκλητικό ἀπό τούς ἄλλους:
–Τούρκεψε Ἀκυλίνα καί ἐγώ θά σέ πάρω νύμφη στόν υἱό μου.
Ἡ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μέ τόλμη ἀνέκφραστη τοῦ ἀποκρίθηκε:
-Ὁ διάβολος, νά πάρει καί ἐσένα καί τόν υἱό σου.
Μόλις τό ἄκουσαν αὐτό ἐκεῖνοι, ἄναψαν ἀπό τό θυμό καί γδύνοντας πάλι τήν Ἁγία, ὅπως καί στήν ἀρχή, τήν ξυλοκόπησαν ὥρα πολλή. Ἔπειτα, ἀφοῦ τήν ἔλυσαν, πάλι τήν ἀνακρίνουν γιά τρίτη φορά. Εἶχε σχισθεῖ τό πουκάμισό της ἀπό τούς πολλούς ξυλοδαρμούς, καί εἶχε μείνει γυμνή.
Τῆς λέει τότε ὁ δικαστής:
-Δέν ντρέπεσαι μωρή νά δέρνεσαι γυμνή μπροστά σέ τόσους ἀνθρώπους; Ἤ τούρκεψε ἤ θά σοῦ σπάσω τά κόκκαλα ἕνα-ἕνα.
Ἡ Ἁγία τοῦ ἀποκρίθηκε:
– Τί λαχτάρησα ἀπό τήν πίστη σας, γιά νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό μου ἤ σέ ποιά θαύματα τῆς πίστεώς σας νά πιστέψω, πού βρωμᾶτε ἀκόμη ζωντανοί!
Ὤ τόλμη μαρτυρική! Ὤ μεγαλοψυχία πού τῆς ἀξίζουν οὐράνιοι ἔπαινοι! Ὤ ἀπάντηση! Ὄχι ἑνός τρυφεροῦ κοριτσιοῦ, ἀλλά ἑνός ἀνδρειωμένου γίγαντα!
Μόλις τά ἄκουσαν αὐτά, καταντροπιάσθηκαν. Διότι τί ἄλλο μποροῦσαν νά κάνουν, ἀναγκαζόμενοι ἀπό τήν φανερή ἀλήθεια τῶν λόγων;
Ἄναψαν ἀπό τό θυμό καί ξυλοκόπησαν τήν Ἁγία γιά τρίτη φορά. Τόσο ἄσπλαγχνα τή χτυποῦσαν, ὥστε οἱ σάρκες της ἔπεφταν στήν γῆ καί ἡ γῆ κοκκίνισε ἀπό τά αἵματα.
Τήν χτυποῦσαν, ὥσπου τήν ἄφησαν σάν νεκρή.
Ὕστερα, ἀφοῦ ἔλυσαν τήν Μάρτυρα, τήν φόρτωσαν σέ ἕνα Χριστιανό, πού ἦταν ἐκεῖ παρών, καί τήν πῆγαν στό σπίτι τῆς μητέρας της. Ἐκείνη ἀγκάλιασε τήν θυγατέρα της, πού μόλις ἀνέπνεε μέ δυσκολία. Καί γεμάτη ἀγωνία τῆς λέει:
-Τί ἔκανες παιδί μου;
Καί ἡ Μάρτυς, ἀφοῦ μόλις καί μετά βίας συνῆλθε καί ἄνοιξε τά μάτια της καί εἶδε τήν μητέρα της, τῆς εἶπε:
– Καί τί ἄλλο θά μποροῦσα νά κάνω, μητέρα μου, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο πού μοῦ παρήγγειλες; Νά, ὅπως συμφωνήσαμε, φύλαξα τήν ὁμολογία τῆς πίστης μου.
Ἡ μητέρα της, ἀφοῦ σήκωσε τά χέρια καί τά μάτια της στόν οὐρανό, δόξασε τό Θεό.
Καί, καθώς συνομιλοῦσε ἡ Μάρτυς μέ τή μητέρα της, παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ Μαρτυρίου.
Ὤ τοῦ θαύματος! Τό τίμιο καί Ἅγιο λείψανο της ἀμέσως εὐωδίασε μιά πολύ θαυμάσια εὐωδία. Καί τόση πολλή ἦταν ἡ εὐωδία, ὥστε εὐωδίαζε καί ὅλος ὁ δρόμος, ἀπό ὅπου περνοῦσαν τό Μαρτυρικό λείψανο της, γιά νά τό ἐνταφιάσουν. Ἐκείνη τήν νύχτα, σάν ἕνα ἄστρο πολύ λαμπερό, κατέβηκε φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί ἔλαμψε πάνω στόν τάφο τῆς Μάρτυρος. Καί ὅσοι Χριστιανοί τό εἶδαν δόξασαν τό Θεό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1]ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΝΕΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΣΤΗΡ 19934,σελ. 186.