(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη) 20/5/2021
Πέρασε και του Αη-Γιωργιού, ήρθε και του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης. Τα φερώνυμα Εξωκλήσια, γέμισαν με προσκυνητές κυρίως λεσπέρηδες, που ήρθαν να ακουμπήσουν τα προβλήματα, την αγωνία και τις προσευχές τους, μπροστά στις Βυζαντινές εικόνες. Ο αντίλαλος από τη μικρή καμπάνα, κρεμασμένη στο πανύψηλο κυπαρίσσι, ακούγονταν μαζί με την γλυκιά υμνωδία των ψαλτών. Τα ροδοκόκκινα δειλινά, χρωματίζονταν με δέος, κατάνυξη και Χριστιανική πίστη στον απογευματινό Εσπερινό.
Σιγά, σιγά οι κάμποι, είχαν αρχίσει να δέχονται τους πρώτους γεωργούς και να στήνουν τις πρόχειρες αμπαράγκες ή τα τσαρδάκια τους. Τα κηπούλια και τα μποστάνια, χρειάζονταν σκληρή δουλειά ολομερής, για να αποδώσει η μάνα γη, τους εύγευστους καλοκαιρινούς της καρπούς.
‘-Κοπιάστε’, μου είπε η φίλη μου Μαρία, μετά τον Εσπερινό και στάθηκα για να γευθώ εκείνη την μοναδική σαλάτα, με τη πρώιμη φρέσκια ντομάτα, που μοσχοβολούσε, μαζί με το ολόφρεσκο αγγουράκι και το ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι. Φιλόξενη όπως πάντα η Μαρία, καλή νοικοκυρά και παλιά μου συμμαθήτρια, από το θρυλικό εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο του Ασφενδιού. Κατακαλόκαιρο με δέχτηκε στο θερινό τσαρδάκι της, στον εύφορο κάμπο, εκεί στο Τιγκάκι. Γεμάτη περίσσια καλοσύνη, μου πρόσφερε και γλυκό ντοματάκι εποχής, σαν επιδόρπιο και ολόγλυκα σύκα, από την φορτωμένη διπλανή συκιά. Το δροσερό κατακόκκινο καρπούζι, παρέα με το μελωμένο πεπόνι, συμπλήρωνε την ξαφνική μου φιλόξενη επίσκεψη, από το κηπούλι της αρχοντικής οικογένειας. Αθάνατη Ελληνική, ανιδιοτελής φιλοξενία, των αγνών ανθρώπων της υπαίθρου. Όσο απολάμβανα τη δροσιά από το κρύο νερό, στο πήλινο κανάτι, βυθισμένο για ώρες στο πηγάδι, έβλεπα γύρω μου τις σκόρπιες, καλοκαιρινές, ψάθινες καλύβες, τα τσαρδάκια ή αλλιώς τις αμπαράγκες, των ακούραστων αγροτών.
Μόλις που θα τελείωνε η Λαμπρή, έκλειναν και τα Σχολεία, οι λεσπέρηδες, δηλ οι γεωργοί του νησιού μας, ετοιμάζονταν να κατέβουν στους κάμπους. Οι περισσότεροι είχαν πια φυτέψει με πολύ κόπο, τα κηπευτικά και τις τομάτες και είχαν σπείρει τα στάρια και τα κριθάρια. Τα κηπούλια, ή αλλιώς τα μποστάνια, οι κήποι του καλοκαιριού, ήταν καταπράσινοι, ποτισμένοι με το νερό των πηγαδιών ή της πηγής ή ακόμη του πιο κοντινού ποταμού και φιλοξενούσαν τα φρέσκα λαχανικά.
Από το ορεινό Ασφενδιού, κατέβαιναν στους κάμπους στο Ζιπάρι και στο παραλιακό Τιγκάκι. Από το Πυλί κατηφόριζαν ως το Μαρμάρι, ενώ από την Αντιμάχεια, κατέβαιναν μέχρι το παραλιακό Μαστιχάρι.
Από τα υψώματα της Κεφάλου, έρχονταν οι ακούραστοι αγρότες μέχρι τους κάμπους, εκεί στο επίπεδο και εύφορο Καμάρι.
Η διαδικασία αυτή ήταν συνηθισμένη, για όλους τους γεωργούς. Έφτιαχναν μια πρόχειρη καλύβα με βούρλα και καλάμια, ενώ για σκέπαστρο έβαζαν ψάθες. Για πόρτα, είχαν κρεμάσει μια βαριά, πυκνό υφασμένη και πολύχρωμη κουρελού. Όσο για τα στρωσίδια, τα ίδια υφαντά, αρκούσαν με ένα δυο μαξιλάρια, για να φιλοξενήσουν στο πάτωμα, τους άοκνους και σχεδόν άυπνους εργάτες της γης. Αυτοί ολημερίς βρίσκονταν στα κηπούλια και στα μποστάνια, που ήταν καλλιεργημένα με διάφορα κηπευτικά, όπως δροσερά καρπούζια και πεπόνια. Επίσης φρόντιζαν, τα αμπέλια τους και τα καλλιεργημένα με σιτηρά χωράφια.
Η μάννα και νοικοκυρά, είχε την γενική φροντίδα της οικογένειας. Εκτός από την ασχολία της με το πότισμα ή την συγκομιδή των καρπών, των χωραφιών και των κηπευτικών, έπρεπε να εξασφαλίσει το ψωμί και το καθημερινό φαγητό, στα παιδιά της. Ένα δεμάτι ξύλα και κλαδιά και μια πρόχειρη θράκα, φτιαγμένη από στοιβαγμένες πέτρες, με μια τριγωνική σιδεριά, φιλοξενούσε κάθε μεσημέρι στο πήλινο τσουκάλι ό, τι έβγαζε η ευλογημένη μάνα γη. Μαζεύονταν όλη η οικογένεια, γύρω από το χαμηλό τραπέζι, το σινί και γεμάτοι όρεξη, βούταγαν το σπιτικό σταρένιο ψωμί, στην γεμάτη κούπα με ελαιόλαδο ντοματοσαλάτα. Την νοστιμιά συμπλήρωναν τα γιαπράκια, με ρύζι, ορφανά χωρίς κρέας. Τύλιγαν τα αμπελόφυλλα ή τους κολοκυνθό -ανθούς με λίγο ρύζι, μπόλικα μυρωδικά, όπως βασιλικό και δυόσμο, κρεμμυδάκι και αγνό, ντόπιο, ελαιόλαδο και σε μισή ώρα είχαν ένα πεντανόστιμο φαγητό. Άλλοτε πάλι ανακάτευαν όλα τα κηπευτικά, ξεκινώντας από τις τομάτες, τα καρότα, τα κολοκυθάκια, τις μελιτζάνες, τις πιπεριές, τις πατάτες, μαζί με χοντροκομμένο κρεμμύδι, για να φτιάξουν το λαδερό φαγητό. Βέβαια και τα λαδερά φασολάκια και οι μπάμιες γιαχνί, δεν έλλειπαν ποτέ από εκείνη την υγιεινή, πλούσια και παραδοσιακή Μεσογειακή κουζίνα, του κάμπου.
Το πήλινο λαγήνι, βυθισμένο στο πηγάδι, φρόντιζε να ξεδιψάσει τους εργάτες, που ολημερίς δούλευαν καταϊδρωμένοι, κάτω από τον καυτό ήλιο. Πολλές φορές ένας σύντομος μεσημεριανός ύπνος, κάτω από την φορτωμένη με μούρα, μουριά ή συκαμινιά, συντροφιά με τα φλύαρα τζιτζίκια, ξεκούραζε τους εργάτες της γης. Συνήθως υπήρχε και ένας μεγάλος αβράμηθας, όπου στα αειθαλή κλωνάρια του έδεναν αυτοσχέδιες σχοινένιες κούνιες. Εκεί, διασκέδαζαν όλη μέρα τα μικρά παιδιά ή κοιμόταν κάτω από τον βαθύ ίσκιο του δένδρου. Πάντα χορτασμένα, με μια στραπατσάδα, φτιαγμένη με φρέσκα αυγά και ντομάτες. Αν τύχαινε να περάσει περαστικός ή ξένος, από το χωράφι ή το κτήμα των λεσπέρηδων, του έγνεφαν και του γέμιζαν τις χούφτες με ό, τι είχαν, καθώς και την καρδιά του με πολλή αγάπη και περίσσευμα ευγένειας και φιλοξενίας.
Φιλόξενοι, οι απλοϊκοί κάτοικοι των χωριών, σηκώνονταν για να καθίσει ο ξένος ή κοιμόταν έξω από την καλύβα, για να φιλοξενηθεί ο περαστικός. Προτιμούσαν να μείνουν νηστικοί, για να φάει πρώτα ο καλεσμένος τους.
Η χαρά των μικρών παιδιών ήταν αυτή η καλοκαιρινή περίοδος, αφού μαζεύονταν όλα από τις γειτονικές καλύβες, για να παίξουν ή να κάνουν ολημερίς βουτιές, στην πλησιέστερη καταγάλανη θάλασσα.
Τα μεγαλύτερα, έπρεπε να φυλάγουν τα μποστάνια, να τα ποτίζουν και να προσέχουν τους ιπτάμενους εισβολείς, αφού τα σκιάχτρα δεν επαρκούσαν. Μερικοί γεωργοί, περνούσαν τα περισσότερα βράδια τους έξω, έχοντας για σκεπή, τον καλοκαιριάτικο, έναστρο ουρανό και την άπνοια της νύχτας. Για να φτιάξουν τα σκιάχτρα, κρέμαγαν σε ένα ψηλό διασταυρωμένο κοντάρι, ένα παλιό πουκάμισο και ένα φθαρμένο παντελόνι, του φόραγαν και ένα ψάθινο καπέλο στην κορυφή και έτοιμος ο φύλακας του κήπου. Έτσι, δεν άφηναν κανένα εχθρό του κήπου να κουνουστέψει, δηλ να πλησιάσει και να καταστρέψει τα ζαρζαβατικά, δηλ τα κηπευτικά.
Το βράδυ με μόνιμο φωτισμό το ασημένιο, λαμπερό φεγγάρι και τα αμέτρητα αστέρια, στον ξάστερο θερινό ουρανό, αποσπέριζαν πότε στην πόρτα της καλύβας του ενός και πότε στου άλλου.
Έκοβαν δροσερό κατακόκκινο καρπούζι ή μελωμένο πεπόνι, έβγαζαν από το πήλινο κουζί και λίγο τυρί της τυριάς και ξεκουράζονταν όλη η παρέα. Για απόψε οι δουλειές είχαν πια πιτίσει, δηλ τελειώσει. Τα βράδια τα νυχτοπούλια και οι πυγολαμπίδες, αφουγκράζονταν τις συζητήσεις, που περιστρέφονταν γύρω από τη σοδειά και τους ξενιτεμένους τους.
Ενίοτε άνθιζαν και κάποιες ρομαντικές ερωτικές ιστορίες, που πολλές φορές, κατέληγαν σε επίσημα αρραβωνιάσματα και σε γάμους.
Κατάκοποι οι εργάτες του μόχθου, έπεφταν κάθε βράδυ, στην στενάχωρη ψάθινη καλύβα, που για πόρτα της είχε όχι μόνο τη μακριά κουρελού, αλλά την εμπιστοσύνη των περαστικών και των γειτόνων. Άγραφοι νόμοι, φύλαγαν τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Ποτέ και κανένας δεν τόλμησε να παραμερίσει την κουρελού, που φύλαγε το φτωχικό βιός των εργατικών αγροτών και να ενοχλήσει κακόβουλα την οικογένεια τους.
Υπήρχε τέτοια αρμονική συμβίωση, φιλότιμο, εμπιστοσύνη και συνεργασία, ανάμεσα στους γείτονες που ο ένας φύλαγε ή πότιζε το μποστάνι του άλλου.
Ζήτημα ανθρωπιάς, ζήτημα αγνής ψυχής ή και τα δυο;
Όταν περνούσε ο Ιούνης ο θεριστής με τα χωράφια γεμάτα από τα χρυσά, δεμάτια σιτηρών και τις θημωνιές, ακολουθούσε ο Ιούλης ο Αλωνάρης, που έκαιγε τα σπαρτά, ενώ αυτά ήταν έτοιμα πια για τα αλώνια. Ύστερα ερχόταν ο Δεκαπενταύγουστος, ημέρα Μεγάλης Γιορτής της Παναγίας. Όλα και όλοι, σταματούσαν τα πάντα, για να τιμήσουν τη Μεγαλόχαρη.
Ο Αύγουστος ο τρυγητής, έδινε τα καλλίτερα σταφύλια και υπόσχονταν για τα πιο εύγευστα κρασιά, στα ξύλινα βαρέλια.
Με τα πρώτα χαμόγελα του Σεπτέμβρη, άνοιγαν τα Σχολεία και έφταναν και τα πουζουνίκια. Οι γεωργοί μάζευαν τα τελευταία απομεινάρια, από τα κηπευτικά και άλλα προϊόντα της γης και επέστρεφαν στο χαμηλόκτιστο και καλό -ασπρισμένο πεντακάθαρο σπιτικό τους. Για να είναι έτοιμο, είχε φροντίσει από πριν η νοικοκυρά. Όσο για τα απομεινάρια, από τα κηπευτικά, τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων.
Οι ψάθινες καλύβες, άδειαζαν και άλλες τις χαλούσαν οι ίδιοι οι γεωργοί, ενώ άλλες τις χάλαγε, ο δύστροπος Χειμωνιάτικος καιρός. Μάζευαν οι νοικοκυρές, τα λιγοστά σκεύη, καθώς και τις κουρελούδες και όλα τα υφαντά τους και έτρεχαν στο πιο κοντινό ποτάμι, για ατελείωτο πλύσιμο και άπλωμα, στους γύρω ανθεκτικούς θάμνους.
Έτσι στις 15 του Σεπτέμβρη, του Αι Νικήτα, μια μέρα μετά του Σταυρού, επέστρεφαν όλοι οι γεωργοί κυρίως, στα ορεινά χωριά τους.
Για να επαληθευτεί και η παροιμία των παλιών, ‘τα Αι Νικήτα κοίτα και τα Αι Γιωργιού ξεκοίτα’. Δηλ τα Αι Νικήτα, μαζέψου να κουρνιάσεις και τα Αι Γιωργιού, απλώνεσαι ξανά. Φυσικά, τους αμέσως επόμενους Φθινοπωρινούς μήνες, ακολουθούσε το μάζεμα τις ελιάς, από τους απέραντους ασημόχρωμους ελαιώνες του νησιού.
Όλη αυτή η διαδικασία, της προσωρινής διαμονής στις ψάθινες καλύβες, αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για τους γεωργούς. Αλλιώς θα ανεβοκατέβαιναν καθημερινά από τα χωριά τους, ως τα πεδινά χωράφια, ξεκινώντας από το πρωί με το αγιάζι, μέχρι το γέρμα του ήλιου. Φορτωμένοι με τα καλάθια ή τα κοφίνια, πότε πεζοί και πότε με τα υποζύγια τους, εξαντλημένοι από τις ατέλειωτες δουλειές, στους κάμπους.
Ωστόσο η εξέλιξη και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, έφεραν την γρηγοράδα και την αμεσότητα των αυτοκινήτων και φυσικά μείωσαν την ανάγκη ύπαρξης, της ψάθινης καλύβας του κάμπου.
Σήμερα ίσως δούμε εδώ και εκεί, σκόρπιες ακόμη μερικές ψάθινες καλύβες, τα τσαρδάκια ή τις αμπαράγκες, των ακούραστων λεσπέρηδων, της εύφορης Κω. Βέβαια θα τις συναντήσουμε, στα λαογραφικά άλμπουμ και σε παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και θα τις κρατήσουμε στην καρδιά μας, ως τις πιο πολύτιμες, νοσταλγικές αναμνήσεις της ζωής μας.
Ξανθίππη Αγρέλλη
*********************************************************************************
ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΑ ΤΣΑΡΔΑΚΙΑ ΧΤΙΣΤΗΚΑΝ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΙ ΕΤΣΙ ΟΙ ΨΑΘΙΝΕΣ ΚΑΛΥΒΕΣ ΕΜΕΙΝΑΝ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ ΑΥΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο καιρός που κοιμομασταν ξέγνοιαστοι στο ύπαιθρο η με ανοιχτα παράθυρα στα μπαλκόνια και με τις πόρτες ξεκλειδωτες αποτελεί μακρυνό παρελθον. τα αγνα χρόνια της αθωότητας τα αντικατέστησαν η βία τα εγκλήματα οι ληστείες και τα φονικά μέσα στα σπίτια.