ΔΕΙΤΕ ΦΩΤΟ & ΒΙΝΤΕΟ
Μπορεί ο πανηγυρικός εσπερινός της μεγάλης – όχι μόνο για το Πυλί, αλλά για ολόκληρο το νησί της Κω- εορτής του Αγίου Νικολάου να τελέστηκε σε άδειο ναό με μόνο τον Σεβασμιώτατο, τον εφημέριο, τους δύο ψάλτες και τον νεωκόρο, ωστόσο οι ευλαβείς προσκυνητές της περιοχής φρόντισαν από νωρίς να τιμήσουν δεόντως τον Άγιο στέλνοντας από νωρίς τα πρόσφορα για μνημόνευση και τους άρτους τους για το διήμερο του εορτασμού.
Στον εσπερινό απόψε με τον π. Κωνσταντίνο χοροστάτησε -όπως κάθε χρόνο- ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου και Νισύρου κ. Ναθαναήλ ο οποίος κήρυξε και τον Θείο λόγο.
Τους ύμνους απέδωσαν πάρα πολύ όμορφα και κατανυκτικά οι Ιεροψάλτες του ιερού Ναού Γρηγόρης και Βασίλης Καστελλοριζιός.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του αναφέρθηκε στο πλούσιο συναξάρι του Αγίου και συνέστησε σε όλους να διαβάζουμε καθημερινά το συναξάρι της ημέρας (υπάρχει και στο διαδίκτυο πλήρες) γιατί έχουμε πολλά να ωφεληθούμε.
Μεταξύ άλλων διηγήθηκε το θαύμα του Αγίου Νικολάου που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη με τον Τίμιο Πρόδρομο και τον φτωχό λαουτιέρη.
Ο Άγιος Νικόλαος, ο Τίμιος Πρόδρομος κι ο λαουτιέρης
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε ένας φτωχός λαουτιέρης1. Ο οργανοπαίκτης αυτός είχε την συνήθεια να πηγαίνει, δύο φορές την ημέρα, έξω από την ιστορική Μονή του Τιμίου Προδρόμου στην Πέτρα, η οποία ήταν απέναντι από τον Ναό του Αγίου Νικολάου, και να παίζει το λαούτο του προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Μετά έμπαινε στον Ναό προσκυνούσε την εικόνα του Αγίου και έφευγε. Αυτό το έκανε, διότι είχε μεγάλη αγάπη στον Τίμιο Πρόδρομο, αλλά κι επειδή ήταν πολύ φτωχός και δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε άλλο, ούτε λειτουργεία, ούτε κερί, ούτε θυμίαμα, πρόσφερε το παίξιμό του.
Μια μέρα πέθανε ένας αιρετικός και τον έφεραν να τον ενταφιάσουν στον Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Ο άγιος όμως δεν ήθελε, και τόσο οργίσθηκε ώστε η χάρις του που κατοικούσε στον Ναο ήθελε να φύγει. Την ημέρα της κηδείας ήλθε πάλι ο λαουτιέρης, κατά την συνήθειά του. Τότε όμως βλέπει τον Τίμιο Πρόδρομο να βγαίνει από την εκκλησία του και να κατευθύνεται προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ο φτωχός μουσικός έσπευσε να τον ακολουθήσει διαλογιζόμενος το παράδοξο που έβλεπε και πλησιάζοντάς τον παρατηρεί με δέος πως ο Άγιος Νικόλαος έχει εξέλθει από το Ναό του κρατώντας το Ευαγγέλιο και το θυμιατό στα χέρια του, για να υποδεχθεί τον Τίμιο Πρόδρομο.
Αφού τον θυμίασε και αυτός ασπάστηκε το Ευαγγέλιο και μεταξύ τους, του είπε:
«Πως και ήλθες ως εδώ Βαπτιστά του Χριστού;».
Ο Τίμιος Πρόδρομος αποκρίθηκε:
«Έναν αιρετικό έθαψαν στην εκκλησία μου και γι᾿ αυτό τον λόγο έφυγα από αυτήν!»
Ο δε Άγιος Νικόλαος, κοιτάζοντας τον λαουτιέρη, ρώτησε τον Τίμιο Πρόδρομο ποιος είναι αυτός και γιατί τον ακολουθεί· και ο Βαπτιστής του απάντησε:
«Αυτός ο άνθρωπος έρχεται κάθε μέρα σε μένα και επειδή δεν έχει κάτι άλλο να μου προσφέρει ως δείγμα της αγάπης και της ευλάβειάς του προς εμένα, παίζει κατά Θεόν το λαούτο του με όλη του την καρδιά, αντί για προσευχή και δέηση, γιατί αυτή είναι η τέχνη του κι ύστερα προσκυνά και πηγαίνει στην δουλειά του. Εγώ θέλω μεν να τον ανταμείψω για την καλωσύνη και τον κόπο του, αλλά όπως πολύ καλά ξέρει η αγιοσύνη σου τίποτα δεν απέκτησα σε αυτόν τον κόσμο από υλικά αγαθά. Γι᾿ αυτό σε παρακαλώ, εσύ που κάνεις πάντοτε μεγάλες ελεημοσύνες και πατέρας των ορφανών και των φτωχών υπάρχεις και επειδή εσύ έλαβες το χάρισμα από τον Θεό να παρέχεις κάθε καλό στους πεινασμένους, τις χήρες και τα ορφανά, αντάμειψε και τον κόπο του φτωχού αυτού». Και λέγοντας αυτό ο θείος Ιωάννης μπήκε στον ναό του Αγίου Νικολάου.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε παίρνει τον λαουτιέρη και πάνε στο παλάτι. Μπαίνοντας μέσα κατευθύνθηκαν προς το θησαυροφυλάκιο, στο οποίο βρήκαν τους φύλακες κοιμισμένους.
Ο Άγιος έκανε το σημείο του σταυρού και οι πόρτες του θησαυροφυλακίου άνοιξαν μόνες τους. Αφού μπήκαν μέσα ο Άγιος είπε στον λαουτιέρη να πάρει όποια σακούλα με φλουριά θέλει. Ο φτωχός μουσικός από τον φόβο του δεν τολμούσε να απλώσει να πάρει τίποτα.
Τότε ο Άγιος πιάνοντας μια σακούλα γεμάτη την έδωσε στον φτωχό και του είπε:
«Πάρε αυτήν, πήγαινε στο καλό και διηγήσου τα μεγαλεία του Θεού».
Και ο μεν Άγιος γύρισε στον Ναό του, ο δε πτωχός πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τους Αγίους. Χαίρονταν με όλη την καρδιά του κι έκαμε φορέματα που ήταν γυμνός από την φτώχεια του.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και οι φύλακες ανακάλυψαν, ότι έλειπε η σακούλα αν και οι πόρτες ήταν κλειστές και οι σφραγίδες απείραχτες και το είπαν στον Aυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να γίνει έρευνα σε όλη την πόλη. Βρέθηκαν λοιπόν μερικοί γείτονες του λαουτιέρη, που ήξεραν ότι παλαιότερα ήταν φτωχός, ενώ τον τελευταίο καιρό απέκτησε ξαφνικά χρήματα, και το είπαν στον Βασιλιά, ο οποίος πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του αμέσως.
Ο λαουτιέρης του διηγήθηκε ακριβώς τι συνέβη και ο Aυτοκράτορας, ο οποίος ήταν πολύ ευσεβής, θαύμασε, του επέτρεψε να φύγει και να κρατήσει και τα χρήματα, λέγοντάς του:
«Επειδή ο Άγιος Νικόλαος, όπως μας είπες, έπιασε αυτήν την σακούλα με τα άγιά του χέρια, δώστην μου αδειανή, να την έχω για ευλογία και αγιασμό και ως αναμνηστικό του θαύματος αυτού».
Ο Σεβασμιώτατος έκλεισε με την ευχή να βοηθήσει ο Άγιος Νικόλαος να ξεπεράσουμε γρήγορα και αυτή την δοκιμασία που βιώνουμε όλοι.
Ο καθεδρικός ναός του Πυλιού θεμελιώθηκε το 1898 και αποπερατώθηκε το 1901 με τη συνεισφορά όλων των κατοίκων της περιοχής.
Χρόνια πολλά σε όλους!