Ένας εξαιρετικός Ροδίτης – καλλιτέχνης που άφησε εποχή με τα τραγούδια του
Έφυγε σήμερα το πρωί από τη ζωή, ο Ροδίτης καλλιτέχνης Γιώργος Μισσίκος.
Το τελευταίο διάστημα, έδωσε σκληρή μάχη, με προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και καλλιτέχνης, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα της προσφοράς του στον τόπο μας.
Πριν από 3 χρόνια, ο Γιώργος Μισσίκος είχε παραχωρήσει συνέντευξη στη ΡΟΔΙΑΚΗ και στη Ροδούλα Λουλουδάκη, μιλώντας για τον ίδιο, τη ζωή του, τις δυσκολίες της εποχής και την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια.
Ανέφερε συγκεκριμένα:
Μεγάλες δόξες ζήσατε, μεγάλη καριέρα!
Καρράς,Τερζής, Βανδή, Ρέμος, Θεοδωρίδου… μετά από μένα στις αφίσες. Όχι ότι ήμουν ο πιο καλός, αλλά ήμουν όνομα. Στη μαρκίζα, το όνομά μου ήταν πάνω απ΄ το δικό τους, και το ξέρουν όλοι αυτό. Στη Ρόδο τραγουδάω από το 1962, στην Αθήνα από το 1964. Είμαι 70 και κάτι ψιλά σήμερα. Μου λέγανε οι άνθρωποι «ο μόνος που κατόρθωσε να βγάλει τους Ροδίτες από τα σπίτια τους, ήταν ο Μισσίκος»… Το λέγαν οι καταστηματάρχες, δεν το ‘λεγα εγώ.
Δεν βγαίνουν οι Ροδίτες, ούτε τότε έβγαιναν;
Δε βγαίνουν, προτιμούν να πάνε Αθήνα, να πάνε εδώ, εκεί… Να μην τους δουν εδώ, δε θέλουν.
Μου είπανε να σας ρωτήσω πώς πήρατε την πρώτη σας κιθάρα!
Την κέρδισα στα χαρτιά, το 1960. Ήμουν 13-14 χρονών, κι έπαιζα χαρτιά με το Γιώργο τον Αχιολά, τον ποδοσφαιριστή. Παίζαμε συνεταιρικά και κέρδισα 500 δραχμές εγώ και 500 εκείνος. Μπαίνω στο μαγαζί του Σακελλαρίδη, του λέω: «έχω 500 δραχμές, μου λέει 550, του λέω, δεν έχω…»… Κάνω να φύγω και μου λέει «πάρτην». Έκανε το λάθος. Αν δε μου την έδινε εκείνη τη στιγμή, δε ξέρω, μπορεί να καθάριζα ακόμα λεωφορεία. Αυτό έκανα. Τραγουδούσα το βράδυ, με χειροκροτούσαν 1.000 άτομα στο ΝΟΡ και το πρωί καθάριζα λεωφορεία για να πάρω τη δική μου ηλεκτρική κιθάρα γιατί έπαιζα με δανεικές, με την κιθάρα του Γιακουμάκη έπαιζα.
Και πώς μάθατε να παίζετε, σας έδειξε κανείς;
Μάθαινα μόνος μου. Και από την επόμενη εβδομάδα άρχισε να μου δείχνει ο Μιχάλης Κουφομανώλης, ψαλτάκι κι αυτός τότε στην εκκλησία, όπως κι εγώ. Η γιαγιά μου τα τράβηξε όλα, έπαιζα 24 ώρες το 24ωρο, εγώ στο ανώι κι εκείνη από κάτω. Είχαν φύγει οι γονείς μου να δουλέψουν στο εξωτερικό, αλλιώς δεν θα γινόμουν κιθαρίστας, ποιος θα μ’ άφηνε να τσαγκρουνάω μέρα- νύχτα… Είχα ξεκινήσει ως ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, 13 χρονών. Όχι παπαδάκι, ψάλτης. Το ‘νιωθα ότι το έχω με το λαιμό.
Το ποδόσφαιρο τότε ήταν που το ξεκινήσατε;
Ήμουνα στα τσικό του Διαγόρα. Έφυγε ο αδελφός μου στο Καμερούν και πήρα τη θέση του στην ΑΕΠ η οποία μετά ονομάστηκε «Ροδιακός». Τους πιο φανατικούς φιλάθλους τότε τους είχε ο «Δωριέας». Η «Κακιά Σκάλα» που τη λέγανε. Έπαιζε ΑΕΠ-Δωριέας, κι είχε 4.000 κόσμο το γήπεδο. Τώρα πας και 60 άτομα δεν έχει! Έπαιζα σέντερ φορ. Στα 14 μου, έπαιζα ήδη στην αντρική ομάδα στο «Ροδιακό» και μετά μου είπανε: «ή μπάλα, ή τραγούδι», γιατί από το 1962 άρχισα και να τραγουδάω. Διάλεξα την κιθάρα. Στο ΝΟΡ ήταν η ορχήστρα των «Ρόντιανς», με τον Κοπίδη. Τραγουδούσε εκείνος και στο διάλειμμα έβγαινα εγώ, το 1963. Στην Αθήνα τη δεκαετία του ΄60 ήμουνα το πρώτο μπάσο. Οι μαέστροι το λένε. Στο Ρεξ, που τότε ήταν σινεμά και μετά έγινε θέατρο, γινόταν χαμός το 1964-65. Κι από το 1965 γύριζα τον κόσμο. Πάω Αθήνα το 1964-65 γυρίζω Ρόδο και το 1966 ξαναπάω. Κάναμε μία συναυλία στην Αθήνα με τους επίλεκτους σολίστες, κι έγινε το σώσε. Τότε έπαιζα στο «Ντόλτσε Βήτα», ονομαστό κλαμπ στην Πλάκα, στην οδό Ανδριανού, έρχονταν ηθοποιοί, οι πιο γνωστοί της εποχής. Η «Αθηναία» ήταν το κυριλέ και είχε 90 δραχμές ελάχιστη κατανάλωση, κι εμείς είχαμε 120 δραχμές. Ο Γιώργος ο Καρατζαφέρης, ο δημοσιογράφος που έκανε το κόμμα μετά, κάθε βράδυ σ΄ εμάς ήτανε. Πιτσιρικάς κι αυτός. Το 1971 έπαιζα στο «Χίλτον» με τους σολίστες. Μετά έφυγα στην Αμερική όπου συνέχισα μπάσο και τραγούδι.
Άλλες δόξες εκεί!
Εκεί τραγούδησα σε ελληνικά μαγαζιά, στον «Άδωνη». Πέρασε από κει ο Σινάτρα, ο Αλ Πατσίνο, ο Άντονυ Κουίν… που γούσταρε την Ελλάδα, ο Ρότζερ Μουρ, η Κλαούντια Καρντινάλε… Όταν γύρισα από την Αμερική, είχα ήδη μία κόρη με τη γυναίκα μου την Καίτη και μετά κάναμε και μία ακόμη. Σήμερα έχω και τρία εγγόνια, δύο κορίτσια, κι ένα αγόρι. Δεν ξέρω από πού ν΄ αρχίσω… Τώρα τελευταία, το έχω φιλοσοφήσει ενώ κάνω πρόβες στο σπίτι. Γράφω τραγούδια και δεν φωνάζω. Κάνω πρόβες στο σπίτι μια οκτάβα κάτω, για να μη μ΄ ακούνε μέχρι την πλατεία. Ήρθε το ατύχημα βλέπεις… Αλλά καλά πέρασα.
Στο «Καψής» στη Ρόδο πότε τραγουδήσατε;
Το 1973 γύρισα από τον «Άδωνη» στην Αμερική, έκανα καλοκαίρι στη Ρόδο και τραγούδησα στο «Καψής». Ήταν το καλύτερο στη Ρόδο, εκεί πήγαιναν οι in. Έπαιζα και τραγουδούσα ξένα, αλλά για μία ώρα στο ξεκίνημα έλεγα Θεοδωράκη και τέτοια. Από μικρός ήμουνα στη νύχτα. Όταν ήρθε στη Ρόδο ο Πάριος, κι έκανε συναυλία πριν από 7-8 χρόνια, τους in μετά τους κάλεσαν στο Ρόδος Πάλλας. Πήγα στο τέλος της συναυλίας γιατί τραγουδούσα κι εγώ στη Λίνδο. Μου λέει: «πώς με άκουσες;» Λέω, δεν πρόλαβα ν΄ ακούσω πολλά! Με κάλεσε στο Ρόδος Πάλας που θα πήγαινε να τραγουδήσει για τους πριβέ, για τους in. Πήγα, φάγαμε γαρίδες… ήμουν με τα παιδιά τους μουσικούς του, που ήμασταν φίλοι… Ξεκίνησε και κάποια στιγμή λέει «έλα Γιωργάκη…»… Του λέω, «τραγουδούσα όλο το βράδυ. στη Λίνδο…». Τραγούδησα. Κι όταν τελείωσα το τραγούδι λέει: «με το δάσκαλο, δεν τραγουδάω εδώ…»… Κι αφήνει το μικρόφωνο και τέρμα. Καταλάβατε τι είπε ο Πάριος; Εγώ το ξέρω, αλλά πού να το πω; Ερχόταν στο «Nτόλτσε Βήτα» και μ΄ άκουγε. Ήμουν στρατιώτης τότε, αεροπόρος. Να τραγουδάς μέχρι τις τέσσερις το πρωί και να λες «παρών» στις επτά, ως αεροπόρος!
Το τροχαίο πότε το είχατε;
Στις 17 Δεκεμβρίου 1994. Από τότε φσσστ… Δεν πειράζει, τι να κάνουμε! Στη Θεσσαλονίκη εμφανιζόμουν, στο «Κοσμοδρόμιο», με τη Ρίτα Σακελαρίου. Ήταν εποχή που ήθελα να φύγω, να γυρίσω στο Βασίλη Καρά, με τον οποίο ήμουνα πριν. Ήμουνα δύο καλοκαίρια μαζί του, από το 1991. Ήταν η εποχή που είπε το «άστην να λέει», το 1993, στο μαγαζί στην «Πολιτεία». Είχαμε 4.000 κόσμο στο μαγαζί κάθε Σάββατο. Πιο πριν ήμουν στο «Αβαντάζ» και θα ξαναπήγαινα, αυτή τη φορά με τον Καρρά στο «Αβαντάζ». Αλλά είχα το ατύχημα.
Πώς έγινε;
Οδηγούσα. Εκεί είχαν σκοτωθεί επτά, σε διάστημα δύο χρόνων. Και τα δύο πόδια μου σπασμένα, κι άλλα προβλήματα. Έχω μέχρι σήμερα και μεγάλη λάμα και μικρή. Οκτώβριο του 1995 πήγα πίσω, να ξεχρεώσω, γιατί είχα πάρει προκαταβολή 2 εκατομμύρια. Ήμουν το 10 το καλό! Το κατάλαβα και στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης που με πήγανε όταν μου φέρανε τηλεόραση. Ο Αρναούτογλου, που τότε ήταν στη Θεσσαλονίκη, δύο φορές ήρθε στο νοσοκομείο με την κάμερα για το Μακεδονία T.V, και Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Τη δεύτερη φορά μου λέει «πες το αεροπλάνο… για το κοινό σου, για τον κόσμο σου…». Και το τραγούδησα, από κει, από το κρεβάτι. Γύρισα στην πίστα για να ξεχρεώσω και δεν είχα την κίνηση, δε μπορούσα να χορέψω. Το 1995-96 έπρεπε να δουλέψω με το Ζαφείρη Μελά, είχα πάρει προκαταβολή και την έστειλα πίσω. Ο Βασίλης ήταν η αιτία, ο Melody…
Θα γυρνούσατε πίσω στη Ρόδο να τραγουδήσετε στο Melody;
Μου είπε να κάνουμε μαγαζί στην Αθήνα. Αρρώστησε ο Βασίλης εκείνο το καλοκαίρι και πέθανε
Η πορεία σας συνεχίστηκε όμως με τις μεγάλες φίρμες!
Το 2000 μου έκανε πρόταση ξανά ο Βασίλης Καρράς, να πάω μαζί του, αλλά είχα πάρει προκαταβολή από τον Κακέτση, για τη «Νεράιδα». Μου λέει ο Βασίλης «θα τη δώσουμε πίσω, θα τα δώσω εγώ, έλα εδώ»… Δεν πήγα. Πώς να τον αφήσω τον Κακέτση, κάναμε πρόβες και όλο το ξένο πρόγραμμα ήτανε πάνω μου. Δεν μπορούσα να τον κρεμάσω, δεν μπόρεσα ποτέ να κρεμάσω τον κόσμο και τους ανθρώπους που με εμπιστεύονταν. Και το πλήρωσα. Αν κι ο Βασίλης Καρράς ήταν αυτός που πλήρωσε για τη νοσηλεία μου, τα πάντα. Πήγαμε κι εμείς με το βιβλιαράκι της τράπεζας, πήγαν η κόρη μου και η γυναίκα μου… Λένε, «εντάξει, φύγετε…». Αλλά έχω κάνει κι εγώ για το Βασιλάκη… Είναι ο μόνος που δεν παίζει χαρτιά και τζόγο. Άγιος άνθρωπος και βοηθάει όλο τον κόσμο, το ξέρω, το ΄χω δει. Δούλεψα τρεις φορές με τον Καρρά, είχα δουλέψει και στα «Δειλινά». Από εκεί έφτασα στο «Ροδόλφο» το 1992, με τη Σακελλαρίου.
Γυρίσατε στη Ρόδο μετά και δουλέψατε για πολλά χρόνια!
Από το 1975 έως το 1986 ήμουν στη Ρόδο, στο Blue Bird, το μόνο νάιτ κλαμπ που δούλευε στο νησί χειμώνα-καλοκαίρι, από 23 Δεκεμβρίου μέχρι τον άλλο χρόνο στα τέλη Οκτωβρίου. Είχα δύο ρεπερτόρια και κάθε μέρα, ανάλογα με το λαιμό μου επέλεγα ποιο θα ακολουθήσω. Όταν ήμουνα βραχνός, γιατί λαιμός ήταν και κουραζόταν, έπαιζα κι έλεγα Χατζή όταν ήμουν καλύτερα έλεγα τα πάντα. Να τραγουδάς κάθε μέρα…
Κάνατε λεφτά;
Έκανα, αλλά έτρωγα και πολλά λεφτά.
Παίζατε και χαρτιά, και τώρα έμαθα μέχρι σήμερα κανένας δε σας κερδίζει στο τάβλι!
Έπαιζα Πόκα πολύ και Θανάση. Μετά έπαιζα Θανάση, πολύ Θανάση, για πολλά χρόνια. Τώρα. επειδή δεν έχω πολλά λεφτά να παίξω Θανάση, παίζω τάβλι. Τάβλι παίζω από 8 χρονών. Καζίνο δεν έχω πάει ποτέ, μόνο λέσχες. Όπου λέσχη ήμουν μέσα. Στη Ρόδο, στην πρώτη λέσχη που είχε, του Θέμελη, απέναντι από την Ακαδημία, ήμουνα μέσα. Και μετά στου Τσούλου, ένα στενό πιο κει, στην 28ης Οκτωβρίου. Μόνο στη Ρόδο έπαιζα όταν ερχόμουν. Ερχόμουν στη Ρόδο να δουλέψω χωρίς να με ενδιαφέρει πού θα δουλέψω. Ρόδος να ήταν, κι όπου ήταν. Ευτυχώς που το είπε ο Πάριος… Πού να με ξέρουν τα παιδάκια τώρα… Με Κουφομανώλη, με Αγαπητό, τα καλοκαίρια μέχρι το 1966 στο ΝΟΡ.
Ήμουν το πρώτο όνομα στο μπάσο στην Ελλάδα.
Αν ξεκινούσατε τώρα την καριέρα σας, θα το κάνατε αλλιώς, θ΄ αλλάζατε κάτι;
Δεν πιστεύω, τα μυαλά είναι τα ίδια. Τα ίδια θα ‘κανα. Αν δεν είχα το ατύχημα στα καλύτερά μου χρόνια… Το 1965 στη Ρόδο, είχε 10 αυτοκίνητα και ο Μισσίκος την Jaguar E-Type caprio.
Τη γλεντήσατε τη ζωή σας, και κορίτσια πολλά τότε…
Κορίτσια, από μικρός ήμουν με τα κορίτσια. Στη ζωή μου, τρία αυτοκίνητα μου έχουν χαρίσει κοπέλες. Και το ξέρουν όλοι. Όχι, μωρέ μην το γράψεις κι αυτό… Κι όλο τον κόσμο έχω δει, έχω τραγουδήσει σε όλες τις ηπείρους. Εμένα μ΄ έκανε τραγουδιστή το «What΄d I say» του Ρέι Τσάρλς. Ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθα το 1960-61. Και αργότερα Μπήτλς, και Πρίσλεϊ και άλλους. Όταν βγήκα να τραγουδήσω στο ΝΟΡ, μ΄ αυτό το τραγούδι βγήκα. Μετά απ΄ αυτό το τραγούδι έχω πει τον άμμο της θάλασσας. Στο «Έλλη» από κάτω, διασκέδαζαν οι Αμερικάνοι του Currier. Εκεί δούλευα 13 χρονών, βοηθός σερβιτόρου. Εκεί έμαθα τ΄ αγγλικά, κι από κει τα τραγούδια. Δεν είχαμε ούτε ράδιο στο σπίτι, κι έβαζα μια δραχμή στο τζουκ μποξ του μαγαζιού, κι ακουμπούσα πάνω του για να τ΄ ακούσω πιο καλά το τραγούδι. Με διώχνανε οι ιδιοκτήτες «πάλι τραγούδι έβαλες ν΄ ακούσεις; Ξένα πάλι;» Ο Βασίλης ο Ρωμαίος που το είχε, τώρα το έχει ο γιός του. Τον κόσμο γύρισα, στην Τενερίφη έμεινα δύο μήνες και τραγούδησα σε μαγαζί, μετά πηγαινοερχόμουν από την Κοπεγχάγη… Πάνω στα καλύτερά μου χρόνια να πάω να σκοτωθώ; Μου λένε «έλα ρε, όπως έζησες εσύ κανένας δεν έζησε…»… Αλλά, επιτρέπεται να μη με ξέρει η νεολαία; Αυτό που πρέπει να ξέρουν είναι ότι μετά από 55 χρόνια, τραγούδησα στον ίδιο χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο της Ρόδου. Τι λέτε εσείς, δεν είναι ακατόρθωτο αυτό;
Πηγή: rodiaki.gr