Προσφάτως διαβάσαμε στό διαδίκτυο κείμενο τοῦ κ. Νικολάου Παπαχαρτοφύλη, φιλολόγου καθηγητοῦ, μέ τίτλο «Ἐκ τοῦ στόματος τῶν νηστευόντων εἰς τόν ἀφεδρῶνα», στό ὁποῖο ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς νηστείας. Παρά τήν θετική, πιθανολογῶ, πρόθεσή του, δυστυχῶς προχωρᾶ σέ ἀπευκταῖες γενικεύσεις καί συνδέσεις καί ἐν τέλει, φρονῶ ὅτι, καταλήγει σέ ἀσαφές συμπέρασμα πού δέν βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά σχηματίσει ἄποψη σχετικά μέ τό νόημα τῆς νηστείας.
Τό κείμενο ξεκινᾶ μέ τήν ὀρθή παραδοχή ὅτι ἡ νηστεία ὡς πρακτική ὑπάρχει ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί συναντᾶται σέ πολλές θρησκεῖες. Πράγματι, σέ πολλές θρησκεῖες ἦταν πρόσφορο μέσο καθαρμοῦ καί ἐξαγνισμοῦ. Γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση, ὅμως, δέν ἰσχύει κάτι τέτοιο. Ἡ νηστεία δέν εἶναι μία ἀφηρημένη, θεωρητική, πρακτική. Δέν σχετίζεται μέ τήν κάθαρση, τόν ἐξαγνισμό, τήν ἀποτοξίνωση ἤ ὅ,τι ἄλλο συναφές μπορεῖ ἀκούσουμε ἤ νά διαβάσουμε. Εἶναι ἕνας τρόπος νά νιώσουμε τόν πλησίον πού στερεῖται, νά παλέψουμε μέ τόν ἑαυτό μας, νά ἀντιπαρατεθοῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας καί, ἐν τέλει, νά μετανοήσουμε. Μόνο ἐάν πεινάσουμε θά καταλάβουμε αὐτόν πού πεινᾶ. Μόνο ἐάν στερηθοῦμε θά ἀντιληφθοῦμε τί σημαίνει ἡ στέρηση.
Τό πλαίσιο τῆς νηστείας διαγράφει πολύ ὄμορφα ἡ εὐαγγελική περικοπή πού διαβάζεται στούς ναούς μας τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς (Ματθαίου 6:14-21). Σέ αὐτή, ἡ νηστεία δέν προσεγγίζεται ὡς ἕνα ἀτομικό κατόρθωμα πού μπορεῖ νά πετύχει ὁ πιό ἱκανός, ὁ πιό εὐφυής ἤ ὁ πιό ἰσχυρός, ἀλλά εἶναι ἕνας ἀγῶνας πού γιά νά πετύχει πρέπει νά προσεγγίζεται σέ σχέση μέ τόν ἕτερο. Γιά νά ἔχει νόημα ἡ νηστεία, ὅπως διδάσκει ὁ Χριστός στήν περικοπή αὐτή, πρέπει νά γίνεται μέ ταπείνωση, προσοχή καί διάκριση, ὥστε νά μήν προκαλεῖ τόν διπλανό μας, νά μήν λειτουργεῖ ὡς μία πράξη αὐτοεπιβεβαίωσης καί αὐτοθαυμασμοῦ. Δέν ἔχει ὡς σκοπό νά πετύχουμε τόν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ἀλλά εἶναι μία ἄριστη εὐκαιρία νά ἐξετάσουμε τόν ἐαυτό μας καί νά δοῦμε ποῦ βρισκόμαστε. Ἡ νηστεία δέν γίνεται γιά νά μᾶς τιμήσουν οἱ ἄλλοι, ἀλλά γιά νά ἐπιτελέσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἶναι νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, οἱ ὁποῖες σταθερά μᾶς ἀπομονώνουν ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπο καί μᾶς στεροῦν τή χαρά τῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς προσφορᾶς ἀγάπης.
Στό ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, στό ὁποῖο ἡ νηστεία συσχετίζεται μέ τήν πίστη (πρός Ρωμαίους ἐπιστολή 13:11-14:4). Ὁ ἀπ. Παῦλος δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὅποιος ἔχει σταθερή πίστη μπορεῖ νά παρακάμπτει τούς περιορισμούς τῆς νηστείας. Κι ἀμέσως, γιά νά μή θεωρηθεῖ ἡ νηστεία μιά τυπική θρησκευτική ὑποχρέωση, συμπληρώνει ὅτι αὐτός πού ἔχει προοδεύσει πνευματικά, δέν πρέπει νά ἐξαντλεῖ μέ τή στάση του αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀδύναμη πίστη καί ὀφείλει –ἀπέναντι στόν ἑαυτό του– νά νηστεύει. Καί ἀμέσως προτρέπει αὐτούς πού νηστεύουν νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τί πράττουν ὅσοι δέν νηστεύουν, ἀλλά μέ τίς ἁμαρτίες τους. Δέν εἶναι δουλειά τῶν μέν νά ἀσχολοῦνται μέ τούς δέ, λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος. Ὁ καθένας ἄς κοιτᾶ τίς ἀδυναμίες του καί ἄς μήν παρεκλίνει ἀπό τόν στόχο του, πού εἶναι, πάντοτε, ἕνας καί μοναδικός: νά ξαναγυρίσει στόν Παράδεισο. Συνεχίζοντας, στρέφει τήν προσοχή μας στήν κατάκριση καί μετ᾿ ἐπιτάσεως μᾶς προτρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε.
Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στή χριστιανική νηστεία καί στή νηστεία ὅπως τήν παρουσιάζουν τά ἀρχαιοελληνικά ἀποσπάσματα πού παραθέτει ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης εἶναι σαφής καί εὐδιάκριτη. Στό πρῶτο ἐπί παραδείγματι ἀναφέρεται στή συνήθεια τῶν μάντεων τῆς Δωδώνης νά ἀσκοῦνται μέ χαμαικοιτία καί ἀποφυγή πλυσίματος τῶν ποδῶν. Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κειμένου εἶναι ὅτι αὐτό τό κάνουν, ὄχι ὡς ἄσκηση, ὡς ἀγῶνα ἐνάντια στά πάθη τους, ἀλλά γιά νά λατρεύσουν καί νά ἐξευμενίσουν τόν Δία. Στό σημεῖο αὐτό βρίσκεται ἡ διαφορά μέ τή χριστιανική παράδοση: ὁ Τριαδικός Θεός δέ ζητᾶ τέτοιου εἴδους λατρεία.
Τό ἑπόμενο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό τό ἔργο Ἱππόλυτος τοῦ Εὐριπίδη. Παραθέτω τή μετάφραση τῶν στίχων 952-956 ὅπως τήν ἔκανε ὁ Κ. Βάρναλης:
«Κόμπαζε τώρα καί περίπαιζέ μας,
πώς τάχα τρῶς ἀναίματη θροφή
καί μέ μπροστάρη τόν Ὀρφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τά φούμαρα, ὅσα γράφουν
παλιοφυλλάδες.»
(http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=23&text_id=124).
Τό κείμενο αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σέ παρόμοια συμπεράσματα μέ τό προηγούμενο: ἡ ἀποχή τῆς τροφῆς ἔχει ἐντελῶς διαφορετική ἀφετηρία ἀπό αὐτή τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ ἀποχή ἀπό κρέατα γίνεται γιά νά ξεγελάσει τούς θεούς, γιά νά «φανεῖ τοῖς θεοῖς καί τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων» καί ὄχι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, ὅπως διδάσκει ὁ Χριστός.
Στό ἀπόσπασμα ἀπό τά Χρυσά Ἔπη τῶν Πυθαγορείων ὑποθέτω ὅτι θέλει νά σχολιάσει ὅτι τονίζουν ὅτι συνεχῶς πρέπει νά ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους καί νά μήν ἐπαναπαύονται στήν ἐπιφανειακή προσήλωση στόν τύπο, ὄπως πιθανολογῶ, θεωρεῖ ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης. Στήν πραγματικότητα, ἐάν συμβαίνει κάτι τέτοιο σέ κάποιον πιστό πού νηστεύει, δηλαδή, ἐάν ἐπαναπαύεται μόνο στήν ἄσκηση τῆς νηστείας, εἶναι ὁλοκάθαρα σέ λάθος δρόμο. Κι αὐτό διαπιστώνεται ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Πατέρων καί, ἐν γένει, τῆς Ἐκκλησίας. Καί νομίζω ὄτι δέν εὐθύνεται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του γιά τίς δικές μας παραχαράξεις τοῦ λόγου Του καί τίς ἐκτροπές στό θέμα τῆς νηστείας, ἐν προκειμένῳ.
Ἐνδιαφέρον ἔχει τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρ. Ἠσαΐα πού παραθέτει, καθώς καί σέ αὐτό σαφέστατα ἡ νηστεία συνδέεται μέ τόν πλησίον, τήν καταπολέμηση τῆς ἀδικίας, τή στήριξη τῶν καταρρακωμένων ἀνθρώπων, τήν ἐνίσχυση τῶν πασχόντων καί τή φροντίδα πρός τόν ἐμπερίστατο. Μάλιστα, αὐτό τό ἀπόσπασμα μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τῆς Κρίσεως (Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω) στήν ὁποία ὁ Χριστός δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι θά σωθεῖ αὐτός πού ἐνισχύει, ταΐζει, ποτίζει, βοηθᾶ καί ἐπισκέπτεται ὅποιον ἔχει ἀνάγκη σάν νά ἦταν αὐτός ὁ Ἴδιος.
Ἡ νηστεία, ὅπως σημειώνεται στό ἀπόσπασμα ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα, δέν γίνεται γιά τόν Θεό, γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ ματαιοδοξία Του, ὅπως συχνά πίστευαν στήν ἀρχαιότητα ὅτι ἀπαιτοῦνταν. Σέ παρόμοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγοῦν καί τά ἄλλα παραδείγματα ἀπό τή χριστιανική παράδοση πού παραθέτει ὁ κ. Παπαχαρτοφύλης: ἡ νηστεία εἶναι μία πνευματική δυνατότητα πού ἔχουμε γιά νά πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία ὄχι τῶν ἄλλων (κάτι πού εἶναι εὔκολο), ἀλλά τή δική μας.
Γι᾿ αυτό οἱ Πατέρες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί συγραφεῖς πού ἀναφέρονται στή νηστεία τήν προβάλλουν ὡς ἕνα γενικότερο ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς ἀδυναμίες του. Ἡ νηστεία ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀποχή κάποιων ἐδεσμάτων καί κάποιων τροφῶν καί ἐπεκτείνεται ὥστε νά περιλάβει κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Σῦρο καί στήν ὁποία ὁ πιστός ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά μήν τοῦ δώσει «πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας», καθώς ὅλες αὐτές οἱ καταστάσεις τόν ἐμποδίζουν νά ἀγαπήσει δίχως προϋποθέσεις τόν ἀδελφό του. Ἀντιθέτως ζητᾶ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λάβει «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης» διότι αὐτές οἱ ἀρετές θά ἀλλάξουν τή σχέση του μέ τό πλησίον καί θά τήν θέσουν σέ νέα, πνευματική, ἐκκλησιαστική, ὀρθότερα, βάση.
Βέβαια, καί μέ αὐτό θά κλείσουμε, θά ἦταν οὐτοπικό νά εὐελπιστεῖ κάποιος ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί θά νηστεύσουν ἤ ὅτι ὅλοι ὅσοι νηστεύουν θά τό κάνουν μέ αὐτές τίς παραμέτρους. Αὐτό ἐντάσσεται στήν προσπάθεια πού κάνει καθένας. Τό ὅτι ὑπάρχει ὑποκρισία ἤ ἀστοχίες ἐκ μέρους τῶν πιστῶν δέν πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσει στό συμπέρασμα ὅτι οἱ πιστοί εἶναι ὑποκριτές ἤ, πολύ περισσότερο, ὅτι ἡ θρησκευτικότητα, γενικῶς, εἶναι ἐπίπλαστη καί ὑποκριτική. Ὁ ἀγῶνας μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη δέν εἶναι εὔκολος. Εἶναι σκληρός, πολυμέτωπος, συνεχής καί ἀπαιτεῖ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό, κατά τή διάρκειά του ἔχουμε σαφέστατη συνείδηση ὅτι δέν πορευόμαστε σέ αὐτόν μόνοι μας, ἀλλά μέ συμπαραστάτη καί βοηθό μας τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδειξε αὐτόν τόν δρόμο. Γι᾿ αὐτό τόν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς, ἐλπίζουμε σέ αὐτόν καί δέν ἀπογοητευόμαστε ἀπό τίς ἀποτυχίες καί τίς ἀστοχίες μας. Ὅταν μᾶς στηρίζει ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί ζητᾶμε τή βοήθειά Του, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά βροῦμε τόν δρόμο πρός τή σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή!
Καλή Σαρακοστή!
Το βασικό όπλο της θρησκείας είναι ο φόβος και η δημιουργία ενοχών για να μπορεί να κυριαρχεί. Η νηστεία είναι μια άλλη υποκριτική πράξη με μαζοχιστικές διαστάσεις. Η άποψη ότι τάχα ο πιστός θα καταλάβει τι σημαίνει να είσαι φτωχός μοιάζει μάλλον με κοροϊδία διότι αυτό που αμέσως θα αναρωτιόταν κάποιος είναι γιατί στην χριστιανική κοινωνία να υπάρχουν φτωχοί ή πολύ φτωχοί? Αν ο πλούσιος θέλει πραγματικά να βοηθήσει αφού δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει φτώχεια (πράγμα που αμφιβάλω) ας δώσει ένα ποσοστό από τα κέρδη του στους φτωχούς. Θέλω να πω για όλους τους υποκριτές που κοιμούνται ήσυχοι πως όσο υπάρχουν άστεγοι γυναίκες και παιδιά ηλικιωμένοι και αναξιοπαθούντες κανένας έμμισθος παπάς και δεσπότης δεν δικαιούνται να έχουν στέγη και ζεστά κρεβάτια. Αυτό ναι θα ήταν πραγματικά χριστιανικό.