Το Μπάζι… (Για τους αναγνώστες της Aegeanews, από τον Δάσκαλο, Νίκο Γιακαλλή)

4
1336

Το Μπάζι


(*** Αντί μιας κάρτας με ευχές για το Γιάννη και τους αναγνώστες του)

Δίπλα στο σπίτι της θείας Κατερίνας είχε μια μυγδαλιά. Ψηλό το δέντρο, θαλερό, το καμάρωνε ο περαστικός σαν διάβαινε στη μικρή στράτα.

Τα μύγδαλά του ήταν εκείνα τα πετράτα τα μεγάλα. Θα πρέπει να ήσουν τότε εφτά βία οχτώ χρονών παιδί, έλεγες Πρώτη δηλαδή ή Δευτέρα τάξη στο σχολείο και πήγες να τη βοηθήσεις που τα μάζευε.

Τέλη Αυγούστου ήταν; Αρχές του Σεπτέμβρη; Καλή η θεία η Κατερίνα, την αγαπούσες και σε αγαπούσε.

Μάζευες λοιπόν τα μύγδαλα μαζί της αλλά κάθε τόσο αντί για το ζεμπίλι ή το καλάθι πέταγες εσύ κρυφά και ένα μέσα στη τσέπη σου. Πολύτιμα τα μύγδαλα.

Μ’αυτά κάναμε τον πακλαβά της Πρωτοχρονιάς, τα τρώγαμε αλλά το σπουδαιότερο για σένα, παίζαμε βώλους έχοντάς τα ως κέρδος την περίοδο των εορτών, με κορύφωση την Πρωτοχρονιά αφού και οι γονιοί μας παίζαν τότε τζόγο κρυφά στα σπίτια μας, το έθιμο!

Πολύτιμα λοιπόν τα μύγδαλα, υπερπολύτιμα. Πουλούσε ο Φαραώς. Δέκα στο μισαράκι αλλά που να βρεθεί η μισή δραχμή, μόνο αν είχε καμιά βάφτιση και ο νούνος ήταν γαλαντόμος!

Η μάνα αν είχαμε δικά μας τα είχε για κουμπάνια, κυρίως για τον πρωτοχρονιάτικο πακλαβά που έφτιαχναν οι γυναίκες με το φύλλο της πλάσης τους στα σπιτικά μας.

Μαζεύγκαμε λοιπόν, εμείς τα παιδιά τα μύγδαλά μας, συνήθως σε ένα μικρό πουγκί, τα μετρούσαμε τα ξαναμετρούσαμε μήπως αυγατίσουν έστω και ένα παραπάνω. Λιγότερα μόνο να μη γίνουν.

Παίζαμε τότε από διάφορους συνδυασμούς παιχνιδιών με τους βώλους, είτε σημαδεύοντας με τα πλεγμένα δύο δάκτυλα, μέσος και δείκτης, σέρνοντάς τα μέσα στην υγρασία, το χώμα, τη λάσπη ή πετώντας το βώλο.

Στη δεύτερη κατηγορία ήταν το Μπάζι.

Χάρασσες στο χώμα με το βήσαλο ένα τόξο.

Κάθε παιδί έβαζε τα μύγδαλά που του αναλογούσαν στη γραμμή του τόξου, ο ίδιος για όλους αριθμός και από μια άλλη γραμμή σε απόσταση πετούσαμε το βώλο.

Εκεί που πετύχαινες και πίσω, τα μύγδαλα ήταν δικά σου. Αν χτυπούσες το Μπάζι, το πρώτο δηλαδή τα έπαιρνες όλα. Η συμφορά ήταν όταν δεν άγγιζες κανένα.

Όσα έμεναν <<αχτύπητα>> προστίθονταν στη νέα κατάθεση των παικτών για το νέο γύρο του παιχνιδιού.

Εκτός από τα βιαστικά μετρήματα του στοκ, η τελική αποτίμηση γίνονταν όταν τελείωνε το παιχνί, συνήθως όταν έπεφτε το σκοτάδι και δεν βλέπαμε πια ούτε βώλο αλλά ούτε και μύγδαλο και μαζευόμασταν μέσα.

Τότε μετρούσαμε και το πουγγί.

Δέκα λοιπόν στο ζεμπίλι της θείας ένα στη τσέπη τη δική σου. Όταν τελειώσατε το μάζεμα και σηκώσατε τα καλάθια, οι τσέπες σου φούσκωναν υπερβολικά και μαρτυριάρικα.

Ήσουν και άπληστος βλέπεις!

Χαμογέλασε η θεία και σου χτύπησε τη μια:

-Ε, Νίκο. Εν είπαμεν κι έτσι!

Ακριβώς αυτά ήταν τα λόγια της.

Τα θυμάσαι όπως σου τα είπε γιατί κατακοκκίνισες, ντράπηκες, να ανοίξει έλεγες η γης να μπεις να μη σε βλέπει άνθρωπος.

Έβαλες το χέρι και άδειασες τη δεξιά τσέπη.

Πήγες να κάμεις το ίδιο και με την αριστερή αλλά σε σταμάτησε.

-Άστα αυτά, να τα πάρεις να παίξεις.

Θεός συγχωρέστηνε τη θεία. Φτωχιά, όπως όλοι μας, είχε οικογένεια να θρέψει.

Πέρασαν τα χρόνια.

Έφυγε η θεία, έδωσαν των οματιών τους δηλαδή για να μην πεθάνουν από την πείνα, πήγαν σε άλλα μέρη, ήρθε και η ώρα της και έκλεισε τα μάτια .

Η μυγδαλιά όμως, ό,τι έμενε με το πέρασμα του κάθε χρόνου, εκεί.

Λίγα τα μύγδαλά της τώρα αφού έγινε γριά και δε γεννά όπως η γυναίκα η γερασμένη που πέρασε η ηλικία της, τής αναπαραγωγής .

Μαυρισμένη, απεριποίητη, κοντή, με μικρή βλάστηση, σχεδόν απαρατήρητη, δύσκολα να βρεις μύγδαλο στο κλωνάρι της.

Κάθε χρόνο τα μαζεύεις εσύ, τα ελάχιστα μύγδαλά της, συναισθηματικός ίσως ο λόγος και αφού κανένας δεν ενδιαφέρεται όπως και για τις άλλες μυγδαλιές στο χωριό, όσες έμειναν από εκείνα τα χρόνια, που τις προσβάλλουμε και δεν καταδεχόμαστε να πάρουμε αυτό που μας προσφέρουν.

Περνούν οι εποχές και ο καρπός τους σαπίζει και πέφτει κάτω μέχρι να ‘ρθει ο άλλος Γενάρης και να βάλουν μπροστά, πάλι ξανά, για το νέο.

Όταν ήσουν στο σχολείο την ώρα της Γυμναστικής δίδασκες και παίζατε με τα παιδιά παραδοσιακά, ξεχασμένα παιχνίδια του χωριού.

Ένα απ’ αυτά τις παραμονές των Χριστουγέννων πριν κλείσουν τα σχολεία ήταν και το Μπάζι.

Λίγα από τα παιδιά έφερναν, αλλά εσένα πάντοτε σου άρεσε να κουβαλάς τα ελάχιστα, μεγάλα, μύγδαλα που είχες μαζέψει από το έρημο, γέρικο δέντρο της θείας Κατερίνας μαζί με τους δύο παλιούς σου βώλους.

Έφυγες απ’ το σχολείο και τέτοιες μέρες – μαζί με το Πρωτοχρονιάτικο λαχείο που αγοράζεις, το μοναδικό του χρόνου, αν θέλει λες η τύχη να σε βοηθήσει της δίνεις την ευκαιρία τη διέξοδο- παραφυλάς λοιπόν να δεις παιδί κοντά στο σπίτι σου.

Παίρνεις τότε βιαστικά τα μύγδαλα και τους δυο βώλους σου και τρέχεις να το προλάβεις να μη σου φύγει.

-Παιδάκι, παιδάκι, θέλεις να παίξουμε μύγδαλα;

-Δεν ξέρω κύριε Νίκο. Τι είναι αυτό.

-Θα σου δείξω εγώ, παιδάκι. Έλα.

Τραβάς το τόξο σου στο χώμα και τη γραμμή σου, δίνεις τις οδηγίες και παίζετε. Φέτος έπαιξες με τη Μαριαλένα. Της άρεσε όση ώρα κρατούσε το παιχνίδι.

Όταν τελειώσατε τις πρόσφερες τα μύγδαλα. Τους βώλους τους φύλαξες δικούς σου για την άλλη χρονιά.
-Ευχαριστώ κύριε, δεν ξέρω να τα φάω, τι να τα κάμω, δεν μου αρέσουν.
-Ευχαριστώ και ‘γω Μαριαλένα μου που παίξαμε μαζί. Και του χρόνου πάλι.
Έφυγε το παιδάκι ρίχνοντας κρυφές ματιές στο κινητό του που έβγαλε απ’ τη τσέπη. Μάζεψες εσύ τα μύγδαλα σου, της γριάς μυγδαλιάς της θείας και τα έβαλες στην τσέπη σου.

Προσεκτικά. Όχι στη δεξιά. Στην αριστερή. Εκεί που σου έμειναν και εκείνα τα υπερπολύτιμα της ημέρας του μαζέματος όταν ήσουν παιδί επτά, βία οχτώ χρόνων και έλεγες στην Πρώτη, Δευτέρα τάξη του σχολειού σας.

Υ.Γ. Τη λέξη Μπάζι, την ονομασία του παιχνιδιού, την είχες ξεχάσει. Τη θυμήθηκες, μόλις σήμερα, γιατί τα χρόνια σου είναι πολλά που πέρασαν.

Nίκος Γιακαλλής

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Δάσκαλε είσαι πάντα ένα πολύτιμο
    Κεφάλαιο στο πολιτισμό του χωριού
    Μας
    Είναι τιμή μας που είσαι
    Αντιμαχείτης

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ