Της Άννας Αχιολά
[email protected]
Οι παροιμίες είναι φράσεις που κρύβουν μία μικρή ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία, ενώ έχει σκοπό να μας διδάξει και να μας παραδειγματίσει, απεικονίζει τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης εποχής, που μπορεί, σε πολλές περιπτώσεις, να ήταν συνδεδεμένος με φρικαλεότητες, βάναυσες πρακτικές και μαρτυρικά βασανιστήρια…
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του…
Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους, παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τους. Οι δάσκαλοι πάλι ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε ν’ απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά με τους ποντικούς…!
Άλλοτε πάλι τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, τού έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες.
Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια, γίνονταν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν μόλις τον 18ο αιώνα, ενώ το ξύλο και ειδικά οι ξυλιές στην παλάμη, επιτρεπόταν στη χώρα μας και αλλού, μέχρι πρόσφατα…
Γι’ αυτό όμως υπήρχε και κόσμος που έμενε αγράμματος. Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος καταντούσαν κλέφτες, αλήτες και πολλές φορές εγκληματίες…
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά τον χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο που σταματούσαν τα μαθήματα – για να ξαναρχίσουν πάλι τον Σεπτέμβριο – κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο για να φάει… το ξύλο του!
Έτσι είχαν την εντύπωση ότι τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο θα ήταν φρόνιμοι… Απ΄αυτό βγήκε η φράση: ”Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του”, που την λέμε φυσικά και σήμερα, όταν κάποιος τις έφαγε για τα καλά…!!!
Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά…
Ο ντορβάς είναι το σακούλι μέσα στο οποίο οι χωρικοί έβαζαν διάφορα πράγματα. Στη Βυζαντινή εποχή, όταν οι νησιώτες έπιαναν κάποιον ληστή, εγκληματία, πειρατή, του έκοβαν το κεφάλι, το έβαζαν μέσα σε έναν ντορβά, παστωμένο, για να μην μυρίζει άσχημα όταν αρχίσει να σαπίζει, και το έστελναν στην Κωνσταντινούπολη.
Το έθιμο αυτό έμεινε αργότερα και επί Τουρκοκρατίας, αλλά και στα πρώτα ελληνικά χρόνια, μετά από την Επανάσταση, περίοδος που υπήρχαν πάρα πολλοί ληστές. Όταν ο επικηρυγμένος σκοτωνόταν από άλλο άτομο, αυτός του έκοβε το κεφάλι, το έβαζε σε ντορβά (ντορβάς = μικρός σάκος στα τούρκικα), το παρέδιδε στις αρχές κι έπαιρνε την επικήρυξη, ή αν ήταν και ο ίδιος ληστής, μπορούσε να πάρει αμνηστία…
Για να επικηρυχθεί λοιπόν κάποιος, σήμαινε πως εκτέθηκε τόσο πολύ απέναντι στις αρχές, ώστε να καταντήσει το κεφάλι του, να μπει στον ντορβά στην περίπτωση που τον έπιαναν. Έτσι, η έκφραση λέγεται συνήθως σήμερα για κάποιον που τα παίζει όλα για όλα … ή αλλιώς «Παίζει το Κεφάλι του».
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» – όπως τους έλεγαν τότε – ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια.
Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ! Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Είπαν δηλαδή – οι Συγκλητικοί – ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό.
Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή. ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.