Με ιδιαίτερη λαμπρότητα, σύμφωνα με την μακραίωνη εκκλησιαστική τάξη και παράδοση, εορτάστηκε σήμερα, Σάββατο, 1η Σεπτεμβρίου, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η αρχή της Ινδίκτου – η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά – και η Σύναξη προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Παμμακαρίστου, της οποίας η ιερή εικόνα φυλάσσεται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη, από το 1989, και στην προσευχή υπέρ της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
Στο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος επισημαίνει ότι «η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος εις την εποχήν μας συνδέεται με την αλαζονείαν του ανθρώπου έναντι της φύσεως και την εξουσιαστικήν σχέσιν του προς αυτήν, καθώς και με το ευδαιμονιστικόν πρότυπον του «πολλών δείσθαι» ως γενικής στάσεως ζωής. Όσον λανθασμένον είναι το να πιστεύωμεν ότι εις το παρελθόν όλα ήσαν καλλίτερα, τόσον άτοπον είναι να κλείωμεν τα όμματα ενώπιον όσων συμβαίνουν σήμερον. Δεν ανήκει το μέλλον εις τον άνθρωπον, ο οποίος αναζητεί ακαταπαύστως τεχνητάς απολαύσεις και νέας ικανοποιήσεις, ο οποίος ζη διά τον εαυτόν του και αγνοεί τον πλησίον, εις τον άνθρωπον της προκλητικής σπατάλης, ούτε εις τον αδικητήν και εκμεταλλευτήν των αδυνάτων. Το μέλλον ανήκει εις την δικαιοσύνην και την αγάπην, εις τον μετοχικόν πολιτισμόν της αλληλεγγύης και του σεβασμού της ακεραιότητος της δημιουργίας».
Σήμερα το πρωί ο Οικουμενικός Πατριάρχης χοροστάτησε κατά τη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, παρουσία πλήθους Αρχιερέων του Θρόνου, από την Πόλη και όλον τον κόσμο, που πρόκειται να συμμετάσχουν στη Σύναξη της Ιεραρχίας, η οποία συνέρχεται από το απόγευμα του Σαββάτου, μέχρι και τη Δευτέρα βράδυ.
† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ
ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
—
Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Συνεπληρώθησαν ἤδη εἰκοσιεννέα ἔτη ἀπό τῆς καθιερώσεως ὑπό τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου ὡς «Ἡμέρας Προστασίας τοῦ περιβάλλοντος». Καθ᾿ ὅλον αὐτό τό διάστημα τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπῆρξεν ἐμπνευστής καί πρωταγωνιστής ποικίλων δράσεων, αἱ ὁποῖαι ἐκαρποφόρησαν πλουσίως καί ἀνέδειξαν τό οἰκολογικόν πνευματικόν δυναμικόν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν παραδόσεως.
Αἱ οἰκολογικαί πρωτοβουλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπετέλεσαν ἔναυσμα διά τήν θεολογίαν, διά νά ἀναδείξῃ τάς οἰκοφιλικάς ἀρχάς τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας καί νά προβάλῃ τήν ἀλήθειαν ὅτι οὐδέν ὅραμα διά τήν πορείαν τῆς ἀνθρωπότητος ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἔχει ἀξίαν, ἐάν δέν περιλαμβάνῃ καί τήν προσδοκίαν ἑνός κόσμου, ὁ ὁποῖος θά λειτουργῇ ὡς πραγματικός «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου, εἰς μίαν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ἡ συνεχῶς διογκουμένη ἀπειλή κατά τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος κυοφορεῖ μίαν παγκόσμιον οἰκολογικήν καταστροφήν. Ἡ ἐξέλιξις αὕτη εἶναι ἡ συνέπεια μιᾶς συγκεκριμένης ἐπιλογῆς τρόπου οἰκονομικῆς, τεχνολογικῆς καί κοινωνικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία δέν σέβεται οὔτε τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὔτε τήν ἱερότητα τῆς φύσεως. Εἶναι ἀδύνατον νά ἐνδιαφερώμεθα πραγματικῶς διά τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί ταυτοχρόνως νά καταστρέφωμεν τό φυσικόν περιβάλλον, τήν βάσιν τῆς ζωῆς, κατ᾿ οὐσίαν δηλαδή νά ὑπονομεύωμεν τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.
Παρά τό γεγονός ὅτι δέν θεωροῦμεν ὀρθόν νά κρίνωμεν τόν νεωτερικόν πολιτισμόν ἐπί τῇ βάσει «ἁμαρτολογικῶν κριτηρίων», ἐπιθυμοῦμεν νά ὑπογραμμίσωμεν ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἰς τήν ἐποχήν μας συνδέεται μέ τήν ἀλαζονείαν τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς φύσεως καί τήν ἐξουσιαστικήν σχέσιν του πρός αὐτήν, καθώς καί μέ τό εὐδαιμονιστικόν πρότυπον τοῦ «πολλῶν δεῖσθαι» ὡς γενικῆς στάσεως ζωῆς. Ὅσον λανθασμένον εἶναι τό νά πιστεύωμεν ὅτι εἰς τό παρελθόν ὅλα ἦσαν καλλίτερα, τόσον ἄτοπον εἶναι νά κλείωμεν τά ὄμματα ἐνώπιον ὅσων συμβαίνουν σήμερον. Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἀκαταπαύστως τεχνητάς ἀπολαύσεις καί νέας ἱκανοποιήσεις, ὁ ὁποῖος ζῇ διά τόν ἑαυτόν του καί ἀγνοεῖ τόν πλησίον, εἰς τόν ἄνθρωπον τῆς προκλητικῆς σπατάλης, οὔτε εἰς τόν ἀδικητήν καί ἐκμεταλλευτήν τῶν ἀδυνάτων. Τό μέλλον ἀνήκει εἰς τήν δικαιοσύνην καί τήν ἀγάπην, εἰς τόν μετοχικόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης καί τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀκεραιότητος τῆς δημιουργίας.
Τοιοῦτον ἦθος καί τοιοῦτος πολιτισμός διασώζεται εἰς τήν θεανθρωπίνην ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἰς τήν μυστηριακήν καί λατρευτικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας βιοῦται καί ἐκφράζεται ἡ εὐχαριστιακή θεώρησις, νοηματοδότησις καί χρῆσις τῆς δημιουργίας. Αὐτή ἡ σχέσις μέ τόν κόσμον εἶναι ἀσύμβατος μέ κάθε εἴδους ἐσωστρέφειαν καί ἀδιαφορίαν διά τήν πλάσιν, μέ κάθε μορφῆς δυϊσμόν πνεύματος καί ὕλης καί ὑποτίμησιν τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος. Τοὐναντίον, ἡ εὐχαριστιακή ἐμπειρία εὐαισθητοποιεῖ καί κινητοποιεῖ τόν πιστόν εἰς οἰκοφιλικήν δρᾶσιν ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπεγράμμισεν ὅτι εἰς τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας «καταφάσκεται ἡ δημιουργία καί ὁ ἄνθρωπος ἐνδυναμώνεται διά νά λειτουργῇ ὡς οἰκονόμος, φύλαξ καί «ἱερεύς» αὐτῆς, προσάγων ταύτην δοξολογικῶς τῷ Δημιουργῷ» (Ἐγκύκλιος, §14). Κάθε εἴδους κατάχρησις καί καταστροφή τῆς κτίσεως καί ἡ μετατροπή της εἰς ἀντικείμενον πρός ἐκμετάλλευσιν ἀποτελεῖ διαστρέβλωσιν τοῦ πνεύματος τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου. Δέν εἶναι διόλου τυχαῖον, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐχαρακτηρίσθη ὡς ἡ «οἰκολογική μορφή» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διέσωσε τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πυρῆνα τῆς ζωῆς της.
Συνεπῶς, ἡ οἰκολογική δραστηριοποίησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν ἀνεπτύχθη ἁπλῶς ὡς ἀντίδρασις εἰς τήν σύγχρονον πρωτοφανῆ οἰκολογικήν κρίσιν, δέν ἐδημιουργήθη ἀπό αὐτήν, ἀλλά ἀποτελεῖ ἔκφρασιν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, προέκτασιν τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους εἰς τήν σχέσιν τοῦ πιστοῦ μέ τήν φύσιν. Αὐτή ἡ ἐγγενής οἰκολογική συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας ἐξεδηλώθη εὐθαρσῶς καί εὐστόχως ἐν ὄψει τῶν συγχρόνων ἀπειλῶν κατά τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι βιωμένη οἰκολογία, ἔμπρακτος καί ἀκατάλυτος σεβασμός τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεγονός κοινωνίας, νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, κατά τῆς αὐτοδικαιώσεως καί τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ἀπό τά ὁποῖα ἐκπορεύεται ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστός εἶναι ἀδύνατον νά παραμένῃ ἀδιάφορος ἔναντι τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως. Ἡ μέριμνα καί ἡ φροντίς διά τήν πλάσιν εἶναι συνέπεια καί ἔκφρασις τῆς πίστεως καί τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους του.
Εἶναι προφανές ὅτι διά τήν ἀποτελεσματικήν συμβολήν εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν οἰκολογικῶν προβλημάτων ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά τά γνωρίζῃ καί νά τά μελετᾷ. Γνωρίζομεν ἅπαντες ὅτι ἡ μεγαλυτέρα ἀπειλή διά τό περιβάλλον καί τήν ἀνθρωπότητα εἶναι σήμερον ἡ κλιματική ἀλλαγή καί αἱ καταστροφικαί ἐπιπτώσεις της δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ζωήν ἐπί τῆς γῆς. Αὐτή ἡ θεματική ἐκυριάρχησε καί κατά τό ἕνατον οἰκολογικόν Συμπόσιον, τό ὁποῖον διωργάνωσε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τόν παρελθόντα Ἰούνιον εἰς τάς νήσους τοῦ Σαρωνικοῦ Σπέτσες καί Ὕδραν, μέ τίτλον «Γιά μιά πιό πράσινη Ἀττική. Διασώζοντας τόν πλανήτη καί προστατεύοντας τούς κατοίκους του». Δυστυχῶς, ἡ πρόσφατος καταστροφική πυρκαϊά εἰς τήν Ἀττικήν καί αἱ ἀναμενόμεναι συνέπειαι τῆς προκληθείσης μεγάλης περιβαλλοντικῆς καταστροφῆς ἀποτελοῦν τραγικήν ἐπιβεβαίωσιν τῶν θέσεων τῶν συνέδρων διά τήν σοβαρότητα τῆς οἰκολογικῆς ἀπειλῆς.
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ὁ οἰκολογικός πολιτισμός τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ὑλοποίησις τοῦ εὐχαριστιακοῦ ὁράματος τῆς δημιουργίας, τό ὁποῖον συμπυκνοῦται καί ἐκφράζεται εἰς τήν συνολικήν λειτουργίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Αὐτό εἶναι τό αἰώνιον μήνυμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα τῆς οἰκολογίας. Ἡ Ἐκκλησία λέγει καί κηρύττει «ἀεί ταὐτά» καί «περί τῶν αὐτῶν», συμφώνως καί πρός τά ἀνυπέρβλητα λόγια τοῦ Ἱδρυτοῦ καί κεφαλῆς αὐτῆς: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Λουκ. κα’, 33). Στοιχοῦσα τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καλεῖ τάς ἀνά τήν οἰκουμένην Ἀρχιεπισκοπάς καί Μητροπόλεις αὐτῆς, τάς ἐνορίας καί τάς ἱεράς Μονάς, νά ἀναπτύξουν πρωτοβουλίας καί συντονισμένας δράσεις, προγράμματα περιβαλλοντικῆς εὐαισθητοποιήσεως, νά ὀργανώσουν συνέδρια καί ὁμιλίας, ὥστε οἱ πιστοί νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι πνευματική εὐθύνη ἑκάστου ἐξ ἡμῶν. Τό φλέγον θέμα τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς, τά αἴτια καί αἱ ἐπιπτώσεις του διά τόν πλανήτην καί τήν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν εὐκαιρίαν διά προσεγγίσεις καί συζητήσεις ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς θεολογικῆς οἰκολογίας καί διά συγκεκριμένας πρακτικάς παρεμβάσεις. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας νά δοθῇ ἔμφασις εἰς τήν δρᾶσιν εἰς τοπικόν ἐπίπεδον. Ἡ ἐνορία ἀποτελεῖ τό κύτταρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χῶρον προσωπικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, ἐπικοινωνίας καί συνεργασίας, λειτουργικήν καί διακονικήν κοινότητα.
Ἰδιαιτέρα μέριμνα πρέπει νά ἐπιδειχθῇ διά τήν ὀργάνωσιν τῆς ἐν Χριστῷ διαπαιδαγωγήσεως τῆς νέας γενεᾶς, ὥστε νά καλλιεργῆται εἰς αὐτήν τό οἰκολογικόν ἦθος. Ἡ ἐκκλησιαστική κατήχησις πρέπει νά ἐνσταλάζῃ εἰς τήν ψυχήν τῶν παιδίων καί τῶν νέων τόν σεβασμόν πρός τήν «καλήν λίαν» πλᾶσιν, κίνητρα διά δραστηριοποίησιν εἰς τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί τήν ἐλευθεροποιόν ἀλήθειαν τῆς ἁπλότητος, καί τῆς λιτότητος καί τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους, τοῦ μετοχικοῦ τρόπου τοῦ βίου καί τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης. Εἶναι ἀπαραίτητον, οἱ νέοι νά κατανοήσουν τήν εὐθύνην των διά τήν ἐφαρμογήν ἐν τῇ πράξει τῶν οἰκολογικῶν συνεπειῶν τῆς πίστεώς μας, νά γνωρίσουν καί νά γνωστοποιήσουν τήν καθοριστικήν συμβολήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.
Περαίνοντες τόν λόγον, εὐχόμεθα πᾶσιν ὑμῖν εὐλογημένον ἐκκλησιαστικόν ἔτος καί δαψιλῆ καρποφορίαν τῶν πνευματικῶν ὑμῶν ἀγώνων, ἐπικαλούμεθα δέ ἐφ᾿ ὑμᾶς τήν ζωηφόρον χάριν καί τό ἀμέτρητον ἔλεος τοῦ πανδώρου Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀρχηγοῦ καί τελειωτοῦ τῆς πίστεως ἡμῶν, πρεσβείαις τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, ἧς τήν τιμίαν εἰκόνα, τό σεπτόν κειμήλιον τοῦ Γένους, ἑορτίως, εὐσεβοφρόνως καί ἐν ταπεινώσει σήμερον κατασπαζόμεθα.
,βιη’ Σεπτεμβρίου α’
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν