Καρκίνος του Μαστού και Κληρονομική Προδιάθεση.
BRCA1 και BRCA2 Τα γονίδια πρωταγωνιστές.
Γράφει η Κοκώνα Π. Χατζαντώνη
Δρ. Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών, Απόφοιτος Βιολογίας Εθνικού Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών, μετεκπεδευθείσα στην Ιατρική Σχολή του Παν/μίου Ιωαννίων. Μέλος ESHG (European Society of Human Genetics)
Η εμφάνιση καρκινικών κυττάρων αποτελεί ένα φαινόμενο που αφορά λίγο πολύ όλους τους ανθρώπους.
Πρόκειται για μια πολυπαραγοντική ασθένεια ιδιαίτερα πολύπλοκη, τόσο στην πρόβλεψη όσο και στην εξέλιξή της, μια και δεν εξαρτάται μόνο από γενετικούς, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές, οι κληρονομικοί καρκίνοι που οφείλονται στην παρουσία συγκεκριμένων γονιδίων που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά κυμαίνεται στο 5 με 10 % του συνόλου.
Το 20% με 25% των καρκίνων εμφανίζεται με κληρονομική προδιάθεση χωρίς να ενοχοποιούνται συγκεκριμένα γονίδια, αλλά οφείλονται κυρίως στο συνδυασμό γονιδιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων, ή σε μηχανισμούς που δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί.
Συνεπώς, για κάποιους ο κίνδυνος είναι υψηλότερος και μάλιστα σε μικρότερη ηλικία. Σήμερα είναι γνωστά περισσότερα από 50 γονίδια τα οποία, λόγω κάποιας κληρονομικής βλάβης, ευθύνονται για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Μεταξύ αυτών, τα γονίδια BRCA1 και BRCA2 πολύ συχνά αυξάνουν την προδιάθεση για καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών. Υπολογίζεται ότι περίπου το 80% του κληρονομικού καρκίνου του μαστού προκαλείται από μεταλλάξεις αυτών των δύο γονιδίων.
Η ύπαρξη αυτών των γονιδίων δεν προδιαγράφει οριστικά την εμφάνιση καρκίνου, αλλά καθιστά τα άτομα που τα φέρουν πιο επιρρεπή στην εμφάνιση καρκίνου. Είναι βέβαια υπαρκτή και στατιστικά υπολογίσιμη η πιθανότητα, τα άτομα που τα φέρουν να μην παρουσιάσουν τη νόσο.
Τα άτομα που φέρουν τις παθολογικές μεταλλάξεις των γονιδίων αυτών, έχουν από 56% έως 87% κίνδυνο κατά τη διάρκεια τη ζωής τους να προσβληθούν από καρκίνο του μαστού, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό όπου ο κίνδυνος προσβολής από καρκίνο μαστού ανέρχεται στο 11%.
Με άλλα λόγια, μια γυναίκα που έχει κληρονομήσει μια τέτοιου τύπου μετάλλαξη των γονιδίων BRCA1 ή BRCA2 έχει περίπου 5 έως 8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξει καρκίνο του μαστού από ό, τι μια γυναίκα που δεν παρουσιάζει τέτοια μετάλλαξη.
Παράλληλα οι παθολογικές μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, αυξάνουν κατά τη συνολική διάρκεια της ζωής τον κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών.
Τα άτομα που φέρουν τις παθολογικές μεταλλάξεις των γονιδίων αυτών, έχουν από 16% έως 44% κίνδυνο κατά τη διάρκεια τη ζωής τους να προσβληθούν από καρκίνο των ωοθηκών. Στο γενικό πληθυσμό ο κίνδυνος προσβολής από καρκίνο ωοθηκών ανέρχεται στο 2%.
Φορείς τέτοιων γονιδίων έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης άλλων μορφών καρκίνου όπως ο καρκίνος του παγκρέατος, ένας δεύτερος καρκίνος του μαστού, ενώ στους άνδρες υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του προστάτη.
Η γενετική του καρκίνου του μαστού, αλλά και των ωοθηκών, δείχνει καθαρά ότι το γενετικό υπόβαθρο του κάθε ανθρώπου παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καρκινογένεση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το οικογενειακό ιστορικό αποτελεί ένα πολύ σημαντικό παράγοντα στην εκτίμηση του κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου που διατρέχει ένα άτομο.
Εκτίμηση κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών
Στην αναζήτηση της Γενετικής Συμβουλευτικής για κληρονομούμενο καρκίνο θα πρέπει να καταφύγουν άτομα που παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:
-
Συγγενείς πρώτου βαθμού που νοσούν από καρκίνο.
-
Διάγνωση καρκίνου σε δύο ή περισσότερους συγγενείς στην οικογένεια.
-
Συγγενής που έχει νοσήσει σε ηλικία κάτω των 50 ετών.
-
Διάγνωση του ίδιου τύπου καρκίνου σε διάφορα μέλη τις οικογένειας.
-
Διάγνωση περισσοτερων του ενός τύπου καρκίνου στο ίδιο μέλος της οικογένειας.
-
Διάγνωση ενός σπάνιου καρκίνου σε ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας.
Η παροχή Γενετικής Συμβουλής περιλαμβάνει την αξιολόγηση του κινδύνου, βασιζόμενη πάντα στο προσωπικό και ιατρικό ιστορικό του ενδιαφερομενου.
Επιλέγεται η κατάλληλη γενετική δοκιμή, μια και τόσο τα εμπλεκόμενα γονίδια όσο και οι διαγνωστικές τεχνικές ποικίλουν.
Επιλέγεται ο έλεγχος του κατάλληλου γονιδίου, καθώς τα BRCA1 & 2 δεν είναι τα μόνα που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
Αξιολογείται η χρησιμότητα ενός θετικού, αρνητικού ή και διφορούμενου αποτελέσματος, καθώς και ο κίνδυνος κληρονόμησης μιας μετάλλαξης στους απογόνους.
Πρέπει να τονιστεί ότι η εξέταση γίνεται πρωτίστως στο άτομο που έχει νοσήσει με καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών. Εάν δεν διαπιστωθεί κάποια γνωστή μετάλλαξη, δεν υπάρχει ανάγκη εξέτασης των άλλων μελών της οικογένειας, αφού ο καρκίνος δεν είναι κληρονομούμενος.
Τα πιθανά οφέλη ενός αρνητικού αποτελέσματος περιλαμβάνουν μια αίσθηση ανακούφισης και ότι δε χρειάζονται πρόσθετες προληπτικές εξετάσεις, θεραπεία ή χειρουργικές επεμβάσεις. Αν ο εξεταζόμενος δεν έχει κληρονομική προδιάθεση, καθησυχάζεται ο ίδιος και η οικογένειά του.
Ένα αρνητικό όμως αποτέλεσμα μπορεί να σημαίνει πολλά:
-
Είναι πιθανόν ο καρκίνος μαστού ή ωοθηκών στην οικογένεια να εμφανίστηκε απλά κατά τύχη. Δεδομένου ότι ο καρκίνος του μαστού είναι μια κοινή νόσος, περισσότερες από μία γυναίκες σε μια δεδομένη οικογένεια μπορούν να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού για λόγους άσχετους με την κληρονομικότητα.
-
Επίσης αν ένα μέλος μιας οικογένειας εξεταστεί για μια μετάλλαξη που έχει βρεθεί στους συγγενείς του και λάβει ένα αρνητικό αποτέλεσμα, σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει μετάλλαξη των γονιδίων BRCA. Αυτός ή αυτή έχει τον ίδιο κίνδυνο καρκίνου με το γενικό πληθυσμό.
-
Ότι ένα άλλο γονίδιο εκτός από τα BRCA1 και BRCA2 προκάλεσε τους καρκίνους στην οικογένεια. Καμία εξέταση δεν μπορεί να βρει όλες τις μεταλλάξεις.
Ένα θετικό αποτέλεσμα δείχνει γενικά ότι ένα άτομο έχει κληρονομήσει μία επιβλαβή μετάλλαξη σε κάποιο από τα BRCA1 ή BRCA2 γονίδια και, ως εκ τούτου, έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ορισμένων καρκίνων. Δεν μπορεί να δείξει εάν ένα άτομο θα αναπτύξει πραγματικά τον καρκίνο ή όχι.
Δεν θα αναπτύξουν όλες οι γυναίκες που κληρονομούν μια επιβλαβή μετάλλαξη στα BRCA1 ή BRCA2 γονίδια, καρκίνο του μαστού ή/και των ωοθηκών.
Τα οφέλη του θετικού αποτελέσματος, θα βοηθήσουν στην καλύτερη εκτίμηση του κινδύνου να εμφανιστεί καρκίνος.
-
Τα αποτελέσματα επιτρέπουν στο άτομο να προσαρμόσει τον προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο, όπως απαιτείται.
-
Θα βοηθήσουν στην επιλογή των κατάλληλων στρατηγικών μείωσης του κινδύνου να νοσήσει από καρκίνο. Σκοπός είναι η διάγνωση να γίνει όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα, έτσι ώστε η θεραπεία να αποφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα, ή ακόμη και να περιορισθεί η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου.
-
Τέλος, γνωρίζοντας τα αποτελέσματα της εξέτασης μπορούν να επωφεληθούν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες ιατρικές εξετάσεις, οι γενετικές εξετάσεις μπορούν να αποκαλύψουν πληροφορίες όχι μόνο για το άτομο το οποίο εξετάζεται, αλλά και για τους συγγενείς του ατόμου αυτού.
Κοκώνα Π. Χατζαντώνη (Ανοσοβιολόγος-Σύμβουλος Γενετικής): ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ