«Λύγισε» ο λαϊκός ήρωας που όλη η Ελλάδα αγάπησε για τα κατορθώματά του
Από τον
Νίκο Νικόλιζα
Ενα μικρό και ταπεινό προσφυγικό σπίτι στη Νέα Ιωνία κλείνει στους τέσσερις τοίχους του τη λαμπρή πορεία προς τη δόξα ενός από τους πιο δημοφιλείς λαϊκούς ήρωες, που έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά του στη συνείδηση των απλών ανθρώπων με τα κατορθώματά του.
Μόνο το σπινθηροβόλο βλέμμα του υπερήλικα ενοίκου θυμίζει τον θρυλικό Σαμψών, που με τους άθλους του μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Τσακισμένος πια από τα χρόνια και την κακή υγεία του, ζει πια με μόνη συντροφιά τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία.
«Νιώθω μοναξιά… Από τότε που έχασα τη γυναίκα μου, το στήριγμά μου, αφέθηκα. Ζω για να ζω. Η μόνη παρηγοριά μου πλέον είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Νοσταλγώ όσα έζησα όταν ο κόσμος με χειροκροτούσε στις αλάνες και τις πλατείες. Με αγάπησε ο κόσμος και τον αγάπησα πολύ. Ολα αυτά, όμως, είναι παρελθόν. Πλέον… σιωπή» λέει μελαγχολικά και τα μάτια του δακρύζουν.
O υπεράνθρωπος
Στο εσωτερικό του σπιτιού που φιλοξενεί τον υπερήρωα με καταγωγή από τον Πόντο (κατά κόσμον Γιάννης Κεσκιλίδης) τίποτα δεν δείχνει ότι εκεί μένει ένα είδωλο της ελεύθερης πάλης, που συγκαταλέγεται στην παγκόσμια ιστορία των θρύλων· ο υπεράνθρωπος που έμελλε να γράψει ιστορία καθηλώνοντας τα πλήθη που τον παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα να τραβάει λεωφορεία με τα δόντια του, να περνούν από πάνω του αυτοκίνητα, να στραβώνει ατσαλόπροκες με το ένα χέρι και να σπάζουν βράχια με βαριοπούλες πάνω στο κεφάλι του.
Μας υποδέχεται στην πόρτα στηριγμένος σε ένα μπαστουνάκι και υποβασταζόμενος από τον γιο του. Η όψη του δεν θυμίζει πια τον λαϊκό ήρωα των πλατειών.
Καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας, όπου κάθεται τις περισσότερες ώρες, όταν η υγεία του το επιτρέπει. Στο πλευρό του τα δύο παιδιά του, τα οποία σπούδασε τεχνολόγους της Ιατρικής με το μεροκάματο από τις υπαίθριες παραστάσεις του. Ο γιος του Χρήστος δείχνει απογοητευμένος με την κλονισμένη υγεία του πατέρα του.
«Εδώ και ενάμιση χρόνο, από τότε που “έφυγε” εντελώς ξαφνικά η μητέρα μου, ο πατέρας μου κατέπεσε. Δεν έχει κουράγιο για τίποτα…» λέει.
Ο Σαμψών προσπαθεί να μιλήσει με βαριά τρεμάμενη φωνή και με αρκετή δυσκολία. Κοιτάζει τα άλμπουμ με τα κατορθώματά του και δακρύζει.
«Για μένα το χειροκρότημα ήταν τα πάντα. Ηταν μια δικαίωση και μια αναγνώριση. Ο κόσμος με λάτρεψε. Γύρισα όλη την Ελλάδα δεκάδες φορές, προσφέροντας θέαμα. Το ίδιο γύρισα και την Ανατολή. Πήγα παντού. Πόνεσα, μάτωσα, έσπασα σπόνδυλο, όμως άντεξα γιατί έπρεπε να επιβιώσει η οικογένειά μου.
Πλέον, κλείστηκα σπίτι. Δεν αντέχω…» λέει και τα μάτια του χαμηλώνουν σχεδόν βουρκωμένα.
Ο Χρήστος κρατάει το χέρι του πολυβασανισμένου πατέρα του, δίνοντάς του δύναμη, και ζητάει να σταματήσει η παραφιλολογία σχετικά με τη σύνταξή του.
«Κυκλοφορεί μια φήμη ότι ο Σαμψών δεν απέκτησε ποτέ σύνταξη. Είναι ψέμα. Ηταν πολύ νοικοκύρης, οικονόμος και φρόντισε να βγάλει σύνταξη και να μας σπουδάσει. Για 60 χρόνια ήταν αυτασφαλιζόμενος και περισσότερο μας στήριξε παρά τον στηρίξαμε οικονομικά. Δεν μας έλειψε τίποτα στη ζωή μας. Ακόμα και σήμερα, ο μπαμπάς δίνει στα εγγόνια του μικρά δώρα» λέει.
Ποιοι τον θυμούνται
Ενα μικρό tablet με δεκάδες φωτογραφίες θυμίζει στον 90χρονο πλέον υπερήρωα τα κατορθώματά του. Τον ρωτάμε αν του τηλεφωνούν αυτοί που έχει βοηθήσει όλα αυτά τα χρόνια και χαμηλώνει το βλέμμα.
«Ενδιαφέρεται ο κόσμος ακόμα για μένα, κυρίως ο απλός κόσμος. Ο Γιώργος Λιάνης έδειχνε πάντα ενδιαφέρον» τονίζει.
Ρωτάμε από πού αντλούσε τόση δύναμη και χαμογελάει…
«Ο παππούς μου, ο Παύλος, που δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα από την Τουρκία, ήταν παλαιστής από τους πολύ καλούς. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι σε έναν αγώνα, σαν αντεκδίκηση.
Εγώ νομίζω απέκτησα δύναμη και από τη βάρβαρη εργασία που έκανα ως παιδί στα ανθρακορυχεία. Εγινα βράχος για να αντέξω και να επιβιώσω. Αργότερα, κατάφερα μέσα από την ελεύθερη πάλη να βρω τον δρόμο μου και να πορευτώ. Γυμναζόμουν πολύ ως νέος!» αποκαλύπτει.
«ΟΛΑ ΕΓΙΝΑΝ ΟΠΩΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ»
Ο Γιάννης Κεσκιλίδης γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1929 στην Καλαμαριά. Προέρχεται από οικογένεια Ποντίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οταν ήταν μικρός, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τον αθλητισμό ως αθλητής ελευθέρας πάλης του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Τα επόμενα χρόνια διακρίθηκε σε πάμπολλες διοργανώσεις στη χώρα μας και στο εξωτερικό, ενώ από τη δεκαετία του ’50 ασχολήθηκε με αγώνες επίδειξης της τεράστιας δύναμής του σε ανοιχτούς χώρους, δίνοντας παραστάσεις που τον κατέστησαν πάρα πολύ δημοφιλή.
Εως σήμερα παραμένει ο τελευταίος εν ζωή «λαϊκός ήρωας». Τον ρωτάμε αν υπήρξαν στιγμές που φοβήθηκε τον θάνατο.
Με απείλησαν
«Φοβήθηκα για τη ζωή μου μια φορά στην Αίγυπτο. Συνήθως με προσέγγιζαν για να πέσω και να μη συνεχίσω τον αγώνα. Δεν ήθελαν να γράψει ιστορία ο Σαμψών!
Εκεί, λοιπόν, σε έναν από τους αγώνες, με απείλησαν πραγματικά. Ηταν και η μόνη φορά που φοβήθηκα για τη ζωή μου. Λάτρεψα τη δουλειά μου, την πάλη, το θέαμα, και αυτό με κράτησε στη μνήμη των απλών ανθρώπων» λέει και μας δείχνει φωτογραφίες από τα δεκάδες άλμπουμ που φυλάει ο γιος του στο σπίτι.
Λίγο προτού κλείσουμε την πολύωρη συνέντευξή μας, ρωτάμε τον Σαμψών αν έχει κάποιο όνειρο που δεν πραγματοποίησε. Μας κοιτάζει μέσα στα μάτια.
«Οχι! Τα πάντα έγιναν όπως τα ονειρεύτηκα…» λέει βουρκωμένος και συνεχίζει: «Θέλω απλά ο κόσμος να με θυμάται σαν τον Σαμψών που του πρόσφερα θέαμα και του έδωσα δύναμη. Τα πάντα μπορεί να κάνει πραγματικότητα ο άνθρωπος, αρκεί να το θέλει»!